Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Ήτανε λέει μια κοπέλα που είχε βαρεθεί με την λογική αυτού του κόσμου και ζούσε πια σε ένα δικό της παράλογο. Μια κοπέλα που ήθελε πάντα να αλλάξει τον κόσμο κάποια στιγμή όμως κουράστηκε που δεν τα κατάφερνε και αποφάσισε να αλλάξει τον δικό της κόσμο γιατί κατάλαβε πως μέχρι εκεί έφτανε η δύναμη της.
Έξυσε από τους τοίχους τα χρώματα που είχαν ξεφτίσει και τους έντυσε με ταπετσαρίες χρωματιστές που την ενέπνεαν. Έβγαλε τα παλιά φωτιστικά και έβαλε νέα, απλά και όμορφα. Πέταξε τα έπιπλα που είχε γδάρει ο χρόνος με τα καμώματα του και τα παιχνίδια του μέσα στο σπίτι και πήρε καινούρια που περιμένουν με χαρά τον χρόνο να παίξει μαζί τους, με τους δικούς τους όρους όμως. Έβαλε κουρτίνες για να ανεμίζουν όταν το αεράκι πάει να τις χαϊδέψει και εκείνη να γελά με τις αντιδράσεις τους.
Έβγαλε το μαύρο απ’ τις ντουλάπες της και πήρε έναν καθρέφτη. Γιατί της είπαν πως μόνο έτσι θα βλέπει την ψυχή της και είχε τόσο ανάγκη να την δει.
Πέταξε τα παλιά και τα άχρηστα και χωρίς το περιττό βάρος πήρε ένα κόκκινο παλτό και άρχισε να περπατά. Να αναπνέει το οξυγόνο με μια πρωτόγνωρη χαρά λες και ήταν η πιο ξεχωριστή εμπειρία που είχε βιώσει.
Προχωρούσε όσο τα πόδια της της έλεγαν πως αντέχουν ακόμα και ήλπιζε να βρει μια θάλασσα. Ήθελε τόσο πολύ λίγες από τις σκέψεις της αυτές, τις όμορφες, να τις ρίξει σε ένα χάρτινο καράβι και να τις αφήσει να βρουν ανθρώπους που τις χρειάζονταν. Είχε ανάγκη να μοιραστεί, ένιωθε ενοχές να το απολαύσει μόνη της αυτό το όμορφο συναίσθημα που είχε κατακλύσει την καρδιά της.
Και όταν δεν βρήκε θάλασσα δεν λυπήθηκε απλά άλλαξε πορεία και περπάτησε ώσπου βρήκε μια στάση τρένου. Κάθισε σε ένα πεζουλάκι και περίμενε το τρένο για να ρθει. Δεν σκέφτονταν μόνο ήλπιζε. Χαμογελούσε για τις ευκαιρίες που ανοίγονταν μπροστά της και ήθελε να τις αρπάξει όλες μαζί. Δεν είχε ιδέα για το που θα πήγαινε αλλά ήξερε πως μέσα στο τρένο και στις στάσεις του θα έβρισκε ανθρώπους που ο καθένας θα είχε κάτι ξεχωριστό να της δείξει και θα γνώριζε μέρη που δεν είχε ξαναεπισκεφτεί. Μπήκε λοιπόν μέσα στο τρένο και κάθισε δίπλα στο παράθυρο για να μπορεί να χαζεύει την διαδρομή. Ήταν η μόνη που δεν είχε αποσκευές και τσάντες μαζί της αλλά είχε ότι πραγματικά χρειάζονταν. Λίγο πριν την πρώτη στάση μπήκε ο ελεγκτής. Μόλις τον είδε του έδωσε πολλά χρήματα που ήταν δεμένα με μια κορδέλα. Εκείνος την ρώτησε για που να της κόψει το εισιτήριο. Με πολύ συνειδητοποιημένο ύφος, δήλωσε προορισμό την ευτυχία.
Έξω ήταν φθινόπωρο μα έριχνε που και που ο χειμώνας κλεφτές ματιές για να δει αν πλησιάζει η σειρά του. Έψαξα με περιέργεια να βρω αν η κοπέλα έφτασε ποτέ στην προορισμό της και μου είπαν να την ψάξω στο σπίτι της, είχε πια επιστρέψει. Μπήκα λοιπόν απ’ την πόρτα της γεμάτη περιέργεια για το τι θα μου πει, για το πως μοιάζει η ευτυχία, για το που και αν την βρήκε.
Βρήκες την ευτυχία σου, την ρώτησα. Τι σημασία έχει μου απάντησε, εσύ ψάξε να βρεις την δική σου και πάρε ότι χρειάζεσαι για να την βρεις. Τρένο, πλοίο, αεροπλάνο, μόνο πριν φύγεις κοίταξε μήπως την έχεις δίπλα σου και χάσεις χρόνο απ’ το να την απολαύσεις.