Δεν σαλπάραμε.
Ανοίξαμε πανιά κι αναμέναμε…
Κι όσον ο καιρός δεν μας έκανε τη χάρη
αύξανε η ένταση, η ανυπομονησία.
Θέλαμε εμείς να φτιάξουμε καιρό:
κεραυνοί εκτοξεύονταν μες απ’ τα μάτια,
βροντές απ’ τα μελανιασμένα
-ίσως το κόκκινο κρασί;- ακόρεστα χείλη.
Σταγόνες βροχής αυλάκωναν τις παρειές
κίτρινες, χλωμές
-ίσως τ’ αμέτρητα τσιγάρα;- όταν πια έπεφτε πάλι σιωπή.
Μα άνεμος δεν σηκωνόταν.
Μήτε ούριος, μήτε όμως θυελλώδης
να εκδοθεί επίσημα πλεύσης απαγορευτικό,
νικημένοι να επιστρέψουμε και άπραγοι σ’ αυτό που λέμε εστία,
μα δίχως ενοχή πως τάχατες δεν το παλέψαμε.