Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Πρωτομαγιά


Κίνησε Μάης για να ’ρθει
κι έχει μεγάλη στράτα,
τι να του πάρω πρώτα μου,
τον ήλιο ή τα μαντάτα!

Τέτοιο Μάη, μάνα μου,
άλλο να μη μου στείλεις,
να λέει στην αγάπη μου
σκοτώθηκε ο Απρίλης.

Δε με συγχωρώ

Η μυστική εβδομάδα της Αφροδίτης

...Η νεανική της παρουσία αποτελεί το στολίδι του γραφείου. Όταν περνά από μπρος μου, με τη δροσερή της αγκαλιά φορτωμένη φακέλους σα να μεταφέρει τα φρούτα της Πομόν, χίλιοι ασελγείς δαίμονες ξεπετάγονται από τους αριθμούς κι ορμούν καταπάνω μου.
Καμία περιγραφή του όμορφου προσώπου της δε θα 'τανε πιστή.

Τι να πω άραγε για τους στρογγυλούς γλουτούς της μικρής δακτυλογράφου, για τους αγγελικούς αυτούς γλουτούς.
Τι να πω για την ανοιξιάτικη σχισμή, την -προσωρινά- τόσο φρόνιμη.
Αυτή η μαγεία, που 'ναι άκρως φευγαλέα και σβήνει πολύ γρήγορα, προστατεύεται από τη γραφομηχανή, πάνω στην οποία τα ευλύγιστα δάχτυλά της έχουνε κάθε εξουσία.

Η γραφομηχανή ανανεώνει αδιάκοπα το μαγικό μυστήριο.
'Αλλωστε, αυτή η λέξη της αρέσει.

Η Ζερμαίν, όπως πολλά σύγχρονα κορίτσια, ευχαρίστως παραδίνεται στην επίπονη και βαθιά διείσδυση που ο Μπραντόμ αποκαλούσε "τα παιχνίδια της οπισθίας Αφροδίτης"…
Δεν ξέρω τίποτε για τη ζωή της, πέρα από τις ώρες που περνάμε μαζί, στο ηλιόλουστο γραφείο μου. Υποθέτω πως πηγαίνει να συναντήσει το μορφονιό που της τα τρώει και που μένει σε κάποια γειτονιά άγνωστη σε μένα.

Η Ζερμαίν σε λίγο καιρό θα παντρευτεί. Αυτό νομίζω, το ξέρω.
Το ζήτημα είναι να μάθω αν θα παραμείνει δαχτυλογράφος. 'Αλλωστε αυτό μόνο μ' ενδιαφέρει.
Στη περίπτωση που ο σύζυγος της εξασφαλίζει μια άνετη ζωή, μακράν από κάθε εργασία, η ακατανίκητη έλξη της θα χανόταν οριστικά. Όμως παντρεμένη και πάντοτε δαχτυλογράφος, η Ζερμαίν θα συνεχίσει ν' αποτελεί, για όποιον προσπαθήσει να δουλέψει δίπλα της, αιτία πνευματικής διαταραχής.
Πιθανόν, επίσης, η ερωτική ζωή της δακτυλογράφου να υπερτερεί, κατά πολύ, κείνης της συζύγου. Η διαστροφή που την εξωθεί να δοκιμάζει όλα τα σαρκικά παιχνίδια, απορρέει από τα ελλοχεύοντα, στο επάγγελμά της, αόρατα στοιχεία.
Με τον άντρα της θα μπορεί κάλλιστα, να 'ναι μια γυναίκα φιλήδονη, όπως τόσες χιλιάδες άλλες φιλήδονες γυναίκες...
Εγώ πάντως, φαντάζομαι τη Ζερμαίν μόνο με τα φουστάνια ανασηκωμένα, κι έτσι στα ξαφνικά, δίχως προετοιμασία. Με δυσκολία τη βλέπω να φορά νυχτικιά και να ξαπλώνει στο κρεβάτι.
Είναι ευνόητο πως ο σύζυγός της θα τη γνωρίσει ολόγυμνη, από τα νύχια ως τη κορφή. Πλην όμως, για τον άντρα μιας δακτυλογράφου, η γυναίκα του δεν υπήρξε ποτέ δακτυλογράφος.

(Orlan Pierre Mac - Η Mυστική Eβδομάδα Tης Αφροδίτης, Μετάφραση: Βλάσης Καμάρας, Εκδόσεις: "Νεφέλη")

Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

Μια διδακτική ιστορία

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πουλί που πετούσε προς τις ζεστές χώρες.
Από το πολύ το κρύο όμως λιποθύμησε και έπεσε κάτω.
Μια αγελάδα που περνούσε από κει, δεν το πρόσεξε, έκανε τα κακά της πάνω του και το πουλί καλύφθηκε όλο με ακαθαρσίες.
Το πρωί, όταν βγήκε ο ήλιος, οι ακαθαρσίες έλιωσαν και το πουλί φώναζε από την χαρά του.
Τότε, το άκουσε ένας γάτος που περνούσε από κει, το άρπαξε και το έφαγε.
Συμπέρασμα:
1. όποιος σε ρίχνει στα σκατά δεν θέλει απαραίτητα το κακό σου
2. όποιος σε βγάζει απ' αυτά δεν θέλει απαραίτητα το καλό σου
3. όταν χαίρεσαι, να κρατάς το στόμα σου κλειστό!

Το κουδουνάκι (γιαπωνέζικο παραμύθι)

Κάποτε σε ένα χωριό δίπλα στη θάλασσα ζούσε ένας σοφός γέροντας.
Του άρεσε να κάθεται στη βεράντα του και να κοιτά τη θάλασσα.
Για να μη νιώθει μοναξιά είχε κρεμάσει ένα ασημένιο κουδουνάκι στη σκεπή της βεράντας. Μόλις φυσούσε λίγο ο αέρας το ασημένιο κουδουνάκι χτυπούσε χαρούμενα.
Ο γέροντας περνούσε ώρες και ώρες στη βεράντα του. Χάζευε τη θάλασσα, άκουγε το κουδουνάκι και χαμογελούσε ευτυχισμένος.
Στο ίδιο χωριό ζούσε κι ένας φαρμακοποιός. Ήταν πολύ δυστυχισμένος γιατί οι δουλειές του δεν πήγαιναν καλά κι ήταν τόσο λυπημένος που δεν ήξερε τι να κάνει.
Αποφάσισε λοιπόν να πάει στο γέροντα και να ζητήσει τη συμβουλή του.
Όταν έφτασε σπίτι του τον είδε να κάθεται ευτυχισμένος δίπλα στη θάλασσα. Μόλις άκουσε το γλυκό ήχο του κουδουνιού κατάλαβε το γιατί.
Έτσι ζήτησε από τον γέροντα να του δανείσει για λίγο το κουδουνάκι.
- Γιατί όχι, είπε εκείνος. Σε παρακαλώ όμως να μου το επιστρέψεις γιατί χωρίς αυτό είμαι δυστυχισμένος.
Ο φαρμακοποιός τον ευχαρίστησε και υποσχέθηκε να του φέρει το κουδουνάκι την άλλη μέρα. Όταν πήγε σπίτι του έβαλε το κουδουνάκι στο κήπο του κι ο ήχος του ήταν τόσο χαρούμενος που ο φαρμακοποιός χαλάρωσε, η ζωή του φάνηκε όμορφη και άρχισε μονομιάς να χορεύει....
Την επόμενη μέρα ο φαρμακοποιός δε φάνηκε από το σπίτι του γέροντα και εκείνος είχε κιόλας χάσει το κέφι του χωρίς το κουδουνάκι του. Κάθε λίγο και λιγάκι έβγαινε στο δρόμο και κοιτούσε μήπως ερχόταν κανείς αλλά που.
Έτσι όταν πήγε πια μεσημέρι ο γέροντας φώναξε ένα μαθητή του, τον Τσιάο και του είπε:
Πήγαινε μέχρι το σπίτι του φαρμακοποιού σε παρακαλώ. Χτες του δάνεισα το ασημένιο κουδουνάκι μου μα ξέχασε να μου το επιστρέψει.
Ο Τσιάο έτρεξε στο σπίτι του φαρμακοποιού αλλά μόλις μπήκε στο κήπο άκουσε τη γλυκιά μελωδία από το κουδουνάκι, είδε το φαρμακοποιό να χορεύει και αισθάνθηκε τόσο χαρούμενος που άρχισε κι αυτός να χορεύει!
Εν τω μεταξύ είχαν περάσει κιόλας τόσες ώρες και στο σπίτι του γέροντα δεν είχε φανεί ούτε ο φαρμακοποιός ούτε ο Τσιάο.
Ο γέρο σοφός θυμωμένος φώναξε ένα άλλο μαθητή του, τον Κοτάρο και του είπε:
Τρέχα στο σπίτι του φαρμακοποιού και πες του να μου φέρει αμέσως το ασημένιο μου κουδουνάκι. Κι αν συναντήσεις στο δρόμο τον Τσιάο πες του πως πρέπει να ντρέπεται που δεν ακούει το δάσκαλο του.
Ο Κοτάρο πήγε στο σπίτι του φαρμακοποιού όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Όταν έφτασε εκεί είδε έκπληκτος τον Τσιάο και το φαρμακοποιό να χορεύουν χαρούμενοι στον κήπο και πριν καλά καλά το καταλάβει αισθάνθηκε τόσο ευτυχισμένος που άρχισε να χορεύει κι εκείνος.
Ο ήλιος κόντευε να δύσει και ο γέροντας ακόμα περίμενε το ασημένιο κουδουνάκι του.
Τον έπιασε μια βαθιά μελαγχολία χωρίς τον ήχο του αγαπημένου του κουδουνιού. Τελικά δεν άντεξε άλλο και πήγε ο ίδιος να δει τι συνέβαινε.
Σαν έφτασε επιτέλους στο σπίτι άκουσε τον ήχο του ασημένιου κουδουνιού και είδε στον κήπο, ανάμεσα στα λουλούδια, τον φαρμακοποιό και τους δυό του μαθητές να χορεύουν χαρούμενα. Ο γέροντας απόρησε και δεν ήξερε τι εξήγηση να δώσει. Δεν έμεινε όμως πολύ ώρα έτσι.
Η λύπη του εξαφανίστηκε και ένιωσε την επιθυμία να χορέψει. Πιάστηκε χέρι-χέρι με το φαρμακοποιό ,τον Τσιάο και τον Κοτάρο και ευτυχισμένοι συνέχισαν να χορεύουν όλοι μαζί.
Κι όποιος περνούσε απ το σπίτι του φαρμακοποιού το έριχνε κι αυτός στο χορό.

Κι αν τύχει και περάσεις ποτέ από κει θα τους δεις ακόμα, όλους μαζί να χορεύουν αλλά δεν ξέρω αν θα γυρίσεις πίσω γιατί μπορεί κι εσύ να μείνεις εκεί και να χορέψεις μαζί τους.
Μα κι αν δε περάσεις μην ανησυχείς. Ψάξε γύρω σου, υπάρχουν αρκετά κουδουνάκια αλλά δεν τα ακούς...

Τρίτη 21 Απριλίου 2009

Ο μπλανός

Ο μπλανός είναι μια παραδοσιακή πίτα από καλαμποκίσιο ή σταρένιο αλεύρι που γίνεται πολύ πηχτός χυλός και στον οποίο προστίθενται τα αγριόχορτα και η φέτα.
Ψήνεται όλο μαζί, ζύμη και γέμιση, σαν ενιαίο μείγμα.
Η πίτα κατάγεται από τη Θεσσαλία και η θεσσαλιώτικη ονομασία της είναι πλαστός.
Τα παλιά χρόνια που οι οικογένειες ήταν μεγάλες, οι νοικοκυρές τον έφτιαχναν σε μεγάλα στρογγυλά ταψιά, απ' αυτά που δεν χωράνε στους ηλεκτρικούς φούρνους.
Την άνοιξη που υπάρχει ποικιλία άγριων χόρτων η νοστιμιά του είναι απαράμιλλη.
Αν και παραδοσιακό αγαπημένο top φαγητό κάθε συγχωριανού, τείνει να εκλείψει καθώς οι νέες νοικοκυρές δεν ξέρουν να μας κάνουν πίτες.
Εγώ δεν είμαι ούτε η Βέφα ούτε η Μαίρη Παναγιωταρά, αλλά παραθέτω μια συνταγούλα βάση των όσων λίγων έχω παρατηρήσει τόσα χρόνια βλέποντας τη μάνα μου.
Υλικά
• Χόρτα της αρεσκείας σας με ότι μυρωδικά σας αρέσουν (σπανάκια ,σέσκουλα, λάπατα, ζοχούς, πράσσα, κρεμμυδάκια)
• χοντροκομένη φέτα
• αλεύρι
• λάδι
Εκτέλεση
Πλένω τα χόρτα και τα κόβω σε κομμάτια , αλατίζω και ρίχνω και τριμμένη φέτα .
Φτιάχνω ένα χυλό από αλεύρι, νερό, αλατάκι και λίγο λάδι ούτε πολύ σφιχτό ούτε πολύ αραιό, φανταστείτε να μπορεί να απλώνεται .
Λαδώνω ένα ταψί και βάζω από τον χυλό να καλύψω τον πάτο του ταψιού, έπειτα βάζω τα χόρτα και τελειώνω πάλι με χυλό .
Ρίχνω λίγο λαδάκι από πάνω και ψήνω μέχρι να ροδίσει.

Δευτέρα 20 Απριλίου 2009

Σαν την παπαρούνα μοιάζεις

Πέρασε κι ο χειμώνας με τις μπόλικες βροχές του και ήρθε η άνοιξη.
Παντού καταπράσινα λιβάδια με κατακόκκινες παπαρούνες.
Κλείνω τα μάτια και με βλέπω να παίζω κυνηγητό σ’ ένα τέτοιο λιβάδι με μια όμορφη κοπέλα. Φοράει ένα κατακόκκινο φόρεμα αρκετά μακρύ (μάλλον καλύτερα πολύ κοντό), τα μακριά της ξανθά μαλλιά ανεμίζουν, το στήθος της πάλλεται, τρέχει ξυπόλητη και κρατάει στο ένα χέρι τα παπούτσια της και στο άλλο μια παπαρούνα.
Ανοίγω τα μάτια και με βλέπω μπροστά στον υπολογιστή περασμένα μεσάνυχτα.
Δεν τα ξανακλείνω γιατί θα με πάρει ο ύπνος.
Παραμερίζω την ερωτική διάθεση και προς μεγάλη μου απογοήτευση θα γράψω δυο λόγια για την ιστορία της παπαρούνας.
Η παπαρούνα ήταν το ιερό φυτό της θεάς Δήμητρας και η παρουσία της ανάμεσα στα ανοιξιάτικα σπαρτά συμβόλιζε την προστασία της θεάς.
Στις πομπές, στα Ελευσίνια Μυστήρια, στόλιζαν τα αγάλματα της θεάς με άνθη παπαρούνας. Οι αρχαίοι Έλληνες ιερείς γνώριζαν καλά τις υπνωτικές και ναρκωτικές ιδιότητες του φυτού, καθώς οι γιοι του Άδη ο Ύπνος και ο Θάνατος κρατούσαν παπαρούνες στα χέρια τους.
Είναι προφανής ο συμβολισμός της χρήσης του φυτού καθώς από τον ύπνο που μπορεί να προκαλέσει η κοινή παπαρούνα φθάνουμε στον θάνατο που μπορεί να τον προκαλέσει η οπιούχος παπαρούνα.
Είναι πράγματι να απορεί κανείς με τις γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων πάνω στις οποίες στηρίχτηκε όλη η ελληνική μυθολογία.
Η χριστιανική παράδοση θέλει την παπαρούνα να φυτρώνει κάτω από το σταυρό του Χριστού και να παίρνει το χρώμα της από σταγόνες αίματος.
Για το χρώμα της οι αρχαίοι Έλληνες είχαν φτιάξει τον παρακάτω μύθο:
Έλεγαν πως το χρώμα της η παπαρούνα το χρωστάει στο αίμα του Άδωνη που ζούσε τέσσερις μήνες στον Κάτω Κόσμο και οκτώ με την Αφροδίτη στους κάμπους, στα βουνά, στα δάση και στους αγρούς.
Κάθε φορά που ερχόταν η εποχή να εγκαταλείψει τον Άδη και να έλθει πάλι πάνω στη γη, η φύση ολόκληρη τον υποδεχόταν με λαμπρότητα .
Τα χωράφια γίνονταν καταπράσινα, τα λουλούδια και τα δέντρα άνθιζαν και ένα υπέροχο άρωμα πλημμύριζε την ατμόσφαιρα.
Ο έρωτας της Αφροδίτης για τον Άδωνη θύμωσε τόσο πολύ τον Άρη, ώστε μια μέρα έστειλε έναν κάπρο που με τους χαυλιόδοντές του πλήγωσε θανάσιμα τον πανέμορφο Άδωνη.
Η ερωτευμένη Αφροδίτη έχυσε τόσα δάκρυα όσες σταγόνες αίμα κύλησαν από την πληγή του αγαπημένου της.
Από κάθε δάκρυ της φύτρωνε ένα τριαντάφυλλο, και από κάθε ρανίδα από το αίμα του Άδωνη φύτρωνε και μια παπαρούνα.
Τον ερωτικό συμβολισμό της παπαρούνας τον συναντάμε και στο Δημοτικό τραγούδι:

Όλες οι παπαρούνες μωρ' Παναγιούλα μου
όλες οι παπαρούνες με γέλια με χαρές
κι η δόλια η Παναγιούλα με δυο λαβωματιές.
Το λάβωμά της είναι που δεν παντρεύεται
και μέσα στο χωριό της δεν προξενεύεται.

Παρασκευή 17 Απριλίου 2009

Έλληνας, νεοέλληνας

…εμείς οι νέοι με τους αρχαίους Έλληνες έχουμε τόσα κοινά, όσα ο χασαποσφαγέας με τις κορδέλες, και η μοδίστρα με τα κριάρια.
Είναι μεγάλη ιστορία να πιαστώ να σε πείσω, ότι οι νεοέλληνες από τους αρχαίους έχουμε μόνο το τομάρι που κρέμεται στο τσιγκέλι του σφαγέα.

Θα σε καλέσω όμως σ’ έναν απλό περίπατο. Θα κάνουμε ένα πείραμα, που λένε οι φυσικοί. Για να `χουμε αποτέλεσμα έμπεδο.
Θα επιχειρήσουμε μια στατιστική έρευνα. Θα διατρέξουμε τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη. Από το χωριό Πυρσόγιαννη της Ηπείρου ως την επαρχία Βιάνου της Κρήτης. Από τη Νίψα και τις Σάππες της Θράκης ως το Παραλίμνι της Κύπρου, κι ως την άκρη το Ταίναρο.
Όλα τούτα τα αθώα και ανυποψίαστα πλήθη θα τα ρωτήσουμε δυο τρεις ερωτήσεις από το Ελληνικό, κι άλλες τόσες από το Εβραίικο.
Στο Ελληνικό λοιπόν. Να μας ειπούν τι γνωρίζουν για την Αρχαία Ελλάδα. Ζητούμε μια γνώση σοβαρή και υποψιασμένη. Όχι φολκλόρ και γραφικότητες.
Γιατί γνώση της Ελλάδας είναι εκείνο που ξέρουμε να το ζούμε κιόλας. Όχι δηλαδή ο Ηρακλής μωρό έπνιξε τα φίδια, ότι ο Αρχιμήδης εχάραζε κύκλους στην άμμο, ούτε ταν ή επί τας, μέτρον άριστον, ο Μινώταυρος στην Κρήτη και το πιθάρι του Διογένη, ούτε αν ξέρουν πως η ψωλή του Δία εγίνηκε κεραυνός και χτύπησε τους σχιστούς λειμώνες της Ολυμπιάδας, για να γεννήσει στο Φίλιππο τον Αλέξανδρο.
Τέτοια γνώση της κλασικής Ελλάδας θα `τανε τουρισμός στην Τυνησία. Η φουστανέλα και το κόκκινο φέσι στη Μελβούρνη και στην Πέμπτη Λεωφόρο κατά τις εθνικές γιορτές. Θα ζητήσουμε γνώση ουσίας.
Να μας ειπούνε, δηλαδή, αν έχουνε ακουστά τα ονόματα Εμπεδοκλής, Αναξίμανδρος, Αριστόξενος ο Ταραντίνος, Διογένης Λαέρτιος, Αγελάδας, Λεύκιππος, Πυθαγόρας ο Ρηγίνος, Πυθέας…
Να μας μιλήσουν για κάποιους όρους σειράς και βάσης, όπως σφαίρος στον Εμπεδοκλή, κενό στο Δημόκριτο, εκπύρωση στον Ηράκλειτο, μηδέν στον Παρμενίδη, κατηγορία στον Αριστοτέλη, τόνος στους Στωικούς.
Από το Ελληνικό ερχόμαστε στο Εβραίικο. Ερωτάμε το ίδιο στατιστικό δείγμα, το ευρύ και το πλήρες, αν έχουν ακουστά τα ονόματα Μωϋσής, Αβραάμ, Ησαϊας, Ηλίας με το άρμα, Νώε, Βαφτιστής, Εύα η πρωτόπλαστη, Ιώβ, ο Δαναήλ στο λάκκο, η Σάρα που γέννησε με εξωσωματική. Και όχι μόνο τα ονόματα, αλλά και τις πράξεις ή τις αξίες που εκφράζουν αυτά τα ονόματα.
Υπάρχει γριά στην επικράτεια που να μην ξεύρει τούτους τους εβραίους; Δεν υπάρχει ούτε γριά, ούτε ορνιθοκλόπος στις Σποράδες, ούτε κλεφτογιδάς στην Κρήτη.

Εδώ τα ποσοστά αντιστρέφουνται. Στους χίλιους νεοέλληνες τα ναι γίνουνται ενιακόσια τόσα, και τα όχι δύο.
Και μην μας παραπλανά το απλοϊκό δικηγοριλίκι, που κανοναρχούν ιεροκήρυκες και ιερολόγοι, ότι τάχατες άλλο Εβραίοι κι άλλο χριστιανοί. Άλλο ορθόδοξοι κι άλλο ρωμαιοκαθολικοί.
Όσοι λένε τούτη την παλαβομάρα, είναι σα να λένε: Άλλο εταίρα κι άλλο πουτάνα. Μα σε σεμνεία δουλεύουνε και οι δύο. Άλλο δρομέας κι άλλο δισκοβόλος. Μα αθλητές είναι και οι δύο.
Ο Θεοδόσιος εγκρέμισε τους ναούς, έσπασε τα αγάλματα, έκλεισε το στάδια, τα θέατρα, τα ελληνικά σχολεία. Όλες τις πηγές που ποτίζανε την ελληνική αντίληψη ζωής. Γι’ αυτό τον εβαφτίσανε Μέγα.

Όπως εβαφτίσανε Μέγα και τον προαγωγό του, με τη διπλή σημασία η λέξη, τον Κωνσταντίνο. Τον καίσαρα που έσφαξε τη γυναίκα του και το γιό του.
Και τους εβάφτισαν «Μέγας» εκείνοι που εβάφτισαν Μέγα και τους Αθανάσιους, τους Βασίλειους, και όσους τέτοιους. Όλοι τους γκρεμιστάδες, παραχαράκτες, αλάριχοι, βάνδαλοι της ελληνικής ιδέας.

Έλληνες θα ειπεί δύο και δύο τέσσερα στη γη. Όχι δύο και δύο είκοσι δύο στον ουρανό.
Έλληνες θα ειπεί να προσκυνάς τακτικά στους Δελφούς το γνώθι σαυτόν. Όχι να κάνεις την εξομολόγηση στους αγράμματους πνευματικούς και στους μαύρους ψυχοσώστες.
Έλληνες θα ειπεί να σταθείς μπροστά στη στήλη του Κεραμεικού και να διαβάσεις το επιτύμβιο:
“Κιναιδεία η παρά φύσιν ασέλγεια”

Από το βιβλίο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΑΝΤΙΝΗ, «ΓΚΕΜΜΑ»

Κάπου βελάζουν πρόβατα, κάπου βροντούν κουδούνια

Μικρός ακούγοντας τα κουδούνια από τα κοπάδια των προβάτων που έβοσκαν στα πέριξ αλλά και μέσα στους δρόμους του χωριού, δεν μπορούσα να καταλάβω για ποιο λόγο τούς τα κρεμούσαν στο λαιμό.
Στην πορεία έμαθα ότι τα κουδούνια στο κοπάδι έπαιζαν διπλό ρόλο:
1) βοηθούσαν τον τσοπάνο πρακτικά, δηλαδή στο σκάρο, στο σάλαγο, στη στρούγκα και στο στάλο. Με τον ήχο των κουδουνιών που τον καθόριζε το υλικό, το σχήμα, το μέγεθος και το βάρος τους, οι τσοπάνοι παρακολουθούσαν την κίνηση του κοπαδιού, και
2) είχαν καλλιτεχνικό ρόλο, δηλαδή σαν όργανα μουσικής από μόνα τους ή συνοδείας στη φλογέρα. Το κοπάδι του μερακλή βλάχου γινόταν αντιληπτό από την μελωδία των κουδουνιών του.
Τα κουδούνια στο λαιμό των ζώων ήταν δύο ειδών:
α) τα προβατοκούδουνα που ήταν χάλκινα φουσκωτά κουδούνια για τα πρόβατα και

β) τα κυπριά, χυτά ορειχάλκινα για τα γίδια.
Το μεγαλύτερο και βαρύτερο κυπρί κρεμόταν στο πιο μεγάλο κριάρι που ήταν και ο αρχηγός του κοπαδιού.
Η φωνή , το μέγεθος , το σχήμα του κουδουνιού και μερικές άλλες λεπτομέρειες προσέδιδαν διαφορετικά ονόματα στα κουδούνια.
Υπήρχαν οι κουδούνες (τα πολύ μεγάλα κουδούνια), οι πίπες ή μπουζούκες (κουδούνια 2-3 οκάδων που έβγαζαν έναν παράξενο αχό πιπ-πιπ), η κλαπακιόρα (κουδούνι με βαρύ ήχο), τα μεσοκούδουνα (μέτρια σε μέγεθος), τα κριαροκούδουνα (για τα κριάρια), τα γαλαροκούδουνα (για τα γαλάρια), τα διπλοκούδουνα ή δίχειλα (το 'να μέσα στ' άλλο), τα χοντροκούδουνα και τα ψιλοκούδουνα (με χοντρή ή αντίστοιχα ψιλή φωνή), τα πλακωτά κουδούνια (με πλακέ σχήμα), οι γουργούρες ή τα γουργούρια (μικρά κουδουνάκια), τα βραχνοκούδουνα (μεγάλα κουδούνια με βραχνή και βροντερή φωνή) κλπ.
Απ’ όλα τούτα αμφιβάλω αν στις μέρες μας υπάρχει έστω κι ένα για δείγμα και αναρωτιέμαι γιατί τόσα χρόνια δεν έχει γίνει από κανέναν μια προσπάθεια περισυλλογής και ανάδειξης όλων αυτών των «παλιακών» αντικειμένων που χρησιμοποιούσαν οι γονείς και οι παππούδες μας στην καθημερινότητά τους.
Πολύ φοβάμαι ότι τα παιδιά μας «θα μας κρεμάσουν κουδούνια» για την αδιαφορία μας που είναι έγκλημα σε βάρος της ιστορίας του χωριού μας.
Αντί ν’ ασχοληθούμε με τα ουσιώδη και να φτιάξουμε μια λαογραφική αίθουσα, ο καημός μας ήταν να ολοκληρωθεί το κτίριο δίπλα στην εκκλησία για να κάνουμε τα μνημόσυνα και να πίνουμε καφέ στην υγειά των πεθαμένων.
Τι του λείπει του ψωράρη, φούντα με μαργαριτάρι...
Υπάρχει κι ένα βιντεάκι για τα κουδούνια των προβάτων από την εκπομπή "Γυρίσματα".

Τετάρτη 15 Απριλίου 2009

Καλό Πάσχα!!!

Μπήκαμε και στη Μεγαλοβδομάδα…
Ακούω καμπάνες κι αναρωτιέμαι "για ποιον χτυπά η καμπάνα!"
Κοινώς έφτασε το πλήρωμα του χρόνου να πατήσω το πόδι μου στην εκκλησία. Βέβαια μια κουβέντα είναι αυτή γιατί πώς να περάσεις το κατώφλι όταν έχεις κάτι χρόνια να μεταλάβεις, από τότε που γεννήθηκες να εξομολογηθείς ενώ έχεις ξεχάσει ποια φαγητά είναι νηστίσιμα και ποια όχι. Κάνω πως δε θυμάμαι και κάποια αρνητικά σχόλια που έχω γράψει παλιά για τον ψάλτη και τους επιτρόπους…
Θέλοντας και μη μ’ όλα αυτά, με το που μπαίνεις στο ναό, στο πίσω μέρος του μυαλού σου αχνοφαίνονται τα καζάνια της κόλασης να σιγοβράζουν.
Και δεν ξέρεις ρε γαμώτο αν θα ζήσεις και πολλά χρόνια μπας και στα στερνά σου καταφέρεις να συμμαζέψεις τα ασυμμάζευτα δίνοντας το παρόν στην εκκλησία κάθε Κυριακή, κάνοντας προσευχές και γονυκλισίες, άντε και καμιά ολονυκτία.
Είχαμε τον Όσιο Σεραφείμ, βοήθειά μας, δυο βήματα απ’ την πόρτα μας και πηγαίναμε τόσα χρόνια πέντε λεπτά πριν την Ανάσταση, ανάβαμε το κεράκι μας και επιστρέφαμε ελαφρά την καρδία να απολαύσουμε το κοκορετσάκι.
Εδώ και δυο χρόνια περίπου, από τότε που ο νέος ηγούμενος εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι του Αϊ Νικόλα, έχει καταφέρει να συγκεντρώσει όλη την υψηλή κοινωνία του χωριού και όχι μόνο.
Έχει αποκτήσει το δικό του fun club, κάτι σαν το Σάκη δηλαδή, κι όλες οι χαμηλοβλεπούσες κυράδες του χωριού δεν λένε να ξεκολλήσουν κάθε Κυριακή από τη Θεία Λειτουργία.
Κάτι η μεγάλη του αγιοσύνη (λένε ότι την έχει μεγάλη) κάτι η μελωδική φωνή του νεόκοπου ψάλτη, έχουν ανάγει το μοναστήρι σε must τόπο συνάθροισης και προσευχής.
Το χάπενινγκ κλείνει πάντα μ’ ένα καφεδάκι, με ανάλαφρη συζήτηση και light εξομολόγηση συνοδευόμενα από το ανάλογο λουκουμάκι.
Όλα αυτά βέβαια εις βάρος του ναού του χωριού που τις Κυριακές δείχνει άδειος, καθότι του έχουν μείνει οι λιγοστές γιαγιάδες που δεν έχουν ποιος να τις πάει στο μοναστήρι. Άσε που δείχνουν τρισευτυχισμένες αφού λόγω ηλικίας δεν πολυακούνε τις άριες του ψάλτη (γι’ αυτόν Θεέ μου πρέπει να με συγχωρέσεις, είναι κυριολεκτικά άσχετος).
Απ’ όλα όσα προείπα, προκύπτει αβίαστα το δίλλημα πού να εκκλησιαστώ αυτές τις άγιες μέρες (κάτι σαν το σταυροδρόμι της Αρετής και της Κακίας).
Σε πείσμα της γυναίκας μου που θέλει να πάει στον Αη Νικόλα, εγώ έχω αποφασίσει να κάνω Ανάσταση στον Όσιο Σεραφείμ, έστω κι αν θεωρηθώ ντεμοντέ.
Πολλοί θα μου πείτε «στα τσακίδια αμαρτωλέ, πουθενά να μην εκκλησιαστείς, στην πυρά, στην πυρά με τις ξενέρωτες».
Έλα μωρέ, αν έγραψα και καμιά κακιούλα δεν φταίω, ο έξω από δω μ’ έβαλε (φτου, φτου, φτου). Εσείς που είστε καλοί Χριστιανοί συγχωρήστε με.
Καλό Πάσχα!
Καλή Ανάσταση!
(Τώρα τι σχέση έχει η φωτογραφία με την Ανάσταση; Αυτά τα πόδια γιατρέ μου και νεκρούς ανασταίνουν!)

Τρίτη 14 Απριλίου 2009

Βρώμικα φιλιά

Ανεβαίνω μια σκάλα με πολλά σκαλοπάτια
κάνει ζέστη πολύ και ο ιδρώτας στα μάτια
μου θυμίζει πως δεν πρέπει να το παρακάνω
τι να κανω ο φτωχός, δεν μπορώ να ανασάνω.

Απ' τη μία που λες τα τσιγάρα κομμένα,
απ' την άλλη τα ξύδια είναι απαγορευμένα,
τις γυναίκες με μέτρο πρέπει τώρα να αγγίζω
και τους άλλους πειρασμούς πρέπει να τους ξορκίζω.

Μα δεν θέλω γιατρέ μου καμιά νοσοκόμα
θέλω βρώμικα φιλιά να μου ζεστάνουν το σώμα,
ναι δεν θέλω γιατρέ μου καμιά νοσοκόμα
θέλω βρώμικα φιλιά να μου ζεστάνουν το σώμα.
κ
Προχωράω ως τη σάλα, συναντάω τα κορίτσια
που ντυμένα όπως θέλω αρχινάνε τα καπρίτσια.
-Λίγο κούνημα μόρτη έτσι, για να σ' ανάψω
μιας και έχεις καημούς άφησέ με να ψάξω.
,
Κάτω-κάτω απ' τα ρούχα σου που σε στολίζουν
τι να κρύβεις μωρό μου και στιγμές σου γυρίζουν;
-Μα δεν θέλω αδερφούλα μου καμία Μαντόνα,
δώσ' μου βρώμικα φιλιά να μου ζεστάνουν το σώμα.
Στίχοι-Μουσική: Μάνος Ξυδούς

Ένα ωραίο τραγουδάκι που ακούγεται ευχάριστα.
Πρωτοτραγουδήθηκε το 2000 από το Λάκη Παπαδόπουλο.

Get this widget Track details eSnips Social DNA

Κυριακή 12 Απριλίου 2009

Πλάθω κουλουράκια

Με τα δυο χεράκια
πλάθω κουλουράκια
κουλουράκια, κουλουράκια.
Ο φούρνος θα τα ψήσει
το σπίτι θα μυρίσει
κουλουράκια, κουλουράκια…


Μεγάλη εβδομάδα και το έθιμο προστάζει πασχαλινά κουλουράκια. Τώρα αν με ρωτήσετε τη διαφορά των πασχαλινών κουλουριών απ’ όλα τ’ άλλα, ειλικρινά δεν τη γνωρίζω. Ίσως φταίει η μάνα μου που μία συνταγή έφτιαχνε όλο το χρόνο, ίσως και να μην υπάρχει διαφορά.
Το μόνο που θυμάμαι και εξακολουθεί να υφίσταται είναι η αποπνικτική μυρωδιά της αμμωνίας την ώρα του ψησίματος.
Το κριτήριο επιτυχίας ενός κουλουριού είναι απ’ έξω να είναι τραγανό και μέσα μαλακό, να είναι ροδοκοκκινισμένο κι όχι ροδομαυρισμένο, ενώ το σχήμα παίζει λιγότερο ρόλο καθώς ελάχιστη σημασία έχει αν το κουλούρι είναι καρδούλα ή πλεξούδα.
Το πιο διάσημο κουλούρι είναι της Θεσσαλονίκης (αυτό με τη μεγάλη τρύπα) που λέγεται και σημίτι όπως ο πρώην πρωθυπουργός (αυτός βέβαια δεν τρώγεται με τίποτα όπως και ο έτερος σύντροφος Κουλούρης).
Κουλούρι λέγεται και το μηδενικό που παίρναμε μικροί στο σχολείο, όπως κι αυτό που μας υπόσχονται οι γυναίκες αν κάτσουμε να μας φορέσουν κουλούρα.
Στη Αθήνα είναι φτηνό
και το παίρνεις μάνι-μάνι
μα στην Κρήτη και τη Μάνη
τ’ αγοράζεις με στεφάνι…
Για το φιλί λέει ο στιχουργός αλλά κάτι μου λέει ότι εννοούσε και το κουλούρι…

Και για να επανέλθουμε στα πραγματικά κουλούρια, ένα πασχαλινό κουλουράκι περίπου 60 γραμμάρια αποδίδει 230 θερμίδες. Μ’ άλλα λόγια για ν’ απαλλαγείς απ’ αυτές τις θερμίδες του κουλουριού που θα φας, πρέπει να περπατάς 35 λεπτά ή να κάνεις σεξ για 10 έως 40 λεπτά ανάλογα τη στάση και την ευελιξία.
Στο βιντεάκι που ακολουθεί η ευλογημένη μπέρδεψε κυριολεκτικά τη βούρτσα με την π… αλλά η ζύμη δείχνει να ’ναι πετυ...χυμένη.

Το Πάσχα του Καραγκιόζη

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μπάρμπααα! Μπάρμπαααα! (Με τις αγριοφωνάρες του αρχίζουνε να γαυγίζουνε τα σκυλιά). Μπάρμπαααα. Πού 'σαι μπάρμπααα!
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Στέκα ισακάτου ρε. Μη ρουβουλίσ' ισαπάνου, τσι μου κάνεις καμιά κασκαρίκα.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μπάρμπα, μάζεψε τα σκυλιά, θα μας δαγκώσουν.
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Μη φουβάσι ρε κλιφταράδκου, είνι κουτάβια.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι κουτάβια; Αυτά ρε μπάρμπα είναι μουλάρια.
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Άι τι θελ'ς μαθές ρε κλιφταράδκου;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να ρε μπάρμπα, πεινάμε. Σκεφτήκαμε, πού να κάνουμε και μεις Πάσχα, κι ήρθαμε στη στάνη. Ελα ρε μπάρμπα, τα Κολλητήρια κοντεύουνε να λυσσάξουν από την πείνα. (Τον παρακαλάνε τα Κολλητήρια και η Αγλαΐα).
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ (συγκινημένος): Αϊ καθίστι να κάνουμε Λαμπρή, αλλά μη μου καν'ς Καραγκιόζ' καμιά ζαβουλιά, γιατί θα σι αφαλουκόψου!»
Τους παίρνει στη στάνη και κάνουνε Λαμπρή. Οταν έχει ανάψει το γλέντι και χορεύουνε με τις πίπιζες και τα νταούλια, ο Καραγκιόζης μαζί με τα Κολλητήρια κλέβουν από την καλύβα βελέντζες, φλοκάτες, τυριά, κρέατα, τσαρούχια και φεύγουνε κρυφά χωρίς να τους δει κανείς. Σαν τέλειωσε το γλέντι, ο μπάρμπα - Γιώργος ψάχνει να βρει τον Καραγκιόζη και τα Κολλητήρια και δεν τους βρίσκει.
Τότε καταλαβαίνει πως κάτι του έχουνε κλέψει. Ψάχνει στην καλύβα και βλέπει πως του λείπουνε πράγματα. Θυμώνει και φεύγει από τη στάνη. Πάει στην παράγκα και ψάχνει τον Καραγκιόζη.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Καραγκιόζη κρύψου, γιατί ψάχνει να σε βρει ο Μπαρμπαγιώργος, να σε ξυλοφορτώσει για τα πράγματα που του κλεψες. (Βγαίνει ο μπάρμπα - Γιώργος). Καραγκιόζη, πίσω σου είναι ο Μπαρμπαγιώργος.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Κοιτάζει πίσω του): Ωχ μανούλα μ'.
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Μαθές να βγάλου τώρα την κουμπούρα μ' κι να τους δώσου μια νταβρρρ! ( Ο Χατζηαβάτης πέφτει κάτω και κάνει τον πεθαμένο. Πέφτει κι ο Καραγκιόζης και κάνει το ίδιο).
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Καραγκιόζη, τι σκοτάδι έχει ο Αδης!!!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δεν έφτασε ακόμα η ΔΕΗ εκεί χάμω. Και τι σκουλίκια τρομερά!
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: (ακούει που μιλάνε, σκύβει πάνω από τον Καραγκιόζη και τον ρωτά) Μιλάνι οι πιθαμέν' ρε κλιφταράδκου;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μπάρμπα, τον παλιό καιρό οι πεθαμένοι ψηφίζανε κιόλας!
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: (σηκώνει στα χέρια τον Καραγκιόζη, τον χτυπά και τον πετά πάνω στον Χατζηαβάτη) Να, να, να, να.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ και ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια! (Φεύγει ο μπάρμπα - Γιώργος).
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Γεια και χαρά σας, από δω ως τα σπίτια σας, και καλό Πάσχα! Δεν έχω παράπονο, έφαγα σουβλιστό αρνί, κοκορέτσια, σπληνάντερα, τυριά, μπόλικο ξύλο από τον Μπαρμπαγιώργο, φχαριστήθηκα! Αυτό θα πει ελληνικό Πάσχα. Φαγοπότι με τσαρουχιές στα πλευρά σου. Αντε και του χρόνου πάλι στη στάνη, στον Μπαρμπαγιώργο».
Γιώργος Χαρίδημος (αποσπάσματα)

Παρασκευή 10 Απριλίου 2009

Μικροί και μεγάλοι κλέφτες

Κάποτε ένας πολύ φτωχός άνθρωπος ζήλεψε και έκλεψε μία πήλινη κούπα.
Τον πιάσανε όμως την ώρα που έκανε την κλεψιά και τον κλείσανε στη φυλακή.
Έμεινε ξεχασμένος εκεί μέσα για πολλούς μήνες χωρίς δίκη, τόσο, που άρχισε να σκέφτεται με ποιο τρόπο θα μπορούσε να βγει.
Να δραπετεύσει δε μπορούσε, γιατί οι φύλακες ήταν πολλοί και τον φυλάγανε καλά. Δεν του 'μενε λοιπόν, παρά η πονηριά.
Μια μέρα παρακάλεσε κάποιο φύλακα να τον πάει στο αυτοκράτορα.
- Και γιατί θες να δεις τον αυτοκράτορα; ρώτησε ο φύλακας.
- Θέλω να του δώσω ένα θησαυρό πολύ σπάνιο, απάντησε ο κλέφτης.
Έτσι, τον οδήγησαν στην αυλή του αυτοκράτορα.

- Τι θέλεις από μένα; τον ρώτησε ο αυτοκράτορας.
- Μεγαλειότατε, θέλω να σας προσφέρω ένα θησαυρό πολύ σπάνιο, απάντησε ο κλέφτης κι έβγαλε από την τσέπη του ένα καλά διπλωμένο κομματάκι χαρτί, το οποίο ανοίγει προσεχτικά και το δίνει στο φρουρό, όπου και εκείνος με την σειρά του το δίνει στον αυτοκράτορα.
- Μα δεν είναι παρά ένα κουκούτσι από αχλάδι! φώναξε ο αυτοκράτορας, μόλις πήρε στα χέρια του και είδε το περιεχόμενο του χαρτιού.
- Ναι, είναι μονάχα ένα κουκούτσι από αχλάδι, απάντησε ο κλέφτης, αλλά ένα σπάνιο είδος!
Αν το φυτέψετε, θα γίνει δέντρο, και πάνω σ' αυτό το δέντρο θα ωριμάσουν χρυσά αχλάδια.
- Και τότε γιατί δεν το φύτεψες εσύ;
- Υπάρχει σοβαρός λόγος. Για να βγάλει τα χρυσά αχλάδια, πρέπει να φυτευτεί από κάποιον που δεν έκλεψε ποτέ και δεν είπε ψέματα σε κανέναν. Διαφορετικά, θα βγάλει τα συνηθισμένα αχλάδια. Γι' αυτό έφερα σε σας αυτό το κουκούτσι, γιατί σίγουρα δεν έχετε κλέψει, ούτε εξαπατήσει ποτέ κανέναν.
- Τι βλακείες… μουρμούρισε ο αυτοκράτορας, ο οποίος θυμήθηκε ότι είχε κλέψει αρκετές φορές και εξαπατήσει φτωχούς χωριάτες με τη βαριά φορολογία.
- Εντάξει, τότε ας το φυτέψει ο υπουργός σας, αφού εσείς δεν με πιστεύετε.
- Εγώ δεν το πιστεύω και δεν θα το κάνω, είπε ο υπουργός γιατί απλά ο ίδιος είχε δωροδοκηθεί από πολλούς πολίτες.
- Εντάξει, ας το φυτέψει ο στρατηγός του αυτοκρατορικού στρατού, πρότεινε ο κλέφτης.
- Μα εγώ δεν κάνω καθόλου για κηπουρός, είπε ο στρατηγός γιατί απλά κι αυτός είχε εξαπατήσει τους στρατιώτες του στην πληρωμή τους.
- Εντάξει, τότε ας δοκιμάσει ο ανώτατος δικαστής.
Αλλά, ούτε και ο δικαστής δέχτηκε, γιατί συνήθως έβγαζε τις αποφάσεις του ανάλογα με τα λεφτά που ο κόσμος του έδινε.
- Εντάξει, τότε, ο αυτοκρατορικός γιατρός.
- Εμένα δεν μου επιτρέπει ο όρκος μου να πλουτίσω με τέτοιο τρόπο, είπε ο γιατρός γιατί απλά ο ίδιος πλούτιζε με έναν άλλο τρόπο.
- Ας, το φυτέψει, επιτέλους, ο φύλακας των φυλακών.
- Δεν ασχολούμαι εγώ με τέτοια θέματα, είπε φύλακας γιατί και αυτός με τη σειρά του δεχόταν λεφτά από τους φυλακισμένους και κανόνιζε πόσο αυστηρά θα τους συμπεριφερόταν.

Κι έτσι συνεχίστηκε η ιστορία για κάμποση ώρα. Οποιονδήποτε και να πρότεινε, αυτός έβρισκε μια δικαιολογία για ν’ αρνηθεί, γιατί δεν είχε καθαρή τη συνείδησή του.
Στο τέλος ο κλέφτης ξέσπασε σε γέλια:
- Όλοι σας, όποιοι και αν είστε, και δεν εξαιρώ κανέναν, κλέβετε, εξαπατάτε, λέτε ψέματα, αλλά κανένας δεν μπαίνει γι' αυτά στη φυλακή. Ενώ εγώ, το μόνο που πήρα ήταν μια απλή, πήλινη κούπα, κι όμως έπρεπε να με κλείσουν γι' αυτό μέσα.
Κι έτσι - επειδή είναι παραμύθι και έχει πάντα καλή κατάληξη - ο αυτοκράτορας άφησε ελεύθερο τον «τίμιο» κλέφτη!
Κινέζικο παραμύθι

Τετάρτη 8 Απριλίου 2009

Τα σκιάχτρα

Πόσο σκληρό και άνοστο καθήκον
σκιάχτρο να είσαι στους αγρούς.
Μονάχο και έρημο να στέκεσαι,
καρφωμένο στο σκαμμένο χώμα,
φρουρός ακοίμητος μιας γης λαβωμένης
από υνί, συρματοπλέγματα και φράχτες.
Το καθήκον σου αγόγγυστα να επιτελείς,
πιστός υπηρέτης αγνώμονα αφέντη,
που το πλήρωμα του χρόνου σαν έρθει
τη χρυσή σοδειά για να συλλέξει,
ποτέ ευχαριστώ δεν θα σου πει,
τον μέγα κόπο σου προκλητικά περιφρονώντας.
(Aχιλλέας Υφαντίδης)

Τα σκιάχτρα συνήθως ήταν ξύλινοι αυτοσχέδιοι σταυροί χωμένοι στο έδαφος και πάνω τους στερεωμένα ρούχα.
Προαιώνιοι φύλακες στα χωράφια, στ’ αμπέλια, στα περιβόλια και στους κάμπους. Γραφικά και παράξενα, χρωματιστά και ξεθωριασμένα από τον ήλιο και τις βροχές, φοβερά και γελοία με την εμφάνισή τους, απέτρεπαν την πειρατεία από πουλιά και ζώα.
Το στήσιμό τους άρχιζε την άνοιξη και παρέμεναν όλο το καλοκαίρι με τα κουρελιασμένα ανθρώπινα ρούχα τους, τα γεμισμένα με άχυρα ή πριονίδια σώματά τους, διακοσμητικά στοιχεία ανάμεσα σε καταπράσινα λιβάδια, φόβητρο για πουλιά και ζώα.
Στο χωριό μας παλιότερα που καλλιεργούσαν κυρίως σιτηρά υπήρχαν αρκετά σκιάχτρα που προκαλούσαν φόβο στα πεινασμένα πουλιά και γέλια κοροϊδευτικά στους μικρούς.
Αντίθετα στις μέρες μας όλο και πληθαίνουν τα CDs, τα «σύγχρονα σκιάχτρα της πόλης» όπως τα ονομάζει σ’ ένα άρθρο του ο «Τύπος της Κυριακής» στις 26/8/07.
CDs κρέμονται στα μπαλκόνια, από τα κεραμίδια, στα υπόστεγα και πάνω από κήπους παίζοντας με τον άνεμο και τις ακτίδες του ήλιου, προσπαθώντας να φοβίσουν τους ανεπιθύμητους επισκέπτες, τα πουλιά.

Πού να φανταστεί κάποτε ο δόλιος ο Μπετόβεν ότι θα αιωρείται πάνω από τα μαρούλια και τα αγγουράκια στον κήπο της κυρίας Πρασσοπούλου!
Ευτυχώς που υπάρχουν και κάποιες έξυπνες διαφημίσεις να ζωντανεύουν τα παιδικά μας χρόνια...

Κυριακή 5 Απριλίου 2009

Η ομορφιά του ψέματος

Μια μέρα ένας ξυλοκόπος εκεί που πελεκούσε ένα κορμό δίπλα σ' ένα ποτάμι, του φεύγει το τσεκούρι και πέφτει μέσα στο θολό νερό. Μεγάλη η ζημιά και τον είχαν πάρει σχεδόν τα κλάματα, όταν εμφανίζεται ο Κύριος και τον ρωτάει γιατί κλαίει. Ο ξυλοκόπος του λέει για το τσεκούρι, ο Κύριος βυθίζεται στο ποτάμι και, όταν ξαναεμφανίζεται, κρατάει ένα χρυσό τσεκούρι.
- Αυτό είναι το τσεκούρι σου; τον ρωτάει.
- Όχι! απαντά ο ξυλοκόπος.
Ο Κύριος ξαναβυθίζεται και εμφανίζεται με ένα ασημένιο τσεκούρι.
- Αυτό είναι το τσεκούρι σου; ρωτάει.
- Όχι! λέει πάλι ο ξυλοκόπος.
Τρίτη βουτιά ο Κύριος και βγαίνει με ένα σιδερένιο τσεκούρι:
- Μήπως, αυτό είναι το τσεκούρι σου;
- Ναι!
Ο Κύριος χάρηκε για την τιμιότητα του ξυλοκόπου και του χάρισε και τα άλλα δυο πολύτιμα τσεκούρια.
Ο ξυλοκόπος γύρισε σπίτι του καταευχαριστημένος...
Μετά από καιρό, καθώς έκαναν βόλτα με τη γυναίκα του άκρη - άκρη στο ποτάμι, τρώει αυτή μια γλίστρα και παρ' την μέσα. Ο ξυλοκόπος, που δεν ήξερε μπάνιο, το 'ριξε στο κλάμα, οπότε να σου πάλι ο Κύριος:
- Γιατί κλαις;
- Κύριε, η γυναίκα μου έπεσε μέσα στο ποτάμι!
Ο Κύριος ρίχνει μια βουτιά και βγαίνει με την Κλώντια Σίφερ.
- Αυτή είναι η γυναίκα σου;
- Ναι! φώναξε ο ξυλοκόπος.
Ο Κύριος έγινε έξαλλος.
- Τι λες, ρε αρχιψεύταρε;
- Συγχώρεσέ με Κύριε, πρόκειται για παρανόηση... Αν έλεγα "όχι" στην Κλώντια Σίφερ, μετά θα μου έβγαζες τη Μόνικα Μπελούτσι και αν έλεγα "όχι" και σ' αυτήν, μετά θα μου έβγαζες τη γυναίκα μου. Εγώ θα έλεγα "ναι" και θα μου τις έδινες και τις τρεις, αλλά εγώ είμαι ένας φτωχός ξυλοκόπος, πώς να τις συντηρώ τρεις γυναίκες; Γι' αυτό είπα "ναι"!
Το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας;
Όποτε ένας άντρας λέει ψέματα, το κάνει για κάποιο σοβαρό και αξιοπρεπή λόγo.