Κυριακή 30 Αυγούστου 2009

Σεπτέμβρης

Αύγουστος είναι και το δεύτερο φεγγάρι
προτού προλάβει ο Σεπτέμβρης να το πάρει,
πέντε-έξι στίχοι που αγαπάς και τους θυμάσαι
είσαι κι εσύ που ξαγρυπνάς κι όταν κοιμάσαι.
(Π. Θαλασσινός)

Ο Σεπτέμβρης είναι τελικά ο μήνας που όσο κανένας άλλος σηματοδοτεί την αλλαγή εποχής.
Το βλέπεις παντού γύρω σου. Το οσμίζεσαι. Το νιώθεις.
Κανένας άλλος μήνας δεν το καταφέρνει τόσο απόλυτα.
Kανένας άλλος μήνας δε μας δημιουργεί την αίσθηση ότι περνάμε σε άλλη εποχή.
Ο μήνας της επιστροφής, της ανασυγκρότησης για τη νέα σεζόν αλλά και ο μήνας της μελαγχολίας.
Ειδικά φέτος...


Ο μήνας της νοσταλγίας του καλοκαιριού που πέρασε, αλλά και της προσμονής του χειμώνα που έρχεται.
Ο Σεπτέμβρης δημιουργεί μια τομή στο χρόνο λες και είναι αυτός ο πραγματικός πρώτος μήνας του έτους.
Όχι ο Γενάρης. Ο Σεπτέμβρης!
Καλή αρχή λοιπόν, στα καφενεία, στα θρανία, στις σχέσεις.
Με χαμόγελα αισιοδοξίας και όνειρα!
Κι ατέλειωτα να 'ναι τα ταξίδια του νου στις ατέλειωτες καλοκαιρινές θάλασσες κάποιων ματιών.




Κάθε Σεπτέμβρη νιώθω περίεργα…

Είμαι άραγε ο μόνος;

Σάββατο 29 Αυγούστου 2009

Pont Neuf

Από δω και στο εξής θα παρουσιάζω και αξιοθέατα με ιστορικό και πολιτισμικό παγκόσμιο ενδιαφέρον, παραθέτοντας και ιστορικά στοιχεία.
Στη διπλανή φωτογραφία είναι η γέφυρα Pont Neuf στην Τουλούζη.
Η Τουλούζη είναι μητροπολιτική πόλη της νότιας Γαλλίας και βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Γαρούνα, ανάμεσα στη Μεσόγειο θάλασσα και τον Ατλαντικό Ωκεανό, κοντά στα Πυρηναία Όρη και τα σύνορα με την Ισπανία.

Η γέφυρα είναι από τις ωραιότερες του κόσμου και κατασκευάστηκε από το 1544 μέχρι το 1632.
Ο ίδιος ο Λουδοβίκος ο 14ος την διέσχισε 1659.

(Όσοι δε διακρίνουν καλά τις καμπύλες της γέφυρας, μπορούν να κάνουν κλικ στη φωτογραφία για μεγέθυνση).

Τρίτη 25 Αυγούστου 2009

Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια

Κάποιος γυρίζει σπίτι από την εργασία αργά, κουρασμένος και εκνευρισμένος, για να βρει τον έξι ετών γιο του να τον περιμένει στην πόρτα.
- Μπαμπά, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;
- Ναι βεβαίως, τι είναι;
- Μπαμπά, πόσα παίρνεις στη μια ώρα;
- Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά. Γιατί ρωτάς ένα τέτοιο πράγμα; ρώτησε θυμωμένα ο πατέρας.
- Θέλω ακριβώς να ξέρω. Παρακαλώ πες μου, πόσα παίρνεις στη μια ώρα;
- Εάν πρέπει να ξέρεις παίρνω 50€ την ώρα .
- Ωχ, απάντησε το παιδί, με το κεφάλι του κάτω και συνέχισε: Μπαμπά σε παρακαλώ μπορείς να μου δανείσεις 25€;
Ο πατέρας εξαγριωμένος του απάντησε:

- Εάν ο μόνος λόγος που με ρώτησες είναι για να δανειστείς κάποια χρήματα για να αγοράσεις ένα ανόητο παιχνίδι ή κάποιες άλλες αηδίες, τότε να πας κατ' ευθείαν στο δωμάτιό σου και στο κρεβάτι σου. Δεν εργάζομαι σκληρά καθημερινά για τέτοιες παιδαριώδεις επιπολαιότητες.
Το μικρό παιδί πήγε ήσυχα στο δωμάτιό του και έκλεισε την πόρτα .
Ο μπαμπάς κάθισε σκεπτόμενος την ερώτηση του παιδιού και νευρίαζε περισσότερο. Πώς τόλμησε να υποβάλλει τέτοια ερώτηση για να πάρει μόνο κάποια χρήματα;
Μετά από μια περίπου ώρα, ο μπαμπάς είχε ηρεμήσει και είχε αρχίσει να σκέφτεται: Ίσως είναι κάτι που πρέπει πραγματικά να αγοράσει ο μικρός με τα 25€ και δεν ζητάει χρήματα πολύ συχνά.
Πήγε στην πόρτα του δωματίου του παιδιού και άνοιξε την πόρτα.
- Κοιμάσαι γιε μου;
- Δεν κοιμάμαι ... απάντησε το αγόρι .
- Σκεφτόμουν, ότι ίσως ήμουν πάρα πολύ σκληρός μαζί σου νωρίτερα, είπε ο μπαμπάς. Ήταν μια μεγάλη ημέρα και έβγαλα την κούραση μου σε σένα. Εδώ είναι τα 25€ που μου ζήτησες.
Το παιδί έτρεξε κατ' ευθείαν επάνω του χαμογελώντας.
- Σε ευχαριστώ μπαμπά! φώναξε. Κατόπιν, πάει στο μαξιλάρι του και βγάζει από κάτω κάποια τσαλακωμένα χρήματα.
Ο πατέρας μόλις βλέπει ότι το παιδί έχει ήδη κάποια χρήματα, αρχίζει να νευριάζει .
Το μικρό παιδί αρχίζει να μετράει σιγά-σιγά τα χρήματά του, και κοιτάζει τον μπαμπά του.
- Γιατί θέλεις περισσότερα χρήματα εφόσον έχεις ήδη μερικά; ρώτησε ο πατέρας.
- Επειδή δεν είχα αρκετά, αλλά τώρα έχω, απάντησε το μικρό παιδί.
Μπαμπά, έχω 50€ τώρα . Μπορώ να αγοράσω μια ώρα του χρόνου σου; Σε παρακαλώ έλα νωρίς αύριο σπίτι . Θα ήθελα πολύ να φάμε μαζί .
Ο πατέρας συντρίφτηκε και αγκάλιασε τον μικρό γιο του...

(Μια υπενθύμιση για όλους και μια αφιέρωση σε όσους θίχτηκαν από τις «τσούλες»)

Τα πρώτα χιόνια

Την παρακάτω σχολική έκθεση του 1966, την «ψάρεψα» στο http://www.tzedes.gr/ ένα γιαννιώτικο σάιτ.
Την αναδημοσιεύω γιατί ταυτίζεται με την παλιά τσαμαλιώτικη προφορά.
(Τώρα καταλαβαίνω γιατί μας λένε βλάχους).



Κυριακή 23 Αυγούστου 2009

Ανέκδοτο

Είναι ένας χωρικός που μόλις έχει παντρευτεί μια χωριατοπούλα.
Μετά την πρώτη νύχτα του γάμου, ο χωρικός δίνει συμβουλές στην καινούρια οικοδέσποινα.
- Μπορείς να παένεις όπου θέλεις εκτός από τον σταύλο που έχω το γαιδούρι. Είναι πολύ άγριο και μπορεί να σε κλωτσήσει.
Τον πρώτο καιρό που λέτε δεν πήγαινε η χωριατοπούλα στον σταύλο ώσπου μια μέρα ξεχνάει τι τις είχε πει ο άνδρας της και μπαίνει στον σταύλο με το γαιδούρι. Το γαιδούρι μόλις την βλέπει της δίνει μια στο Ταφ και πάρτην στον τόπο την χωριατοπούλα.
Στην κηδεία ο παπάς βλέπει τον κοσμο να δίνει συληπητήρια στον χωρικό και όποτε δεχόταν συληπητήρια από μια γυναίκα, κουνούσε το κεφάλι του καταφατικά ενώ όποτε δεχόταν από έναν άνδρα κουνούσε το κεφάλι του αρνητικά.
Με τα πολλά ο χωρικός ξαναπαντρεύεται και ξανά το ίδιο σενάριο, ξανά η ίδια απροσεξία και ξανά το ίδιο σκηνικό με την κηδεία: όποτε δεχόταν συληπητήρια από μια γυναίκα, κουνούσε το κεφάλι του καταφατικά ενώ όποτε δεχόταν από έναν άνδρα κουνούσε το κεφάλι του αρνητικά.
Με το που φεύγουν όλοι οι χωρικοί, πάει ο παπάς στον χωρικό και του λέει:
- Τέκνο μου με το συμπάθειο αλλά έχω μια απορία... και στην περασμένη αλλά και στην τωρινή κηδεία, όποτε δεχόσουν συληπητήρια από μια γυναίκα, κουνούσες το κεφάλι σου καταφατικά ενώ στους άνδρες κουνούσες το κεφάλι σου αρνητικά. Ποιος ο λογος;
Λέει και ο χωριάτης:
- Τι να σου πω πάτερ, όποτε περνούσαν οι γυναίκες μου έλεγαν "ζωή σε λόγου σου" και εγώ απαντούσα "ευχαριστώ", όμως όταν περνούσαν οι άντρες μου έλεγαν "Το πουλάς το γαϊδούρι;" και εγω τους ελεγα... Οχι!!!

Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

Love me - Morandi



Love me, cause inside I'm slowly dying,
Call me, don't you know that my heart is crying.
And look into my eyes, you will find sadness and loneliness,
Just look inside my soul,
I'm feeling so empty,empty...

Τα τρία αγαλματάκια

Μια φορά, στον βασιλιά της Ινδίας Ακμπάρ, έστειλαν ως δώρο τρία μικρά αγαλματάκια ανθρώπων από χρυσό και μια επιστολή.
Η επιστολή έλεγε ότι το κάθε αγαλματάκι κάτι συμβολίζει και ότι έχουν διαφορετική τιμή.
Ο βασιλιάς φώναξε τους συμβούλους του και τους διέταξε να βρουν τον συμβολισμό.
Πολύ καιρό οι σοφοί μελετούσαν τα αγαλματάκια. Τα ζύγισαν, τα μέτρησαν, βρήκαν τον βαθμό του χρυσού, αλλά δεν κατάφεραν να βρουν ούτε εξωτερικές, ούτε εσωτερικές διαφορές.
Στο τέλος, όλοι οι σύμβουλοι αναγνώρισαν την αδυναμία τους να λύσουν το πρόβλημα.
Μόνο ο σοφός Μπιρμπάλ δεν εγκατέλειψε τις προσπάθειές του.
Τελικά, βρήκε κάτι πολύ μικροσκοπικές τρύπες στ’ αυτιά και των τριών αγαλματιδίων και βάζοντας ένα πολύ λεπτό χρυσό σύρμα στ’ αυτί του πρώτου αγαλματίδιου, το σύρμα βγήκε από το άλλο αυτί. Στο δεύτερο αγαλματάκι το σύρμα βγήκε από το στόμα, ενώ στο τρίτο από τον αφαλό.
Ο Μπιρμπάλ σκέφτηκε λίγο και μετά είπε:
- Η λύση βρέθηκε.
Το πρώτο αγαλματάκι συμβολίζει τον άνθρωπο στο αυτί του οποίου μπαίνουν τα λόγια και από το άλλο βγαίνουν.
Το δεύτερο δείχνει τον άνθρωπο ο οποίος ακούει κάτι και αμέσως σπεύδει να το πει σε άλλους, χωρίς να σκεφτεί για αυτά που άκουσε.
Το τρίτο δείχνει τον άνθρωπο που κρατάει αυτά που άκουσε και τα περνάει από την καρδιά του. Αυτό το αγαλματάκι είναι το πιο πολύτιμο.

Ο άνθρωπος που δεν ήθελε να ξέρει τίποτα

«Δεν θέλω να ξέρω τίποτα», είπε ο άνθρωπος που δεν ήθελε να ξέρει τίποτα.
Εύκολα το λέει κανείς.
Και πριν προλάβει να τελειώσει, χτύπησε το τηλέφωνο. Και αντί να κόψει το καλώδιο, όπως θα έπρεπε να κάνει, αφού δεν ήθελε πια να ξέρει τίποτα, σήκωσε το ακουστικό και είπε το όνομα του.

«Καλημέρα», είπε ο άλλος.
Και ο άντρας είπε και αυτός καλημέρα.
«Ωραία μέρα σήμερα», είπε ο άλλος.
Και ο άντρας δεν είπε «δεν θέλω να το ξέρω» αλλά είπε «ναι, ναι πολύ ωραία μέρα σήμερα».
Και μετά ο άλλος είπε κάτι ακόμα.
Και ο άντρας είπε και αυτός κάτι.
Όταν τελείωσαν, ο άντρας έκλεισε το τηλέφωνο και ήταν πολύ θυμωμένος γιατί τώρα ήξερε πως έξω είναι ωραίος καιρός. Και τότε έκοψε το καλώδιο και φώναξε «ούτε κι αυτό θέλω να το ξέρω, θέλω να το ξεχάσω». Εύκολα το λέει κανείς.
Γιατί από το παράθυρο έμπαινε ο ήλιος, κι όταν ο ήλιος μπαίνει από το παράθυρο, ξέρουμε πως ο καιρός είναι ωραίος.
Ο άντρας έκλεισε τα παντζούρια, αλλά ο ήλιος έμπαινε τώρα από τις γρίλιες. Ο άντρας πήρε χαρτί και το κόλλησε στο τζάμι και καθόταν στο σκοτάδι.
Κάθισε πολλή ώρα έτσι ώσπου ήρθε η γυναίκα του και είδε τα σκεπασμένα τζάμια και ρώτησε τι σημαίνει αυτό;
- Είναι για να μη μπαίνει ο ήλιος, απάντησε ο άντρας.
- Έτσι όμως δεν έχεις φως, είπε η γυναίκα.
- Δεν έχω βέβαια φως, αλλά τότε δεν ξέρω τουλάχιστον ότι ο καιρός είναι ωραίος!
- Τι σου φταίει ο ωραίος καιρός; Ο ωραίος καιρός μας κάνει χαρούμενους.
- Δεν έχω τίποτα με τον ωραίο καιρό, δεν έχω απολύτως τίποτα, απλώς δεν θέλω να ξέρω πως είναι ο καιρός.
- Τότε άναψε τουλάχιστον το φως, είπε η γυναίκα κι έκανε να γυρίσει το διακόπτη, αλλά ο άντρας έβγαλε τη λάμπα από το ταβάνι.
- Δεν θέλω να ξέρω απολύτως τίποτα, είπε ο άντρας.
Κι επειδή η γυναίκα δεν μπορούσε να τον καταλάβει τον παράτησε στο σκοτάδι. Κι εκεί μέσα έμεινε ο άντρας πάρα πολύ καιρό.
Και οι άνθρωποι που ερχόταν για επίσκεψη ρωτούσαν τη γυναίκα για τον άντρα της και η γυναίκα τους εξηγούσε ότι κάθεται στο σκοτάδι και δε θέλει να ξέρει πια τίποτα.
«Τι δε θέλει να ξέρει πια τίποτα» ρωτούσαν οι άνθρωποι και η γυναίκα έλεγε:
- Τίποτα, τίποτα δεν θέλει να ξέρει πια. Δε θέλει πια να ξέρει αυτά που βλέπει, πως είναι δηλαδή ο καιρός, δε θέλει πια να ξέρει αυτά που ακούει, τι λένε δηλαδή οι άνθρωποι και δε θέλει πια να ξέρει αυτά που ξέρει, δηλαδή πώς γυρίζει το διακόπτη.
Και οι άνθρωποι δεν ξαναρχόταν για επίσκεψη.
Και ο άντρας καθόταν στα σκοτεινά.
Και η γυναίκα του, του έφερνε φαγητό και τον ρωτούσε:
- Τι δεν ξέρεις πια;
- Τα ξέρω ακόμη όλα, έλεγε κι ήταν λυπημένος που τα ήξερε ακόμη όλα. Ο άντρας κοιτούσε το πιάτο κι έλεγε:
- Ξέρω πως αυτό είναι πατάτες, ξέρω πως αυτό εδώ είναι κρέας, ξέρω και το κουνουπίδι, τίποτα δεν ωφελεί πια, πάντα θα τα ξέρω όλα. Και κάθε λέξη που λέω την ξέρω και αυτή.
Κι όταν την επόμενη φορά η γυναίκα του τον ρώτησε «τι ξέρεις ακόμη;» ο άντρας απάντησε:
- Ξέρω πολύ περισσότερα από πριν, δεν ξέρω μόνο πως είναι ο ωραίος καιρός και πως είναι ο κακός καιρός, αλλά ξέρω και πως είναι και χωρίς καιρό. Και ξέρω πως όταν είναι εντελώς σκοτεινά δεν είναι ακόμα αρκετά σκοτεινά.
- Υπάρχουν όμως πράγματα που δεν τα ξέρεις, του είπε η γυναίκα του, όπως δεν ξέρεις λόγου χάρη πως λέγεται στα κινέζικα ο ωραίος καιρός, κι έφυγε κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Τότε ο άντρας που δεν ήθελε να ξέρει τίποτα άρχισε να σκέφτεται. Είναι αλήθεια πως δεν ήξερε κινέζικα και δεν ωφελούσε καθόλου να πει «δεν θέλω να ξέρω» γιατί δεν ήξερε ούτε μια λέξη κινέζικα.
Πρώτα-πρώτα πρέπει να ξέρω τι δεν θέλω να ξέρω, αναφώνησε ο άντρας και άνοιξε το παράθυρο. Κι έξω έβρεχε και κοίταξε τη βροχή. Μετά πήγε στην πόλη για ν' αγοράσει κινέζικα βιβλία, γύρισε και καθόταν βδομάδες ολόκληρες σκυμμένος πάνω σ' αυτά τα βιβλία και ζωγράφιζε κινέζικα σύμβολα.
Κι ερχόταν οι άνθρωποι για επίσκεψη και ρωτούσαν τη γυναίκα για τον άντρα της και η γυναίκα έλεγε πως έχει κλειστεί μέσα και μαθαίνει κινέζικα.
Και οι άνθρωποι δεν ξαναρχόταν για επίσκεψη.
Αλλά για να μάθει κανείς κινέζικα χρειάζονται μήνες και χρόνια. Κι όταν τελικά ο άντρας τα έμαθε είπε:
- Υπάρχουν όμως αρκετά πράγματα που δεν τα ξέρω. Πρέπει να τα μάθω όλα, τότε μόνο θα μπορέσω να πω πως δεν θέλω να ξέρω πια τίποτα. Πρέπει να ξέρω τι γεύση έχει το κρασί, τι γεύση έχει το κακό κρασί και τι γεύση έχει το καλό κρασί. Κι όταν τρώω πατάτες, πρέπει να ξέρω πως τις φυτεύουν. Πρέπει να ξέρω πως είναι στο φεγγάρι γιατί μόνο με το να βλέπω δεν αρκεί για να ξέρω πως είναι εκεί πάνω, και πρέπει να μάθω πως πηγαίνει κανείς στο φεγγάρι. Και τα ονόματα των ζώων πρέπει να μάθω και πως είναι το παρουσιαστικό τους και τι κάνουν και που ζουν.
Και, και, και…
Και συνέχισε τη ζωή του όπως και πριν.
Μόνο που τώρα ήξερε κινέζικα…

Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

Ο άνθρωπος που ετοίμαζε το αυτοκίνητό του

…'Ωσπου μπήκε στη ζωή - από την πίσω πόρτα - κι άρχισε να κάνει αυτά που κάνουν όλοι. Δουλειά, σπίτι, παιδιά. Αλλά δεν έπαψε να ονειρεύεται. Και κάτι παραπάνω: Να ετοιμάζεται. Για τι πράγμα; Δεν ήξερε. 'Ηταν σίγουρος πως κάτι σημαντικό θα συνέβαινε ξαφνικά - και θα έπρεπε να ξεκινήσει. Να φύγει, να αλλάξει τόπο και ζωή. Παίρνοντας μαζί μόνο το αυτοκίνητό του.
Αυτό ήταν ο συνένοχος και ο σύντροφός του στα όνειρα. Γιατί, βέβαια, μόνος του δεν θα έφτανε μακριά. Ενώ με την βοήθεια του τετράτροχου φίλου, θα ταξίδευε σίγουρα τις μεγάλες αποστάσεις. Γι αυτό συνεχώς ετοίμαζε το αυτοκίνητό του.
Πρώτα το είχε πάντοτε γεμάτο με βενζίνα, ξέχειλο. "Σκέψου" μονολογούσε "να ξεκινάς και να μην βρίσκεις πρατήριο". Μόλις λοιπόν κατέβαινε ο δείκτης στα τρία τέταρτα, πήγαινε και το γέμιζε ως επάνω. Τον ήξεραν και στο βενζινάδικο: "φουλάρισμα - ένα χιλιάρικο!" φώναζε ο μικρός.
'Επειτα το συντηρούσε σχολαστικά. 'Αλλαζε λάδια κάθε χίλια χιλιόμετρα. ("Μπορεί να μη βρεις ΕΚΕΙ", σκεπτόταν, "και να πρέπει να κάνεις τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα με παλιό λάδι!" Που ήταν το ΕΚΕΙ, δεν ήξερε. 'Επρεπε όμως να λάβει υπ'όψη του όλα τα ενδεχόμενα.
Είχε μαζί του τα πάντα: Λάμπες για κάθε χρήση, ιμάντες, μπουζί, καπάκι ντιστριμπιτέρ, φίλτρα λαδιού και βενζίνας και πολλά άλλα ανταλλακτικά. Γέμιζαν το μισό πορτ-μπαγκαζ - όμως του έδιναν σιγουριά. ("Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σε βρεί η βλάβη. Και πού!")
Ακόμα και προμήθειες κουβάλαγε στο αυτοκίνητο - λίγες αλλά βασικές. "Μπορεί να πεινάσω στο δρόμο", σκεπτόταν και είχε αποθηκεύσει φρυγανιές, κράκερς, ένα παγουράκι νερό. Τα άλλαζε μάλιστα από καιρό σε καιρό, να μην μπαγιατεύουν.
Το βράδυ, πριν κοιμηθεί, έκλεινε τα μάτια, σκεπτόταν το αυτοκίνητο πανέτοιμο και εξοπλισμένο ως τα μπούνια - και ένιωθε όμορφα. "Μπορώ να ξεκινήσω ανά πάσα στιγμή!" σκεπτόταν. "Ετοιμος!" Είχε και άδεια διεθνή στο αμάξι και τρίπτυχο, που το ανανέωνε τακτικά. 'Εδινε πίσω το παλιό - αχρησιμοποίητο - και έπαιρνε το καινούργιο.
Τελικά, βέβαια, πήγαινε μόνο σπίτι-γραφείο, γραφείο-σπίτι. Καμιά φορά, το βράδυ, στα περίχωρα για φαΐ. Σπάνια, πολύ σπάνια, εκδρομές. Παλιά, όταν ήταν πιο νέος κυκλοφορούσε περισσότερο με το αυτοκίνητο. Είχε κάνει και δύο ταξίδια στο εξωτερικό. Ιταλία. Τώρα, είχε δουλειά ως και τα Σαββατοκύριακα. Και μετά υποχρεώσεις, παιδιά, συγγενείς. '
Οσο όμως λιγότερο ταξίδευε, τόσο περισσότερο φρόντιζε το αυτοκίνητό του. Το γυάλιζε, το καθάριζε, το πλούτιζε με χρήσιμα αξεσουάρ, το συντηρούσε, το ετοίμαζε. Κάθε τρεις μέρες μετρούσε τα λάδια, τις στάθμες των υγρών, τις πιέσεις των ελαστικών. "Δεν ξέρεις ποτέ ποια στιγμή θα χρειαστεί να ξεκινήσεις", συλλογιζόταν.
Να ξεκινήσει για πού; Αυτό δεν είχε σημασία.
Φανταζόταν τον εαυτό του να τρέχει σε ανοιχτούς δρόμους, με βροχές, χιόνια, ανέμους δυνατούς - και να κυνηγάει κάποιον προορισμό που έμενε πάντα μακρινός.

Ένιωθε έτοιμος. Αυτό ήταν το σημαντικό. Δεν ζούσε, αλλά περίμενε. Η αναμονή είχε αντικαταστήσει τη ζωή. Πάντοτε μέσα του αυτή η ένταση της ετοιμότητας, σαν την χορδή του τόξου. Πάντοτε μέσα του η άλλη πραγματικότητα - σαν υπόσχεση. Και το αυτοκίνητό του, προέκταση και σύντροφος, έτοιμο, ρυθμισμένο, ανυπόμονο.
Το ξεκίνημα το οραματιζόταν νύχτα. 'Εβλεπε τα ρείθρα του έρημου δρόμου να διαγράφονται άσπρα, υπερφωτισμένα, κάτω από τα μεγάλα φώτα ιωδίου. Στο βάθος, τα μάτια κάποιου ζώου να γυαλίζουν φευγαλέα στη δημοσιά. Ψύχραιμο, συστηματικό, γρήγορο οδήγημα - μπροστά του χιλιάδες χιλιόμετρα... Στροφές, ευθείες, άλλες στροφές. Η διαδοχή τους τον νανούριζε και τον κοίμιζε.
'Οσα χρόνια κι αν περνούσαν, το όνειρο ίσχυε πάντα. Η ετοιμότητα πλήρης, η αναμονή έντονη. 'Ισως εντονότερη με την πάροδο της ηλικίας. Τώρα το Ταξίδι έπαιρνε μυθικές διαστάσεις σαν τα παραμυθένια των γεωγράφων της αρχαιότητας, των χρονογράφων του Μεσαίωνα. Η Ατλαντίδα, οι Υπερβόρειοι, οι Κυνοκέφαλοι, τα νησιά των Μακάρων...
'Οταν, εντελώς ξαφνικά, έφυγε για την οριστική διαδρομή - (ελπίζω κι αυτή να είχε ωραίες στροφές κι ευθείες) βρήκανε το γέρικο αυτοκίνητο φορτωμένο ως επάνω εργαλεία, ανταλλακτικά, τρόφιμα.. "Τι τα κουβάλαγε όλα αυτά ο μακαρίτης;" αναρωτήθηκαν.
Το αμάξι πουλήθηκε σε ένα συνταξιούχο. Ούτε αυτό έκανε το Ταξίδι.
Ν. Δήμου

Αφιερωμένο σ' όσους δε θα κάνουν ποτέ τους το "ταξίδι".

Κυριακή 2 Αυγούστου 2009

Απορία

Πρόσφατα ένας άντρας αναγκάστηκε να πάει σε νοσοκομείο για να του αφαιρέσουν τη βέρα από το πουλί του. Του την πέρασε η ερωμένη του στον ύπνο, όταν τη βρήκε στην τσέπη του παντελονιού του.

Αναρωτιέμαι ποιο είναι το χειρότερο:
1) Να ανακαλύψει η ερωμένη σου ότι είσαι παντρεμένος;
2) Να χρειάζεται να εξηγήσεις στη γυναίκα σου πώς βρέθηκε η βέρα στο πουλί σου;
ή
3) να ανακαλύψεις ότι το πουλί σου χωράει στη βέρα σου;;;