Κυριακή 30 Αυγούστου 2009

Σεπτέμβρης

Αύγουστος είναι και το δεύτερο φεγγάρι
προτού προλάβει ο Σεπτέμβρης να το πάρει,
πέντε-έξι στίχοι που αγαπάς και τους θυμάσαι
είσαι κι εσύ που ξαγρυπνάς κι όταν κοιμάσαι.
(Π. Θαλασσινός)

Ο Σεπτέμβρης είναι τελικά ο μήνας που όσο κανένας άλλος σηματοδοτεί την αλλαγή εποχής.
Το βλέπεις παντού γύρω σου. Το οσμίζεσαι. Το νιώθεις.
Κανένας άλλος μήνας δεν το καταφέρνει τόσο απόλυτα.
Kανένας άλλος μήνας δε μας δημιουργεί την αίσθηση ότι περνάμε σε άλλη εποχή.
Ο μήνας της επιστροφής, της ανασυγκρότησης για τη νέα σεζόν αλλά και ο μήνας της μελαγχολίας.
Ειδικά φέτος...


Ο μήνας της νοσταλγίας του καλοκαιριού που πέρασε, αλλά και της προσμονής του χειμώνα που έρχεται.
Ο Σεπτέμβρης δημιουργεί μια τομή στο χρόνο λες και είναι αυτός ο πραγματικός πρώτος μήνας του έτους.
Όχι ο Γενάρης. Ο Σεπτέμβρης!
Καλή αρχή λοιπόν, στα καφενεία, στα θρανία, στις σχέσεις.
Με χαμόγελα αισιοδοξίας και όνειρα!
Κι ατέλειωτα να 'ναι τα ταξίδια του νου στις ατέλειωτες καλοκαιρινές θάλασσες κάποιων ματιών.




Κάθε Σεπτέμβρη νιώθω περίεργα…

Είμαι άραγε ο μόνος;

Σάββατο 29 Αυγούστου 2009

Pont Neuf

Από δω και στο εξής θα παρουσιάζω και αξιοθέατα με ιστορικό και πολιτισμικό παγκόσμιο ενδιαφέρον, παραθέτοντας και ιστορικά στοιχεία.
Στη διπλανή φωτογραφία είναι η γέφυρα Pont Neuf στην Τουλούζη.
Η Τουλούζη είναι μητροπολιτική πόλη της νότιας Γαλλίας και βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Γαρούνα, ανάμεσα στη Μεσόγειο θάλασσα και τον Ατλαντικό Ωκεανό, κοντά στα Πυρηναία Όρη και τα σύνορα με την Ισπανία.

Η γέφυρα είναι από τις ωραιότερες του κόσμου και κατασκευάστηκε από το 1544 μέχρι το 1632.
Ο ίδιος ο Λουδοβίκος ο 14ος την διέσχισε 1659.

(Όσοι δε διακρίνουν καλά τις καμπύλες της γέφυρας, μπορούν να κάνουν κλικ στη φωτογραφία για μεγέθυνση).

Τρίτη 25 Αυγούστου 2009

Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια

Κάποιος γυρίζει σπίτι από την εργασία αργά, κουρασμένος και εκνευρισμένος, για να βρει τον έξι ετών γιο του να τον περιμένει στην πόρτα.
- Μπαμπά, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;
- Ναι βεβαίως, τι είναι;
- Μπαμπά, πόσα παίρνεις στη μια ώρα;
- Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά. Γιατί ρωτάς ένα τέτοιο πράγμα; ρώτησε θυμωμένα ο πατέρας.
- Θέλω ακριβώς να ξέρω. Παρακαλώ πες μου, πόσα παίρνεις στη μια ώρα;
- Εάν πρέπει να ξέρεις παίρνω 50€ την ώρα .
- Ωχ, απάντησε το παιδί, με το κεφάλι του κάτω και συνέχισε: Μπαμπά σε παρακαλώ μπορείς να μου δανείσεις 25€;
Ο πατέρας εξαγριωμένος του απάντησε:

- Εάν ο μόνος λόγος που με ρώτησες είναι για να δανειστείς κάποια χρήματα για να αγοράσεις ένα ανόητο παιχνίδι ή κάποιες άλλες αηδίες, τότε να πας κατ' ευθείαν στο δωμάτιό σου και στο κρεβάτι σου. Δεν εργάζομαι σκληρά καθημερινά για τέτοιες παιδαριώδεις επιπολαιότητες.
Το μικρό παιδί πήγε ήσυχα στο δωμάτιό του και έκλεισε την πόρτα .
Ο μπαμπάς κάθισε σκεπτόμενος την ερώτηση του παιδιού και νευρίαζε περισσότερο. Πώς τόλμησε να υποβάλλει τέτοια ερώτηση για να πάρει μόνο κάποια χρήματα;
Μετά από μια περίπου ώρα, ο μπαμπάς είχε ηρεμήσει και είχε αρχίσει να σκέφτεται: Ίσως είναι κάτι που πρέπει πραγματικά να αγοράσει ο μικρός με τα 25€ και δεν ζητάει χρήματα πολύ συχνά.
Πήγε στην πόρτα του δωματίου του παιδιού και άνοιξε την πόρτα.
- Κοιμάσαι γιε μου;
- Δεν κοιμάμαι ... απάντησε το αγόρι .
- Σκεφτόμουν, ότι ίσως ήμουν πάρα πολύ σκληρός μαζί σου νωρίτερα, είπε ο μπαμπάς. Ήταν μια μεγάλη ημέρα και έβγαλα την κούραση μου σε σένα. Εδώ είναι τα 25€ που μου ζήτησες.
Το παιδί έτρεξε κατ' ευθείαν επάνω του χαμογελώντας.
- Σε ευχαριστώ μπαμπά! φώναξε. Κατόπιν, πάει στο μαξιλάρι του και βγάζει από κάτω κάποια τσαλακωμένα χρήματα.
Ο πατέρας μόλις βλέπει ότι το παιδί έχει ήδη κάποια χρήματα, αρχίζει να νευριάζει .
Το μικρό παιδί αρχίζει να μετράει σιγά-σιγά τα χρήματά του, και κοιτάζει τον μπαμπά του.
- Γιατί θέλεις περισσότερα χρήματα εφόσον έχεις ήδη μερικά; ρώτησε ο πατέρας.
- Επειδή δεν είχα αρκετά, αλλά τώρα έχω, απάντησε το μικρό παιδί.
Μπαμπά, έχω 50€ τώρα . Μπορώ να αγοράσω μια ώρα του χρόνου σου; Σε παρακαλώ έλα νωρίς αύριο σπίτι . Θα ήθελα πολύ να φάμε μαζί .
Ο πατέρας συντρίφτηκε και αγκάλιασε τον μικρό γιο του...

(Μια υπενθύμιση για όλους και μια αφιέρωση σε όσους θίχτηκαν από τις «τσούλες»)

Τα πρώτα χιόνια

Την παρακάτω σχολική έκθεση του 1966, την «ψάρεψα» στο http://www.tzedes.gr/ ένα γιαννιώτικο σάιτ.
Την αναδημοσιεύω γιατί ταυτίζεται με την παλιά τσαμαλιώτικη προφορά.
(Τώρα καταλαβαίνω γιατί μας λένε βλάχους).



Κυριακή 23 Αυγούστου 2009

Ανέκδοτο

Είναι ένας χωρικός που μόλις έχει παντρευτεί μια χωριατοπούλα.
Μετά την πρώτη νύχτα του γάμου, ο χωρικός δίνει συμβουλές στην καινούρια οικοδέσποινα.
- Μπορείς να παένεις όπου θέλεις εκτός από τον σταύλο που έχω το γαιδούρι. Είναι πολύ άγριο και μπορεί να σε κλωτσήσει.
Τον πρώτο καιρό που λέτε δεν πήγαινε η χωριατοπούλα στον σταύλο ώσπου μια μέρα ξεχνάει τι τις είχε πει ο άνδρας της και μπαίνει στον σταύλο με το γαιδούρι. Το γαιδούρι μόλις την βλέπει της δίνει μια στο Ταφ και πάρτην στον τόπο την χωριατοπούλα.
Στην κηδεία ο παπάς βλέπει τον κοσμο να δίνει συληπητήρια στον χωρικό και όποτε δεχόταν συληπητήρια από μια γυναίκα, κουνούσε το κεφάλι του καταφατικά ενώ όποτε δεχόταν από έναν άνδρα κουνούσε το κεφάλι του αρνητικά.
Με τα πολλά ο χωρικός ξαναπαντρεύεται και ξανά το ίδιο σενάριο, ξανά η ίδια απροσεξία και ξανά το ίδιο σκηνικό με την κηδεία: όποτε δεχόταν συληπητήρια από μια γυναίκα, κουνούσε το κεφάλι του καταφατικά ενώ όποτε δεχόταν από έναν άνδρα κουνούσε το κεφάλι του αρνητικά.
Με το που φεύγουν όλοι οι χωρικοί, πάει ο παπάς στον χωρικό και του λέει:
- Τέκνο μου με το συμπάθειο αλλά έχω μια απορία... και στην περασμένη αλλά και στην τωρινή κηδεία, όποτε δεχόσουν συληπητήρια από μια γυναίκα, κουνούσες το κεφάλι σου καταφατικά ενώ στους άνδρες κουνούσες το κεφάλι σου αρνητικά. Ποιος ο λογος;
Λέει και ο χωριάτης:
- Τι να σου πω πάτερ, όποτε περνούσαν οι γυναίκες μου έλεγαν "ζωή σε λόγου σου" και εγώ απαντούσα "ευχαριστώ", όμως όταν περνούσαν οι άντρες μου έλεγαν "Το πουλάς το γαϊδούρι;" και εγω τους ελεγα... Οχι!!!

Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

Love me - Morandi



Love me, cause inside I'm slowly dying,
Call me, don't you know that my heart is crying.
And look into my eyes, you will find sadness and loneliness,
Just look inside my soul,
I'm feeling so empty,empty...

Τα τρία αγαλματάκια

Μια φορά, στον βασιλιά της Ινδίας Ακμπάρ, έστειλαν ως δώρο τρία μικρά αγαλματάκια ανθρώπων από χρυσό και μια επιστολή.
Η επιστολή έλεγε ότι το κάθε αγαλματάκι κάτι συμβολίζει και ότι έχουν διαφορετική τιμή.
Ο βασιλιάς φώναξε τους συμβούλους του και τους διέταξε να βρουν τον συμβολισμό.
Πολύ καιρό οι σοφοί μελετούσαν τα αγαλματάκια. Τα ζύγισαν, τα μέτρησαν, βρήκαν τον βαθμό του χρυσού, αλλά δεν κατάφεραν να βρουν ούτε εξωτερικές, ούτε εσωτερικές διαφορές.
Στο τέλος, όλοι οι σύμβουλοι αναγνώρισαν την αδυναμία τους να λύσουν το πρόβλημα.
Μόνο ο σοφός Μπιρμπάλ δεν εγκατέλειψε τις προσπάθειές του.
Τελικά, βρήκε κάτι πολύ μικροσκοπικές τρύπες στ’ αυτιά και των τριών αγαλματιδίων και βάζοντας ένα πολύ λεπτό χρυσό σύρμα στ’ αυτί του πρώτου αγαλματίδιου, το σύρμα βγήκε από το άλλο αυτί. Στο δεύτερο αγαλματάκι το σύρμα βγήκε από το στόμα, ενώ στο τρίτο από τον αφαλό.
Ο Μπιρμπάλ σκέφτηκε λίγο και μετά είπε:
- Η λύση βρέθηκε.
Το πρώτο αγαλματάκι συμβολίζει τον άνθρωπο στο αυτί του οποίου μπαίνουν τα λόγια και από το άλλο βγαίνουν.
Το δεύτερο δείχνει τον άνθρωπο ο οποίος ακούει κάτι και αμέσως σπεύδει να το πει σε άλλους, χωρίς να σκεφτεί για αυτά που άκουσε.
Το τρίτο δείχνει τον άνθρωπο που κρατάει αυτά που άκουσε και τα περνάει από την καρδιά του. Αυτό το αγαλματάκι είναι το πιο πολύτιμο.

Ο άνθρωπος που δεν ήθελε να ξέρει τίποτα

«Δεν θέλω να ξέρω τίποτα», είπε ο άνθρωπος που δεν ήθελε να ξέρει τίποτα.
Εύκολα το λέει κανείς.
Και πριν προλάβει να τελειώσει, χτύπησε το τηλέφωνο. Και αντί να κόψει το καλώδιο, όπως θα έπρεπε να κάνει, αφού δεν ήθελε πια να ξέρει τίποτα, σήκωσε το ακουστικό και είπε το όνομα του.

«Καλημέρα», είπε ο άλλος.
Και ο άντρας είπε και αυτός καλημέρα.
«Ωραία μέρα σήμερα», είπε ο άλλος.
Και ο άντρας δεν είπε «δεν θέλω να το ξέρω» αλλά είπε «ναι, ναι πολύ ωραία μέρα σήμερα».
Και μετά ο άλλος είπε κάτι ακόμα.
Και ο άντρας είπε και αυτός κάτι.
Όταν τελείωσαν, ο άντρας έκλεισε το τηλέφωνο και ήταν πολύ θυμωμένος γιατί τώρα ήξερε πως έξω είναι ωραίος καιρός. Και τότε έκοψε το καλώδιο και φώναξε «ούτε κι αυτό θέλω να το ξέρω, θέλω να το ξεχάσω». Εύκολα το λέει κανείς.
Γιατί από το παράθυρο έμπαινε ο ήλιος, κι όταν ο ήλιος μπαίνει από το παράθυρο, ξέρουμε πως ο καιρός είναι ωραίος.
Ο άντρας έκλεισε τα παντζούρια, αλλά ο ήλιος έμπαινε τώρα από τις γρίλιες. Ο άντρας πήρε χαρτί και το κόλλησε στο τζάμι και καθόταν στο σκοτάδι.
Κάθισε πολλή ώρα έτσι ώσπου ήρθε η γυναίκα του και είδε τα σκεπασμένα τζάμια και ρώτησε τι σημαίνει αυτό;
- Είναι για να μη μπαίνει ο ήλιος, απάντησε ο άντρας.
- Έτσι όμως δεν έχεις φως, είπε η γυναίκα.
- Δεν έχω βέβαια φως, αλλά τότε δεν ξέρω τουλάχιστον ότι ο καιρός είναι ωραίος!
- Τι σου φταίει ο ωραίος καιρός; Ο ωραίος καιρός μας κάνει χαρούμενους.
- Δεν έχω τίποτα με τον ωραίο καιρό, δεν έχω απολύτως τίποτα, απλώς δεν θέλω να ξέρω πως είναι ο καιρός.
- Τότε άναψε τουλάχιστον το φως, είπε η γυναίκα κι έκανε να γυρίσει το διακόπτη, αλλά ο άντρας έβγαλε τη λάμπα από το ταβάνι.
- Δεν θέλω να ξέρω απολύτως τίποτα, είπε ο άντρας.
Κι επειδή η γυναίκα δεν μπορούσε να τον καταλάβει τον παράτησε στο σκοτάδι. Κι εκεί μέσα έμεινε ο άντρας πάρα πολύ καιρό.
Και οι άνθρωποι που ερχόταν για επίσκεψη ρωτούσαν τη γυναίκα για τον άντρα της και η γυναίκα τους εξηγούσε ότι κάθεται στο σκοτάδι και δε θέλει να ξέρει πια τίποτα.
«Τι δε θέλει να ξέρει πια τίποτα» ρωτούσαν οι άνθρωποι και η γυναίκα έλεγε:
- Τίποτα, τίποτα δεν θέλει να ξέρει πια. Δε θέλει πια να ξέρει αυτά που βλέπει, πως είναι δηλαδή ο καιρός, δε θέλει πια να ξέρει αυτά που ακούει, τι λένε δηλαδή οι άνθρωποι και δε θέλει πια να ξέρει αυτά που ξέρει, δηλαδή πώς γυρίζει το διακόπτη.
Και οι άνθρωποι δεν ξαναρχόταν για επίσκεψη.
Και ο άντρας καθόταν στα σκοτεινά.
Και η γυναίκα του, του έφερνε φαγητό και τον ρωτούσε:
- Τι δεν ξέρεις πια;
- Τα ξέρω ακόμη όλα, έλεγε κι ήταν λυπημένος που τα ήξερε ακόμη όλα. Ο άντρας κοιτούσε το πιάτο κι έλεγε:
- Ξέρω πως αυτό είναι πατάτες, ξέρω πως αυτό εδώ είναι κρέας, ξέρω και το κουνουπίδι, τίποτα δεν ωφελεί πια, πάντα θα τα ξέρω όλα. Και κάθε λέξη που λέω την ξέρω και αυτή.
Κι όταν την επόμενη φορά η γυναίκα του τον ρώτησε «τι ξέρεις ακόμη;» ο άντρας απάντησε:
- Ξέρω πολύ περισσότερα από πριν, δεν ξέρω μόνο πως είναι ο ωραίος καιρός και πως είναι ο κακός καιρός, αλλά ξέρω και πως είναι και χωρίς καιρό. Και ξέρω πως όταν είναι εντελώς σκοτεινά δεν είναι ακόμα αρκετά σκοτεινά.
- Υπάρχουν όμως πράγματα που δεν τα ξέρεις, του είπε η γυναίκα του, όπως δεν ξέρεις λόγου χάρη πως λέγεται στα κινέζικα ο ωραίος καιρός, κι έφυγε κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Τότε ο άντρας που δεν ήθελε να ξέρει τίποτα άρχισε να σκέφτεται. Είναι αλήθεια πως δεν ήξερε κινέζικα και δεν ωφελούσε καθόλου να πει «δεν θέλω να ξέρω» γιατί δεν ήξερε ούτε μια λέξη κινέζικα.
Πρώτα-πρώτα πρέπει να ξέρω τι δεν θέλω να ξέρω, αναφώνησε ο άντρας και άνοιξε το παράθυρο. Κι έξω έβρεχε και κοίταξε τη βροχή. Μετά πήγε στην πόλη για ν' αγοράσει κινέζικα βιβλία, γύρισε και καθόταν βδομάδες ολόκληρες σκυμμένος πάνω σ' αυτά τα βιβλία και ζωγράφιζε κινέζικα σύμβολα.
Κι ερχόταν οι άνθρωποι για επίσκεψη και ρωτούσαν τη γυναίκα για τον άντρα της και η γυναίκα έλεγε πως έχει κλειστεί μέσα και μαθαίνει κινέζικα.
Και οι άνθρωποι δεν ξαναρχόταν για επίσκεψη.
Αλλά για να μάθει κανείς κινέζικα χρειάζονται μήνες και χρόνια. Κι όταν τελικά ο άντρας τα έμαθε είπε:
- Υπάρχουν όμως αρκετά πράγματα που δεν τα ξέρω. Πρέπει να τα μάθω όλα, τότε μόνο θα μπορέσω να πω πως δεν θέλω να ξέρω πια τίποτα. Πρέπει να ξέρω τι γεύση έχει το κρασί, τι γεύση έχει το κακό κρασί και τι γεύση έχει το καλό κρασί. Κι όταν τρώω πατάτες, πρέπει να ξέρω πως τις φυτεύουν. Πρέπει να ξέρω πως είναι στο φεγγάρι γιατί μόνο με το να βλέπω δεν αρκεί για να ξέρω πως είναι εκεί πάνω, και πρέπει να μάθω πως πηγαίνει κανείς στο φεγγάρι. Και τα ονόματα των ζώων πρέπει να μάθω και πως είναι το παρουσιαστικό τους και τι κάνουν και που ζουν.
Και, και, και…
Και συνέχισε τη ζωή του όπως και πριν.
Μόνο που τώρα ήξερε κινέζικα…

Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

Ο άνθρωπος που ετοίμαζε το αυτοκίνητό του

…'Ωσπου μπήκε στη ζωή - από την πίσω πόρτα - κι άρχισε να κάνει αυτά που κάνουν όλοι. Δουλειά, σπίτι, παιδιά. Αλλά δεν έπαψε να ονειρεύεται. Και κάτι παραπάνω: Να ετοιμάζεται. Για τι πράγμα; Δεν ήξερε. 'Ηταν σίγουρος πως κάτι σημαντικό θα συνέβαινε ξαφνικά - και θα έπρεπε να ξεκινήσει. Να φύγει, να αλλάξει τόπο και ζωή. Παίρνοντας μαζί μόνο το αυτοκίνητό του.
Αυτό ήταν ο συνένοχος και ο σύντροφός του στα όνειρα. Γιατί, βέβαια, μόνος του δεν θα έφτανε μακριά. Ενώ με την βοήθεια του τετράτροχου φίλου, θα ταξίδευε σίγουρα τις μεγάλες αποστάσεις. Γι αυτό συνεχώς ετοίμαζε το αυτοκίνητό του.
Πρώτα το είχε πάντοτε γεμάτο με βενζίνα, ξέχειλο. "Σκέψου" μονολογούσε "να ξεκινάς και να μην βρίσκεις πρατήριο". Μόλις λοιπόν κατέβαινε ο δείκτης στα τρία τέταρτα, πήγαινε και το γέμιζε ως επάνω. Τον ήξεραν και στο βενζινάδικο: "φουλάρισμα - ένα χιλιάρικο!" φώναζε ο μικρός.
'Επειτα το συντηρούσε σχολαστικά. 'Αλλαζε λάδια κάθε χίλια χιλιόμετρα. ("Μπορεί να μη βρεις ΕΚΕΙ", σκεπτόταν, "και να πρέπει να κάνεις τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα με παλιό λάδι!" Που ήταν το ΕΚΕΙ, δεν ήξερε. 'Επρεπε όμως να λάβει υπ'όψη του όλα τα ενδεχόμενα.
Είχε μαζί του τα πάντα: Λάμπες για κάθε χρήση, ιμάντες, μπουζί, καπάκι ντιστριμπιτέρ, φίλτρα λαδιού και βενζίνας και πολλά άλλα ανταλλακτικά. Γέμιζαν το μισό πορτ-μπαγκαζ - όμως του έδιναν σιγουριά. ("Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σε βρεί η βλάβη. Και πού!")
Ακόμα και προμήθειες κουβάλαγε στο αυτοκίνητο - λίγες αλλά βασικές. "Μπορεί να πεινάσω στο δρόμο", σκεπτόταν και είχε αποθηκεύσει φρυγανιές, κράκερς, ένα παγουράκι νερό. Τα άλλαζε μάλιστα από καιρό σε καιρό, να μην μπαγιατεύουν.
Το βράδυ, πριν κοιμηθεί, έκλεινε τα μάτια, σκεπτόταν το αυτοκίνητο πανέτοιμο και εξοπλισμένο ως τα μπούνια - και ένιωθε όμορφα. "Μπορώ να ξεκινήσω ανά πάσα στιγμή!" σκεπτόταν. "Ετοιμος!" Είχε και άδεια διεθνή στο αμάξι και τρίπτυχο, που το ανανέωνε τακτικά. 'Εδινε πίσω το παλιό - αχρησιμοποίητο - και έπαιρνε το καινούργιο.
Τελικά, βέβαια, πήγαινε μόνο σπίτι-γραφείο, γραφείο-σπίτι. Καμιά φορά, το βράδυ, στα περίχωρα για φαΐ. Σπάνια, πολύ σπάνια, εκδρομές. Παλιά, όταν ήταν πιο νέος κυκλοφορούσε περισσότερο με το αυτοκίνητο. Είχε κάνει και δύο ταξίδια στο εξωτερικό. Ιταλία. Τώρα, είχε δουλειά ως και τα Σαββατοκύριακα. Και μετά υποχρεώσεις, παιδιά, συγγενείς. '
Οσο όμως λιγότερο ταξίδευε, τόσο περισσότερο φρόντιζε το αυτοκίνητό του. Το γυάλιζε, το καθάριζε, το πλούτιζε με χρήσιμα αξεσουάρ, το συντηρούσε, το ετοίμαζε. Κάθε τρεις μέρες μετρούσε τα λάδια, τις στάθμες των υγρών, τις πιέσεις των ελαστικών. "Δεν ξέρεις ποτέ ποια στιγμή θα χρειαστεί να ξεκινήσεις", συλλογιζόταν.
Να ξεκινήσει για πού; Αυτό δεν είχε σημασία.
Φανταζόταν τον εαυτό του να τρέχει σε ανοιχτούς δρόμους, με βροχές, χιόνια, ανέμους δυνατούς - και να κυνηγάει κάποιον προορισμό που έμενε πάντα μακρινός.

Ένιωθε έτοιμος. Αυτό ήταν το σημαντικό. Δεν ζούσε, αλλά περίμενε. Η αναμονή είχε αντικαταστήσει τη ζωή. Πάντοτε μέσα του αυτή η ένταση της ετοιμότητας, σαν την χορδή του τόξου. Πάντοτε μέσα του η άλλη πραγματικότητα - σαν υπόσχεση. Και το αυτοκίνητό του, προέκταση και σύντροφος, έτοιμο, ρυθμισμένο, ανυπόμονο.
Το ξεκίνημα το οραματιζόταν νύχτα. 'Εβλεπε τα ρείθρα του έρημου δρόμου να διαγράφονται άσπρα, υπερφωτισμένα, κάτω από τα μεγάλα φώτα ιωδίου. Στο βάθος, τα μάτια κάποιου ζώου να γυαλίζουν φευγαλέα στη δημοσιά. Ψύχραιμο, συστηματικό, γρήγορο οδήγημα - μπροστά του χιλιάδες χιλιόμετρα... Στροφές, ευθείες, άλλες στροφές. Η διαδοχή τους τον νανούριζε και τον κοίμιζε.
'Οσα χρόνια κι αν περνούσαν, το όνειρο ίσχυε πάντα. Η ετοιμότητα πλήρης, η αναμονή έντονη. 'Ισως εντονότερη με την πάροδο της ηλικίας. Τώρα το Ταξίδι έπαιρνε μυθικές διαστάσεις σαν τα παραμυθένια των γεωγράφων της αρχαιότητας, των χρονογράφων του Μεσαίωνα. Η Ατλαντίδα, οι Υπερβόρειοι, οι Κυνοκέφαλοι, τα νησιά των Μακάρων...
'Οταν, εντελώς ξαφνικά, έφυγε για την οριστική διαδρομή - (ελπίζω κι αυτή να είχε ωραίες στροφές κι ευθείες) βρήκανε το γέρικο αυτοκίνητο φορτωμένο ως επάνω εργαλεία, ανταλλακτικά, τρόφιμα.. "Τι τα κουβάλαγε όλα αυτά ο μακαρίτης;" αναρωτήθηκαν.
Το αμάξι πουλήθηκε σε ένα συνταξιούχο. Ούτε αυτό έκανε το Ταξίδι.
Ν. Δήμου

Αφιερωμένο σ' όσους δε θα κάνουν ποτέ τους το "ταξίδι".

Κυριακή 2 Αυγούστου 2009

Απορία

Πρόσφατα ένας άντρας αναγκάστηκε να πάει σε νοσοκομείο για να του αφαιρέσουν τη βέρα από το πουλί του. Του την πέρασε η ερωμένη του στον ύπνο, όταν τη βρήκε στην τσέπη του παντελονιού του.

Αναρωτιέμαι ποιο είναι το χειρότερο:
1) Να ανακαλύψει η ερωμένη σου ότι είσαι παντρεμένος;
2) Να χρειάζεται να εξηγήσεις στη γυναίκα σου πώς βρέθηκε η βέρα στο πουλί σου;
ή
3) να ανακαλύψεις ότι το πουλί σου χωράει στη βέρα σου;;;

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2009

Ανεκδοτάκι

Ήταν ένα μυρμήγκι και περπατούσε στην ζούγκλα.
Περνώντας δίπλα από μια λακκούβα ακούει μια φωνή να καλεί σε βοήθεια.
Κοιτάει κάτω και βλέπει έναν ελέφαντα.
Ρωτάει το μυρμήγκι τον ελέφαντα:
- Πώς έπεσες μέσα ρε ελέφαντα;
- Γλίστρησα και έπεσα μέσα... θα με βγάλεις;
- Φυσικά, λέει το μυρμήγκι. Μισό να φέρω την ΠΟΡΣΕ!!
Τη φέρνει λοιπόν, τον δένει και τον τραβάει πάνω.
Την επόμενη εβδομάδα περνάει ο ελέφαντας από την λακούβα.
Ακούει κι αυτός φωνές για βοήθεια. Κοιτάει και βλέπει το μυρμήγκι.
- Τι έγινε, ρε μυρμήγκι; Πως έπεσες μέσα;
- Γλίστρησα, θα με βγάλεις;
- Φυσικά, λέει ο ελέφαντας. Απλώνει την προβοσκίδα του και το τραβάει έξω!

Ηθικό δίδαγμα της ιστορίας: Όποιος την έχει μεγάλη, ΔΕ χρειάζεται ΠΟΡΣΕ!

Το μπουφάν (Η ζωή που φεύγει)

Σάββατο μεσημέρι...
ΤΟ ΜΠΟΥΦΑΝ πεταμένο στην καρέκλα της κουζίνας. Όπου ΔΕΝ είναι η θέση του. Η θέση του είναι στην ντουλάπα. Κανονικά λοιπόν, έπρεπε να σηκωθεί. Να πάρει το μπουφάν. Να διασχίσει τον διάδρομο. Να πάει στο άλλο δωμάτιο. Να ανοίξει την ντουλάπα. Να κρεμάσει το μπουφάν.

Να πέσει κάτω το φούτερ το στριμωγμένο. Να μαζέψει το φούτερ. Να κρεμάσει το φούτερ. Να κρεμάσει και το μπουφάν. Να κλείσει την ντουλάπα. Να κλείσει την πόρτα για τα ρεύματα. Να επιστρέψει στην κουζίνα.


Σε ρεαλιστικό χρόνο, δυο λεπτών υπόθεση. Σε υπερρεαλιστικό χρόνο, ένας αιώνας. Την είχε κυριέψει το σύνδρομο «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης». Όσες φορές και να το κρέμαγε, αυτό πάντα μπαστακωμένο στην καρέκλα της κουζίνας. Εκεί ακριβώς όπου το πετούσε η κόρη της. Εκεί ακριβώς όπου θεωρούσε ότι είναι η φυσική του θέση. Πού βάζουμε μπουφάν, παντελόνια, μπλούζες, είδη προικός; Στην καρέκλα της κουζίνας.

Ματαιότης ματαιοτήτων...
Μια ζωή τακτοποιείς, μια ζωή τα ξαναβρίσκεις στη λάθος θέση. Τι διάολο, περπατάνε τη νύχτα;
Σάββατο μεσημέρι και ο άντρας της έχει πάει τα παιδιά στο λούνα παρκ. Τώρα που λείπουν όλοι από το σπίτι, λογικά θα ήταν καλή ευκαιρία να συγυρίσει λίγο. Λογικά πάντα, αλλά γιατί να μπει στη διαδικασία; Γιατί να της κοπεί η μέση μαζεύοντας κόκκινα τουβλάκια από τη μοκέτα και αδειάζοντας καλάθια αχρήστων με χρήσιμα πράγματα πεταμένα μέσα; Ποιος ο λόγος; Αφού πέντε θα γυρίσουν, πέντε και πέντε το σπίτι θα έχει ξαναγίνει ακριβώς όπως πριν. Η μέρα της μαρμότας. Αυτό είναι η ζωή της.

Πλησίασε το πρόσωπο στον καθρέφτη. Με αυτή τη ρυτίδα δεν θυμάται να συστήθηκαν. Της είναι παντελώς άγνωστη! Διαφημίζουν μια κρέμα στην τηλεόραση. Έχει ένα συστατικό... Να δεις πώς το λένε; Κάτι που τελειώνει σε «ine» και σε κάνει τσίτα. Η κυρία της διαφήμισης πριν από την κρέμα ήταν πλισέ και τώρα η μούρη σαν να την πέρασε με σίδερο ατμού. Να την αγόραζε; Μπα, δε βαριέσαι! Πήρε την άλλη, την ξέχασε στο ψυγείο και παραλίγο να την αλείψει στη φρυγανιά του παιδιού!

Τουλάχιστον το σπίτι έχει ησυχία τώρα που λείπουν όλοι. Πόσο της λείπει αυτή η μούγγα στη στρούγκα! Συνήθως γύρω της όλοι ουρλιάζουν, όλοι τσακώνονται, όλοι ζητούν, όλοι απαιτούν. Διεκδικούν κομμάτια του εαυτού της που δεν τα έχει πια. Που δεν υπάρχουν πια. Ό,τι είχε το έδωσε. Και το υστέρημα της ψυχής. Και το περίσσευμα καρδιάς. Πάρτε κόσμε, το αφεντικό τρελάθηκε και τα δίνει τζάμπα! Έγινε η ζωή της, «ό,τι πάρετε ένα τάλιρο»! Σαν τα μακό μπλουζάκια στα καλάθια των εκπτώσεων. Χιμάνε όλοι, αρπάζουν ό,τι βρουν μπροστά τους, μέχρι που το καλάθι αδειάζει. Και αυτοί ακόμα ζητάνε. Ακόμα ψάχνουν τις γωνίες, μην παράπεσε ένα ρετάλι από τη γυναίκα που ήταν κάποτε.

ΔΩΔΕΚΑ ΚΑΙ ΜΙΣΗ, πώς πέρασεν η ώρα...
Δώδεκα και μισή, πώς πέρασαν τα χρόνια...
Τον λάτρευε τον Καβάφη στην εφηβεία της. Ίσως γιατί δεν τον καταλάβαινε. Τώρα που τον καταλαβαίνει, τώρα που μιλάει κατευθείαν στην ψυχή της, ούτε που να τον ξαναδεί στα μάτια της.
Πώς πέρασεν η ώρα...
Πώς πέρασαν τα χρόνια...
Όπου να ΄ναι θα γυρίσουν. Σηκώθηκε αργά. Σήκωσε το μπουφάν. Είχε την αμυδρά επίμονη αίσθηση πως κάποιος, κάπου, κάποτε, της έταξε πως η ζωή της θα ήταν σαν διαφήμιση απορρυπαντικών. Της έφυγε η ζωή. Της έμεινε το απορρυπαντικό.
Προχώρησαν στον διάδρομο αγκαλιασμένοι. Η γυναίκα και το μπουφάν.

(Έλενα Ακρίτα – «Το μπουφάν» (αποσπάσματα))

Ευρωεκλογές 2009


Καληνύχτα

Στίχοι, Μουσική: Λευτέρης Πλιάτσικας
Πρώτη εκτέλεση: Όναρ

Ακόμα κι αν πεις καληνύχτα
σ' έχω δέσει μ' έναν όρκο γλυκό
στα περίεργα γαλάζια σου ξενύχτια
σ' όποια πεις σ' όποιον πω σ' αγαπώ.

Ακόμα κι αν πεις καληνύχτα
και να ζήσω πια μαζί σου δεν μπορώ
στα περίεργα γαλάζια σου ξενύχτια
πάλι θα 'ρθεις και θα 'ρθω και εγώ.

Ακόμα κι αν πεις καληνύχτα
πάλι θα 'ρθεις και θα 'ρθω και εγώ.

Ο παππούς και τα κουλουράκια

Το δωμάτιο σκοτεινό...
Οι σκιές τρεμοπαίζουν καθώς το λιγοστό φως που μπαίνει απο το παράθυρο προσπαθεί να διαπεράσει τις κουρτίνες...
Ο παππούς περιμένει καρτερικά το αναπόφευκτο...Δεν φοβάται...
Θα πάρει μαζί του τις καλύτερές του αναμνήσεις: το πρώτο του xαρτζιλίκι, το πρώτο του φιλί, τους φίλους του, τη θύμηση της νέας γυναίκας του, τα δίδυμα...
Και τη γεύση απο τα κουλουράκια κανέλας. Ω, πόσο του άρεσαν τα κουλουράκια κανέλας. Τα λάτρευε. Ό,τι και αν του στερούσαν απο τη ζωή, δεν θα άντεχε δίχως αυτά.
Μέσα απο τις κακουχίες της μέχρι τώρα διαδρομής, είχε φροντίσει πάντα να έχει διαθέσιμα κάποια απο αυτά.
Τα τελευταία 8 χρόνια, όμως, με την αρρώστια, ήταν δύσκολα. Και ο γιατρός του τα είχε απαγορέψει και αυτά...
Νιώθοντας την ώρα να πλησιάζει, τα βλέφαρά του να βαραίνουν και την ανάσα του να καθυστερεί, πάνω που το φως στην άκρη του τούνελ έχει αρχίσει να διαφαίνεται, τα ρουθούνια του χαϊδέυει μια μοναδική μυρωδιά. Αναμνήσεις απο λουλούδια και λειβάδια ξυπνούν στο μυαλό του, και η μυρωδιά απο τα κουλουράκια κανέλας είναι πια ολοφάνερη.
Ω, μα πως μπορεί! Πως γίνεται κάτι τέτοιο!
Με πολύ προσπάθεια καταφέρνει να τραβήξει τα σκεπάσματα και να κατεβάσει το ένα του πόδι στο πάτωμα. Αρχίζει αργά, αργά, καρτερικά να στρέφει το σώμα του και τελικά πέφτει στο έδαφος. Με πόνο αρχίζει να μπουσουλά, να σέρνεται προς την πόρτα. Φτάνοντας εκεί, πιέζει τον εαυτό του να αντισταθεί στην αδυναμία και τραβάει με όση δύναμη μπορεί το χέρι της σκάλας.
Βήμα - βήμα, σκαλί - σκαλί, κατεβαίνει προς την κουζίνα του σπιτιού του. Η μυρωδιά γίνεται ολοένα και εντονότερη!
Ω, μα πως! Πως είναι δυνατόν! Μήπως τον γελάνε οι αισθήσεις του; Μήπως έχει πεθάνει και βρίσκεται στον παράδεισο; Ή μήπως, η υπέροχη γυναίκα του, αυτή που τόσο αγαπά, του ετοίμασε όντως μια δόση κουλουράκια κανέλας σαν το ύστατο χαίρε πριν φύγει απο το μάταιο τούτο κόσμο;
Μετά απο αρκετή ώρα έχει καταφέρει να φτάσει στην πόρτα της κουζίνας.
Επάνω στο τραπέζι βρίσκεται μια λαμαρίνα με φρεσκοψημένα κουλουράκια κανέλας. Δάκρυα αναβλύζουν στα μάτια του, το στομάχι του δένεται κόμπος και λυγμοί αρχίζουν να ταρακουνούν το κουρασμένο του κουφάρι.
Χρησιμοποιόντας το τελευταίο του απόθεμα ζωής, πέφτει προς τα κουλουράκια σε στάση προσευχής. Σηκώνει με εμφανή ταλαιπωρία το χέρι του προς το ταψί, ενώ τα νιώθει ήδη να λυώνουν στο στόμα του...
Πρέπει να τα γευτεί...
Έστω μια δαγκωνιά...
Το χέρι του πλησιάζει, αγγίζει την άκρη του ταψιού, φτάνει σε ένα κουλουράκι...
Το δάχτυλό του χαϊδεύει την πορώδη επιφάνεια του κουλουριού όταν η σπάτουλα του κοπανά το χέρι.
"Αστα κάτω βρε αθεόφοβε, είναι για την κηδεία!!!"

Μερικοί τύποι οργασμού

1. Ο Θετικός Οργασμός: "Ναι... Ναι... Ναι..."
2. Ο Αρνητικός Οργασμός: "Όχι... Όχι... Όχι..."
3. Ο Χριστιανικός Οργασμός: "Παναγιά μου! Παναγιά μου! Παναγιά μου!"
4. Ο Οθωμανικός Οργασμός: "Αμάν... Αμάν... Αμάν..."
5. Ο Οθωμανικός και Χριστιανικός μαζί: "Αμάν Παναγιά μ'... Αμάν Παναγιά μ'... Αμάν Παναγιά μ'..."
6. Ο Χρονικός Οργασμός: "Τώρα... Τώρα... Τώρα..."
7. Ο Επίπονος Οργασμός: "Ωχ! Ωχ! Ωχ!"
8. Ο Γεωγραφικός Οργασμός: "Εκεί... Εκεί... Εκεί..."
9. Ο Τροπικός Οργασμός : "Πιο δυνατά... Πιο δυνατά... "
10. Ο Βουκολικός Οργασμός: "Αχ Μήτσουμ! Αχ,Μήτσουμ! Αχ Μήτσουμ!"
11. Ο Indoor Οργασμός: "Πιο μέσα! Πιο μέσα! Πιο μέσα!"
12. Ο Οργασμός της Αγελάδας: "Μμμμ... μμμμ... μμμμ"
13. Ο Πρακτικός Οργασμός: "Τι σου κάνω; Τι σου κάνω;"
14. Ο Οργασμός της Ασθενούς: "Παρ' τα μωρή άρρωστη!!!"
15. Ο Αποτελειωτικός Οργασμός: "Τελειώνωωωωωωω!!!"
16. Ο Οργασμός του Θεού: "Oh my God! Oh my God!"
17. O Δολοφονικός Οργασμός: "Έτσι και τελειώσεις μέσα, σε σκότωσα"

Σάββατο 6 Ιουνίου 2009

Έχει Πανσέληνο απόψε κι είναι ωραία...

«Στα βήματα του φεγγαριού τώρα βαδίζω
σε μια πανσέληνο αγάπης και δακρύζω».

Η πραγματικότητα έχει το χρώμα που της δίνουμε...
Αν την βάψουμε μαύρη, μαύρη θα δείχνει...
Αν της βάλουμε χρώμα, πολύχρωμη θα δείχνει...
Ο Έρωτας έχει κόκκινο χρώμα... Πάθη γεννάει.
Everything is dust in the wind...
Η στιγμή που ζούμε τώρα σε λίγο είναι παρελθόν.
Αν δεν είμαστε εκεί η Στιγμή φεύγει… χωρίς εμάς.
Η Ευκαιρία χτυπάει μια φορά την πόρτα.
Αν δεν λάβει απάντηση, κι αυτή φεύγει. Ανυπόμονη κοπέλα η Ευκαιρία.
Η Αγάπη... το ακριβώς αντίθετο.
Αυτή η κοπέλα δεν βιάζεται.
Αργεί. Άλλοτε μια μέρα, άλλοτε έναν μήνα, έναν χρόνο, δεκαπέντε χρόνια, μια ολόκληρη ζωή...
Δύσκολη κοπέλα η Αγάπη. Δεν σκορπίζεται έτσι εύκολα. Θα σε περάσει από 40 κύματα πριν σου δοθεί.
Μετά όμως... δεν της αντιστέκεσαι...
Σε ορίζει, σε καθορίζει, σε μεταβάλει, σε εξουσιάζει...

«Επειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
να μπαίνω σαν Πανσέληνος…»


Τα πλεονεκτήματα του να είσαι άντρας

1. Ο πισινός σου ποτέ δεν είναι κριτήριο στις συνεντεύξεις για δουλειά.
2. Οι πενθήμερες διακοπές χρειάζονται μόνο μια μικρή βαλίτσα.
3. Μπορείς να φας μπανάνα δημοσίως.
4. Τα διάφορα πρόσωπα δεν σε κοιτούν στο στήθος όταν τους μιλάς.
5. Όλοι οι οργασμοί σου είναι πραγματικοί.
6. Μπορείς να είσαι 35 χρονών και να μην είσαι παντρεμένος.
7. Μπορείς να είσαι συνεπιβάτης χωρίς να έχεις το χέρι του οδηγού πάνω σου.
8. Βγάζεις το πουκάμισό σου όταν κάνει ζέστη.
9. Οι μηχανικοί αυτοκινήτων σου λένε την αλήθεια.
10. Τα τηλεφωνήματά σου διαρκούν μόνο 1-2 λεπτά.
11. Δεν χρειάζεται να έχεις τη σωστή διάθεση για να κάνεις SEX.
12. Τα καινούργια παπούτσια σου δεν πληγώνουν το πόδι σου.

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009

Γράμμα ενός φυλακισμένου

Το διπλανό γράμμα ενός αγράμματου φυλακισμένου στην κοπέλα του είναι πολύ παλιό αλλά δεν παύει να είναι καλό.
Ας δούμε τι θέλει να πει ο ζωγράφος:

"Μαργαρίτα ε Μαργαρίτα
άκουσα ότι τις νύχτες
βγαίνεις από το σπίτι και γ...
Θα βγω από τη φυλακή
και θα σου γ... το μ... που σε πέταγε".

Σταύρος

Τρίτη 2 Ιουνίου 2009

Θα 'μαι κοντά σου όταν με θες (Αλκίνοος Ιωαννίδης)



Στίχοι, Μουσική: Αλκίνοος Ιωαννίδης
Πρώτη εκτέλεση:
Αλκίνοος Ιωαννίδης

Ξύπνησα μες τον ύπνο μου κι άκουσα δυο φωνές
η μια μου είπε ξέχνα την και πάψε πια να κλαις,
μα η άλλη ήταν η δική σου μες απ' του ύπνου του εφιάλτη τις γραμμές,
μου λεγε αγάπη μου κοιμήσου
θα μαι κοντά σου όταν με θες...

Τα χρόνια είναι αμέτρητα μα είν' η ζωή μικρή,
συνήθισα να σ' αγαπώ, συνήθισες κι εσύ,
μα είναι τα χρόνια ένα δοχείο, ένα φθηνό ξενοδοχείο
για δυο στιγμές
για να χωράει κάπου ο πόνος τις νύχτες όταν μένω μόνος,
τις σιωπές μου να μετράω να σε θυμάμαι όταν πονάω
να μου λες
θα μαι κοντά σου όταν με θες...

Το παραμύθι τέλειωσε κι αρχίζει η ζωή,
αχ να ταν η αλήθεια σου σαν ψέμα αληθινή,
τι να την κάνω τη ζωή μου στο παραμύθι θα τη ρίξω να πνιγεί
να παραμυθιαστεί η ψυχή μου, να σε πιστέψει πάλι από την αρχή.
Να σε πιστεύει όταν μ' αγγίζεις, τις νύχτες όταν ψιθυρίζεις
όταν λες
θα μαι κοντά σου όταν με θες...

Η "άρρωστη" χήρα

Ήταν κάποτε μια πενηντάρα χήρα που 'χε μια κόρη μόνο, την πάντρεψε και κράτησε σώγαμπρο τον γαμπρό της.
Δεν άργησε μετά το γάμο κι η χήρα ξεκίνησε τα παράπονα: «Έχω ζαλάδες, με πονά το κεφάλι, το σώμα μου και άλλα παρόμοια».
Η κατάσταση έγινε σχεδόν αφόρητη και μια μέρα που θα πήγαινε ο γαμπρός με το λεωφορείο στην πόλη, με την προτροπή και της συζύγου του, πήρε μαζί την πεθερά του για να τη δει γιατρός.
Πράγματι, πήγανε στο γιατρό, πεθερά και γαμπρός, κι εκείνος την εξέτασε εξονυχιστικά και την βρήκε υγιέστατη! Στην ίδια δεν είπε τίποτα, μα όταν ο γαμπρός τον ρώτησε παράμερα, του αποκάλυψε ότι η πεθερά του δεν έχει το παραμικρό:
- Να σου πω τι έχει άνθρωπέ μου, για να μη βασανίζεστε; Άντρα θέλει η γυναίκα!
Ο άλλος γούρλωσε τα μάτια και βουβός επέστρεψε με την πεθερά στο χωριό.
Το βραδάκι γύρισε κι η γυναίκα του απ' τις δουλειές κι αποσύρθηκαν στο δωματιάκι τους.
Πρώτη ερώτηση της κόρης ήταν τα νέα απ' το γιατρό:
- Τι μου 'πε... είπε εκείνος. Σαν θες να μάθεις μου 'πε πως δεν έχει τίποτα, αλλά θέλει... άντρα!
Η κοπέλα έκανε σαν να τη βάρεσε κεραυνός:-
Τον κακό του τον καιρό, είπε φωναχτά, δεν ξέρει τι του γίνεται!
Κι η χήρα που κοιμότανε απ' έξω και άκουγε καλά την κουβέντα:
- Και ξέρετε εσείς! Τον επιστήμονα θα γελάσετε…

(ΥΓ: Δεν έβρισκα χήρα κι έβαλα μια φωτογραφία στην... τύχη)

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2009

Παλιά ιστορία, διαχρονική αξία

Έφτασε κάποτε στο χωριό ένας επιθεωρητής, φανατικός υποστηρικτής του κόμματος που κυβερνούσε, για να ελέγξει ένα δάσκαλο γνωστό «αντιφρονούντα».
"Ώστε αντίθετος με το κόμμα μας ο δάσκαλος έ; Το γαϊδούρι! Θα του δείξω εγώ αύριο στο σχολείο," έλεγε στο καφενείο του χωριού θυμωμένος.

Κάτι πήρε το αυτί του δάσκαλου από τις απειλές του επιθεωρητή και προετοιμάστηκε κατάλληλα για το μάθημα που θα έκανε την επομένη στα παιδιά, παρουσία του επιθεωρητή.
- Σήμερα παιδιά, είπε ο δάσκαλος, θα μιλήσουμε για τα σημεία στίξης. Ένα από τα σημεία στίξης είναι και το κόμμα.
Ο επιθεωρητής παρακολουθούσε έτοιμος να ξεμπροστιάσει το δάσκαλο, μόλις αυτός θα έκανε το πρώτο λάθος στη διδασκαλία.
- Σας γράφω στον πίνακα δύο παραδείγματα, συνέχισε ο δάσκαλος.
Και γράφει:
"Ο δάσκαλος, είπε ο επιθεωρητής, είναι γαϊδούρι."
"Ο δάσκαλος είπε ο επιθεωρητής είναι γαϊδούρι."

Ρωτάει κατόπιν στα παιδιά :
- Μπορείτε να καταλάβετε παιδιά ποιος τελικά αποκαλείται γαϊδούρι;
- Στην πρώτη περίπτωση κύριε, απάντησε ο καλύτερος μαθητής της τάξης, είναι ο δάσκαλος, γιατί υπάρχει το κόμμα, ενώ στην δεύτερη περίπτωση ο επιθεωρητής ,γιατί δεν υπάρχει το κόμμα.
- Μπράβο Γιαννάκη, είπε ο δάσκαλος και απευθυνόμενος σε όλους τους μαθητές της τάξης:
- Βλέπετε παιδιά ότι όταν στην εκπαίδευση μπερδεύουμε τα κόμματα τότε ο καθένας από μας μπορεί να γίνει γαϊδούρι!

Σάββατο 23 Μαΐου 2009

Το ισχυρό φύλο

Είμαστε το «ισχυρό φύλο».
Και ζούμε - σε μέσο όρο - επτά χρόνια λιγότερο από το «ασθενές».
Και μόνο τα επτά χρόνια αρκούν για να καταρρεύσει ο μύθος της καταπίεσης.

Πού ακούστηκε οι καταπιεζόμενοι να ζουν περισσότερο από τους καταπιεστές;
'Aντρας σημαίνει ένοχος. Για όλα.
Αρχίζετε τη μαζική παραγωγή και διανομή ενοχής σαν μητέρες.

Και συνεχίζετε σαν αδελφές, ερωμένες, σύζυγοι . . . Η ενοχή είναι που μας κόβει επτά χρόνια.
Η ενοχή φέρνει τα εμφράγματα και τα έλκη.
Χάρη σε σας νοιώθουμε πάντα ένοχοι.
Από τη στιγμή που δεν θα βάλουμε το πουλόβερ μας (Γιαννάκη! θα με πεθάνεις!) ως τη στιγμή που πεθαίνουμε (Γιάννη μου, πού με αφήνεις!)
Έτσι που του έρχεται του Γιάννη να ζητήσει συγγνώμη...
Ένοχοι όταν σας αγκαλιάζουμε (σας πνίγουμε).
Όταν δεν σας αγκαλιάζουμε (αδιαφορούμε).
Όταν αφήνουμε τη μαμά μας (εγώ που έδωσα τη ζωή μου για σένα!).
Όταν δεν την αφήνουμε (μα επιτέλους, άντρας είσαι εσύ;).
Όταν σας παντρευόμαστε (σου έδωσα τα καλύτερά μου χρόνια!) κι όταν - οϊμέ! - δεν σας παντρευόμαστε (το αυτό, πιο δραματικά).
Όταν σας πηδάμε (με πλάνεψες, με ζάλισες, με παρέσυρες!) κι όταν δεν σας πηδάμε (κατάλαβα - δεν μπορείς!).
Όταν είμαστε ευγενείς (τοιούτος είναι;) κι όταν δεν είμαστε (τι αγροίκος!).
Κι αλίμονο αν στην ευγενή πράξη της συνουσίας δε δεήσει να σας επισκεφθεί ο οργασμός.
Ένοχοι εμείς και για αυτό. Αποκλειστικά. (Δεν τα καταφέρνεις, χρυσέ μου!).
Και δε φτάνει που ζείτε επτά χρόνια περισσότερο από μας, είστε και προνομιούχες στον έρωτα.
Οι γυναίκες είναι ικανές για απεριόριστο αριθμό οργασμών την ημέρα - εσείς, κύριε, μπορείτε τρίπαξ?
Και με τη νέα σεξουαλική επανάσταση έχουν κατορθώσει να μας περάσουν όλη την ευθύνη για την ικανοποίησή τους.
Έτσι αν η κυρία είναι βραδυφλεγής, είσαι υποχρεωμένος να δουλεύεις δύο ώρες σαν χαμάλης χρησιμοποιώντας όλες τις τεχνικές για να χτυπήσουν κάποτε οι καμπάνες.
Αν δεν χτυπήσουν φταίει ο κωδωνοκρούστης. Ποτέ ο κώδων.
Κι έχουμε και το καθημερινό ξύρισμα...

Νίκος Δήμου – "Σάτιρες" (Νεφέλη 1993). (αποσπάσματα)

Ο Απόλλωνας γεννήθηκε εδώ

Πέντε χιλιόμετρα βόρεια του Ορχομενού και δυο περίπου χιλ. βόρεια από το χωριό Διόνυσο, στη θέση Πολυγύρα, βρίσκεται ο χαμόλοφος της αρχαίας Τεγύρας.
Ο χαμόλοφος, στα πόδια του βουνού Χλωμού, προχωρούσε σαν μικρή Χερσόνησο στη λίμνη Κωπαϊδα και που στην αρχαιότητα τον ονόμαζαν Δήλο.
Πιστεύεται πως σε αυτή την περιοχή ήταν η Τεγύρα με το φημισμένο μαντείο του θεού Απόλλωνα, το ναό του με τις δυο πηγές πίσω του, οι οποίες υπάρχουν και σήμερα.
Επισκεπτόμενος κανείς σήμερα την περιοχή βρίσκει μερικούς λίθους που πρέπει να προέρχονται από το ναό του θεού Απόλλωνα, του Τεγυραία.
Κατά μια εκδοχή εδώ γεννήθηκε ο Απόλλωνας.
Αφού η Λητώ έμεινε έγκυος από το Δία, γύριζε από τόπο σε τόπο να γεννήσει, μα καμιά χώρα δε τη δεχόταν φοβούμενη την οργή της Ήρας.
Αφού πέρασε πολλά μέρη κατέληξε στο βουνό Πτώο, ανατολικά της Κωπαΐδας.
Εκεί όμως τρόμαξε από ένα αγριογούρουνο που πετάχτηκε στο δρόμο της και αμαγκάστηκε να φύγει. Πέρασε βόρεια της λίμνης και κατέληξε στην Τεγύρα.
Εδώ ανάμεσα στις δυο πηγές, Ελαία και Φοίνικα, σε αυτό τον απόμερο τόπο, είδε το φως για πρώτη φοπρά ο θεός της αρμονίας, της γαλήνης και της πνευματικής διαύγειας , ο Απόλλωνας. Κατα τον Πλούταρχο λέγεται και Τεγυραίος Απόλλωνας.
Στο λόφο, τον ονομαζόμενο Δήλο, λειτουργούσε αξιόλογο μαντείο μέχρι τα χρόνια των Μηδικών πολέμων και του Πελοποννησιακού πολέμου και μόνο ύστερα απ' αυτούς έμεινε άφωνο.
Όπως γράφει ο Πλούταρχος, ενώ το μαντείο των Δελφών πανικοβλήθηκε στους περσικούς πολέμους και συμβούλεψε τους Αθηναίους να εγκαταλείψουν τα υπάρχοντά τους και την πόλη τους και να φύγουν, αντίθετα το Τεγυραίο μαντείο έδωσε χρησμό υπέρ των Ελλήνων. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο (πάντα κατά τον Πλούταρχο) το Τεγυραίο μαντείο αποδείχτηκε ανώτερο του Δελφικού.
http://viotikoskosmos.wikidot.com/tegira

Τετάρτη 6 Μαΐου 2009

Οι ανεκδιήγητοι

Σε κάποιους που είχαν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, που πίστευαν ότι αυτοί μόνο είναι καλοί και ενάρετοι και περιφρονούσαν όλους τους άλλους, είπε ο Κύριος την παραβολή του «Τελώνου και του Φαρισαίου».
Οι δυο αυτοί άνθρωποι ανέβηκαν στο ναό του Σολομώντος να προσευχηθούν.
Οι τελώνες χαρακτηρίζονταν γενικά άνθρωποι άδικοι, ενώ οι Φαρισαίοι, ως διδάσκαλοι του Μωσαϊκού Νόμου, είχαν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και εκτίμηση από τους ανθρώπους.
Ο Φαρισαίος προχώρησε μπροστά, προς το θυσιαστήριο. Στάθηκε όρθιος, για να φαίνεται καλά, κι άρχισε να προσεύχεται υπερβολικά ευχαριστημένος:
— Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου, γιατί δεν είμαι εγώ σαν τους άλλους ανθρώπους, που είναι γεμάτοι κακία: κλέφτες, άδικοι, ανήθικοι…., ούτε σαν αυτόν τον τελώνη· και γύρισε με περιφρόνηση να τον δείξει. Όλοι είναι ένοχοι, άξιοι να καταδικαστούν. Εγώ ξεχωρίζω από όλους, είμαι γεμάτος από αρετές. Νηστεύω… κάνω προσφορές στο ναό παραπάνω από εκείνο που ορίζει ο Νόμος…
Και ο Τελώνης;
Ω! Αυτός δεν αισθανόταν τον εαυτό του άξιο να προχωρήσει. Έμεινε μακριά από το θυσιαστήριο. Με το κεφάλι σκυμμένο. Δεν τολμούσε ούτε τα χέρια του, αλλά ούτε και το βλέμμα του να υψώσει προς τον ουρανό. Μόνο χτυπούσε το στήθος του, γιατί αισθανόταν πόσο αμαρτωλή ήταν η καρδιά του απέναντι στο Θεό.
Μόνο τα χείλη του ψιθύριζαν συνέχεια τούτα τα λόγια: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», δηλαδή «Ω Κύριε και Θεέ, σπλαχνίσου με και συγχώρησέ με τον αμαρτωλό!»
Τούτο τον ταπεινωμένο τελώνη, που πίστευε πως ήταν άξιος να τιμωρηθεί, ο Θεός τον συγχώρησε, όχι όμως και τον Φαρισαίο.
Γιατί καθένας που υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί. Ενώ εκείνος που ταπεινώνει τον εαυτό του, θα υψωθεί και θα τιμηθεί από το Θεό.

Σάββατο 2 Μαΐου 2009

Παρασκευή 1 Μαΐου 2009

Ο κόκορας (ανέκδοτο)

Κάποτε κάποιος αγρότης έψαχνε για πολύ καιρό να βρει έναν νταβραντισμένο κόκορα για το κοτέτσι του, με τις 180 κότες. Όσους κι αν αγόραζε δεν τα κατάφερναν και αμέσως ψοφούσαν.
Κάποια στιγμή επιτέλους αγόρασε έναν που έμοιαζε αρχοντικός. Με το που μπήκε στο κοτέτσι και είδε τις κότες ο κόκορας, ξαφνικά γεμίζει αέρα, φουσκώνει, γουρλώνουν τα μάτια του, κάνει ΚΙΚΙΡΙΚΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥ και τρέχοντας πηδάει τη μια κότα μετά την άλλη, ώσπου κάνει το γύρο και των 180 .....δυο φορές!
Οι κότες είχανε μείνει στα άχυρα με ένα ηλίθιο χαμόγελο ευτυχίας.
Ανήσυχος ο αγρότης πάει να τον πιάσει, αλλά ο κόκορας του ξεφεύγει από το κοτέτσι.
Κυνηγώντας τον ο αγρότης, βλέπει σπαρμένο το δρόμο με ζωάκια που είχαν ένα ηλίθιο βλέμμα ευτυχίας: γουρούνια, σκύλους, γάτες, γαϊδούρια, άλογα, πάπιες, χήνες, σκίουρους, αλεπούδες, ακόμα και χελώνες και... σκαντζόχοιρους κι όλα τα ζωάκια του δάσους ανάσκελα!!!
Ώσπου μετά από λίγο, βλέπει τον κόκορα πεσμένο ανάσκελα, ημιθανή με τη γλώσσα έξω κι από πάνω του να φέρνουνε κύκλο καμιά 10αριά όρνια.
Πανικόβλητος που χάνει τέτοιο απίστευτο ζώο, τρέχει κοντά του και τον παρακαλεί:
- Μη μου ψοφήσεις αρχηγέ!!!
Κι ο κόκορας:
- Φύγε ρε ... θα μου διώξεις τα όρνια!

Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Πρωτομαγιά


Κίνησε Μάης για να ’ρθει
κι έχει μεγάλη στράτα,
τι να του πάρω πρώτα μου,
τον ήλιο ή τα μαντάτα!

Τέτοιο Μάη, μάνα μου,
άλλο να μη μου στείλεις,
να λέει στην αγάπη μου
σκοτώθηκε ο Απρίλης.

Δε με συγχωρώ

Η μυστική εβδομάδα της Αφροδίτης

...Η νεανική της παρουσία αποτελεί το στολίδι του γραφείου. Όταν περνά από μπρος μου, με τη δροσερή της αγκαλιά φορτωμένη φακέλους σα να μεταφέρει τα φρούτα της Πομόν, χίλιοι ασελγείς δαίμονες ξεπετάγονται από τους αριθμούς κι ορμούν καταπάνω μου.
Καμία περιγραφή του όμορφου προσώπου της δε θα 'τανε πιστή.

Τι να πω άραγε για τους στρογγυλούς γλουτούς της μικρής δακτυλογράφου, για τους αγγελικούς αυτούς γλουτούς.
Τι να πω για την ανοιξιάτικη σχισμή, την -προσωρινά- τόσο φρόνιμη.
Αυτή η μαγεία, που 'ναι άκρως φευγαλέα και σβήνει πολύ γρήγορα, προστατεύεται από τη γραφομηχανή, πάνω στην οποία τα ευλύγιστα δάχτυλά της έχουνε κάθε εξουσία.

Η γραφομηχανή ανανεώνει αδιάκοπα το μαγικό μυστήριο.
'Αλλωστε, αυτή η λέξη της αρέσει.

Η Ζερμαίν, όπως πολλά σύγχρονα κορίτσια, ευχαρίστως παραδίνεται στην επίπονη και βαθιά διείσδυση που ο Μπραντόμ αποκαλούσε "τα παιχνίδια της οπισθίας Αφροδίτης"…
Δεν ξέρω τίποτε για τη ζωή της, πέρα από τις ώρες που περνάμε μαζί, στο ηλιόλουστο γραφείο μου. Υποθέτω πως πηγαίνει να συναντήσει το μορφονιό που της τα τρώει και που μένει σε κάποια γειτονιά άγνωστη σε μένα.

Η Ζερμαίν σε λίγο καιρό θα παντρευτεί. Αυτό νομίζω, το ξέρω.
Το ζήτημα είναι να μάθω αν θα παραμείνει δαχτυλογράφος. 'Αλλωστε αυτό μόνο μ' ενδιαφέρει.
Στη περίπτωση που ο σύζυγος της εξασφαλίζει μια άνετη ζωή, μακράν από κάθε εργασία, η ακατανίκητη έλξη της θα χανόταν οριστικά. Όμως παντρεμένη και πάντοτε δαχτυλογράφος, η Ζερμαίν θα συνεχίσει ν' αποτελεί, για όποιον προσπαθήσει να δουλέψει δίπλα της, αιτία πνευματικής διαταραχής.
Πιθανόν, επίσης, η ερωτική ζωή της δακτυλογράφου να υπερτερεί, κατά πολύ, κείνης της συζύγου. Η διαστροφή που την εξωθεί να δοκιμάζει όλα τα σαρκικά παιχνίδια, απορρέει από τα ελλοχεύοντα, στο επάγγελμά της, αόρατα στοιχεία.
Με τον άντρα της θα μπορεί κάλλιστα, να 'ναι μια γυναίκα φιλήδονη, όπως τόσες χιλιάδες άλλες φιλήδονες γυναίκες...
Εγώ πάντως, φαντάζομαι τη Ζερμαίν μόνο με τα φουστάνια ανασηκωμένα, κι έτσι στα ξαφνικά, δίχως προετοιμασία. Με δυσκολία τη βλέπω να φορά νυχτικιά και να ξαπλώνει στο κρεβάτι.
Είναι ευνόητο πως ο σύζυγός της θα τη γνωρίσει ολόγυμνη, από τα νύχια ως τη κορφή. Πλην όμως, για τον άντρα μιας δακτυλογράφου, η γυναίκα του δεν υπήρξε ποτέ δακτυλογράφος.

(Orlan Pierre Mac - Η Mυστική Eβδομάδα Tης Αφροδίτης, Μετάφραση: Βλάσης Καμάρας, Εκδόσεις: "Νεφέλη")

Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

Μια διδακτική ιστορία

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πουλί που πετούσε προς τις ζεστές χώρες.
Από το πολύ το κρύο όμως λιποθύμησε και έπεσε κάτω.
Μια αγελάδα που περνούσε από κει, δεν το πρόσεξε, έκανε τα κακά της πάνω του και το πουλί καλύφθηκε όλο με ακαθαρσίες.
Το πρωί, όταν βγήκε ο ήλιος, οι ακαθαρσίες έλιωσαν και το πουλί φώναζε από την χαρά του.
Τότε, το άκουσε ένας γάτος που περνούσε από κει, το άρπαξε και το έφαγε.
Συμπέρασμα:
1. όποιος σε ρίχνει στα σκατά δεν θέλει απαραίτητα το κακό σου
2. όποιος σε βγάζει απ' αυτά δεν θέλει απαραίτητα το καλό σου
3. όταν χαίρεσαι, να κρατάς το στόμα σου κλειστό!

Το κουδουνάκι (γιαπωνέζικο παραμύθι)

Κάποτε σε ένα χωριό δίπλα στη θάλασσα ζούσε ένας σοφός γέροντας.
Του άρεσε να κάθεται στη βεράντα του και να κοιτά τη θάλασσα.
Για να μη νιώθει μοναξιά είχε κρεμάσει ένα ασημένιο κουδουνάκι στη σκεπή της βεράντας. Μόλις φυσούσε λίγο ο αέρας το ασημένιο κουδουνάκι χτυπούσε χαρούμενα.
Ο γέροντας περνούσε ώρες και ώρες στη βεράντα του. Χάζευε τη θάλασσα, άκουγε το κουδουνάκι και χαμογελούσε ευτυχισμένος.
Στο ίδιο χωριό ζούσε κι ένας φαρμακοποιός. Ήταν πολύ δυστυχισμένος γιατί οι δουλειές του δεν πήγαιναν καλά κι ήταν τόσο λυπημένος που δεν ήξερε τι να κάνει.
Αποφάσισε λοιπόν να πάει στο γέροντα και να ζητήσει τη συμβουλή του.
Όταν έφτασε σπίτι του τον είδε να κάθεται ευτυχισμένος δίπλα στη θάλασσα. Μόλις άκουσε το γλυκό ήχο του κουδουνιού κατάλαβε το γιατί.
Έτσι ζήτησε από τον γέροντα να του δανείσει για λίγο το κουδουνάκι.
- Γιατί όχι, είπε εκείνος. Σε παρακαλώ όμως να μου το επιστρέψεις γιατί χωρίς αυτό είμαι δυστυχισμένος.
Ο φαρμακοποιός τον ευχαρίστησε και υποσχέθηκε να του φέρει το κουδουνάκι την άλλη μέρα. Όταν πήγε σπίτι του έβαλε το κουδουνάκι στο κήπο του κι ο ήχος του ήταν τόσο χαρούμενος που ο φαρμακοποιός χαλάρωσε, η ζωή του φάνηκε όμορφη και άρχισε μονομιάς να χορεύει....
Την επόμενη μέρα ο φαρμακοποιός δε φάνηκε από το σπίτι του γέροντα και εκείνος είχε κιόλας χάσει το κέφι του χωρίς το κουδουνάκι του. Κάθε λίγο και λιγάκι έβγαινε στο δρόμο και κοιτούσε μήπως ερχόταν κανείς αλλά που.
Έτσι όταν πήγε πια μεσημέρι ο γέροντας φώναξε ένα μαθητή του, τον Τσιάο και του είπε:
Πήγαινε μέχρι το σπίτι του φαρμακοποιού σε παρακαλώ. Χτες του δάνεισα το ασημένιο κουδουνάκι μου μα ξέχασε να μου το επιστρέψει.
Ο Τσιάο έτρεξε στο σπίτι του φαρμακοποιού αλλά μόλις μπήκε στο κήπο άκουσε τη γλυκιά μελωδία από το κουδουνάκι, είδε το φαρμακοποιό να χορεύει και αισθάνθηκε τόσο χαρούμενος που άρχισε κι αυτός να χορεύει!
Εν τω μεταξύ είχαν περάσει κιόλας τόσες ώρες και στο σπίτι του γέροντα δεν είχε φανεί ούτε ο φαρμακοποιός ούτε ο Τσιάο.
Ο γέρο σοφός θυμωμένος φώναξε ένα άλλο μαθητή του, τον Κοτάρο και του είπε:
Τρέχα στο σπίτι του φαρμακοποιού και πες του να μου φέρει αμέσως το ασημένιο μου κουδουνάκι. Κι αν συναντήσεις στο δρόμο τον Τσιάο πες του πως πρέπει να ντρέπεται που δεν ακούει το δάσκαλο του.
Ο Κοτάρο πήγε στο σπίτι του φαρμακοποιού όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Όταν έφτασε εκεί είδε έκπληκτος τον Τσιάο και το φαρμακοποιό να χορεύουν χαρούμενοι στον κήπο και πριν καλά καλά το καταλάβει αισθάνθηκε τόσο ευτυχισμένος που άρχισε να χορεύει κι εκείνος.
Ο ήλιος κόντευε να δύσει και ο γέροντας ακόμα περίμενε το ασημένιο κουδουνάκι του.
Τον έπιασε μια βαθιά μελαγχολία χωρίς τον ήχο του αγαπημένου του κουδουνιού. Τελικά δεν άντεξε άλλο και πήγε ο ίδιος να δει τι συνέβαινε.
Σαν έφτασε επιτέλους στο σπίτι άκουσε τον ήχο του ασημένιου κουδουνιού και είδε στον κήπο, ανάμεσα στα λουλούδια, τον φαρμακοποιό και τους δυό του μαθητές να χορεύουν χαρούμενα. Ο γέροντας απόρησε και δεν ήξερε τι εξήγηση να δώσει. Δεν έμεινε όμως πολύ ώρα έτσι.
Η λύπη του εξαφανίστηκε και ένιωσε την επιθυμία να χορέψει. Πιάστηκε χέρι-χέρι με το φαρμακοποιό ,τον Τσιάο και τον Κοτάρο και ευτυχισμένοι συνέχισαν να χορεύουν όλοι μαζί.
Κι όποιος περνούσε απ το σπίτι του φαρμακοποιού το έριχνε κι αυτός στο χορό.

Κι αν τύχει και περάσεις ποτέ από κει θα τους δεις ακόμα, όλους μαζί να χορεύουν αλλά δεν ξέρω αν θα γυρίσεις πίσω γιατί μπορεί κι εσύ να μείνεις εκεί και να χορέψεις μαζί τους.
Μα κι αν δε περάσεις μην ανησυχείς. Ψάξε γύρω σου, υπάρχουν αρκετά κουδουνάκια αλλά δεν τα ακούς...

Τρίτη 21 Απριλίου 2009

Ο μπλανός

Ο μπλανός είναι μια παραδοσιακή πίτα από καλαμποκίσιο ή σταρένιο αλεύρι που γίνεται πολύ πηχτός χυλός και στον οποίο προστίθενται τα αγριόχορτα και η φέτα.
Ψήνεται όλο μαζί, ζύμη και γέμιση, σαν ενιαίο μείγμα.
Η πίτα κατάγεται από τη Θεσσαλία και η θεσσαλιώτικη ονομασία της είναι πλαστός.
Τα παλιά χρόνια που οι οικογένειες ήταν μεγάλες, οι νοικοκυρές τον έφτιαχναν σε μεγάλα στρογγυλά ταψιά, απ' αυτά που δεν χωράνε στους ηλεκτρικούς φούρνους.
Την άνοιξη που υπάρχει ποικιλία άγριων χόρτων η νοστιμιά του είναι απαράμιλλη.
Αν και παραδοσιακό αγαπημένο top φαγητό κάθε συγχωριανού, τείνει να εκλείψει καθώς οι νέες νοικοκυρές δεν ξέρουν να μας κάνουν πίτες.
Εγώ δεν είμαι ούτε η Βέφα ούτε η Μαίρη Παναγιωταρά, αλλά παραθέτω μια συνταγούλα βάση των όσων λίγων έχω παρατηρήσει τόσα χρόνια βλέποντας τη μάνα μου.
Υλικά
• Χόρτα της αρεσκείας σας με ότι μυρωδικά σας αρέσουν (σπανάκια ,σέσκουλα, λάπατα, ζοχούς, πράσσα, κρεμμυδάκια)
• χοντροκομένη φέτα
• αλεύρι
• λάδι
Εκτέλεση
Πλένω τα χόρτα και τα κόβω σε κομμάτια , αλατίζω και ρίχνω και τριμμένη φέτα .
Φτιάχνω ένα χυλό από αλεύρι, νερό, αλατάκι και λίγο λάδι ούτε πολύ σφιχτό ούτε πολύ αραιό, φανταστείτε να μπορεί να απλώνεται .
Λαδώνω ένα ταψί και βάζω από τον χυλό να καλύψω τον πάτο του ταψιού, έπειτα βάζω τα χόρτα και τελειώνω πάλι με χυλό .
Ρίχνω λίγο λαδάκι από πάνω και ψήνω μέχρι να ροδίσει.

Δευτέρα 20 Απριλίου 2009

Σαν την παπαρούνα μοιάζεις

Πέρασε κι ο χειμώνας με τις μπόλικες βροχές του και ήρθε η άνοιξη.
Παντού καταπράσινα λιβάδια με κατακόκκινες παπαρούνες.
Κλείνω τα μάτια και με βλέπω να παίζω κυνηγητό σ’ ένα τέτοιο λιβάδι με μια όμορφη κοπέλα. Φοράει ένα κατακόκκινο φόρεμα αρκετά μακρύ (μάλλον καλύτερα πολύ κοντό), τα μακριά της ξανθά μαλλιά ανεμίζουν, το στήθος της πάλλεται, τρέχει ξυπόλητη και κρατάει στο ένα χέρι τα παπούτσια της και στο άλλο μια παπαρούνα.
Ανοίγω τα μάτια και με βλέπω μπροστά στον υπολογιστή περασμένα μεσάνυχτα.
Δεν τα ξανακλείνω γιατί θα με πάρει ο ύπνος.
Παραμερίζω την ερωτική διάθεση και προς μεγάλη μου απογοήτευση θα γράψω δυο λόγια για την ιστορία της παπαρούνας.
Η παπαρούνα ήταν το ιερό φυτό της θεάς Δήμητρας και η παρουσία της ανάμεσα στα ανοιξιάτικα σπαρτά συμβόλιζε την προστασία της θεάς.
Στις πομπές, στα Ελευσίνια Μυστήρια, στόλιζαν τα αγάλματα της θεάς με άνθη παπαρούνας. Οι αρχαίοι Έλληνες ιερείς γνώριζαν καλά τις υπνωτικές και ναρκωτικές ιδιότητες του φυτού, καθώς οι γιοι του Άδη ο Ύπνος και ο Θάνατος κρατούσαν παπαρούνες στα χέρια τους.
Είναι προφανής ο συμβολισμός της χρήσης του φυτού καθώς από τον ύπνο που μπορεί να προκαλέσει η κοινή παπαρούνα φθάνουμε στον θάνατο που μπορεί να τον προκαλέσει η οπιούχος παπαρούνα.
Είναι πράγματι να απορεί κανείς με τις γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων πάνω στις οποίες στηρίχτηκε όλη η ελληνική μυθολογία.
Η χριστιανική παράδοση θέλει την παπαρούνα να φυτρώνει κάτω από το σταυρό του Χριστού και να παίρνει το χρώμα της από σταγόνες αίματος.
Για το χρώμα της οι αρχαίοι Έλληνες είχαν φτιάξει τον παρακάτω μύθο:
Έλεγαν πως το χρώμα της η παπαρούνα το χρωστάει στο αίμα του Άδωνη που ζούσε τέσσερις μήνες στον Κάτω Κόσμο και οκτώ με την Αφροδίτη στους κάμπους, στα βουνά, στα δάση και στους αγρούς.
Κάθε φορά που ερχόταν η εποχή να εγκαταλείψει τον Άδη και να έλθει πάλι πάνω στη γη, η φύση ολόκληρη τον υποδεχόταν με λαμπρότητα .
Τα χωράφια γίνονταν καταπράσινα, τα λουλούδια και τα δέντρα άνθιζαν και ένα υπέροχο άρωμα πλημμύριζε την ατμόσφαιρα.
Ο έρωτας της Αφροδίτης για τον Άδωνη θύμωσε τόσο πολύ τον Άρη, ώστε μια μέρα έστειλε έναν κάπρο που με τους χαυλιόδοντές του πλήγωσε θανάσιμα τον πανέμορφο Άδωνη.
Η ερωτευμένη Αφροδίτη έχυσε τόσα δάκρυα όσες σταγόνες αίμα κύλησαν από την πληγή του αγαπημένου της.
Από κάθε δάκρυ της φύτρωνε ένα τριαντάφυλλο, και από κάθε ρανίδα από το αίμα του Άδωνη φύτρωνε και μια παπαρούνα.
Τον ερωτικό συμβολισμό της παπαρούνας τον συναντάμε και στο Δημοτικό τραγούδι:

Όλες οι παπαρούνες μωρ' Παναγιούλα μου
όλες οι παπαρούνες με γέλια με χαρές
κι η δόλια η Παναγιούλα με δυο λαβωματιές.
Το λάβωμά της είναι που δεν παντρεύεται
και μέσα στο χωριό της δεν προξενεύεται.

Παρασκευή 17 Απριλίου 2009

Έλληνας, νεοέλληνας

…εμείς οι νέοι με τους αρχαίους Έλληνες έχουμε τόσα κοινά, όσα ο χασαποσφαγέας με τις κορδέλες, και η μοδίστρα με τα κριάρια.
Είναι μεγάλη ιστορία να πιαστώ να σε πείσω, ότι οι νεοέλληνες από τους αρχαίους έχουμε μόνο το τομάρι που κρέμεται στο τσιγκέλι του σφαγέα.

Θα σε καλέσω όμως σ’ έναν απλό περίπατο. Θα κάνουμε ένα πείραμα, που λένε οι φυσικοί. Για να `χουμε αποτέλεσμα έμπεδο.
Θα επιχειρήσουμε μια στατιστική έρευνα. Θα διατρέξουμε τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη. Από το χωριό Πυρσόγιαννη της Ηπείρου ως την επαρχία Βιάνου της Κρήτης. Από τη Νίψα και τις Σάππες της Θράκης ως το Παραλίμνι της Κύπρου, κι ως την άκρη το Ταίναρο.
Όλα τούτα τα αθώα και ανυποψίαστα πλήθη θα τα ρωτήσουμε δυο τρεις ερωτήσεις από το Ελληνικό, κι άλλες τόσες από το Εβραίικο.
Στο Ελληνικό λοιπόν. Να μας ειπούν τι γνωρίζουν για την Αρχαία Ελλάδα. Ζητούμε μια γνώση σοβαρή και υποψιασμένη. Όχι φολκλόρ και γραφικότητες.
Γιατί γνώση της Ελλάδας είναι εκείνο που ξέρουμε να το ζούμε κιόλας. Όχι δηλαδή ο Ηρακλής μωρό έπνιξε τα φίδια, ότι ο Αρχιμήδης εχάραζε κύκλους στην άμμο, ούτε ταν ή επί τας, μέτρον άριστον, ο Μινώταυρος στην Κρήτη και το πιθάρι του Διογένη, ούτε αν ξέρουν πως η ψωλή του Δία εγίνηκε κεραυνός και χτύπησε τους σχιστούς λειμώνες της Ολυμπιάδας, για να γεννήσει στο Φίλιππο τον Αλέξανδρο.
Τέτοια γνώση της κλασικής Ελλάδας θα `τανε τουρισμός στην Τυνησία. Η φουστανέλα και το κόκκινο φέσι στη Μελβούρνη και στην Πέμπτη Λεωφόρο κατά τις εθνικές γιορτές. Θα ζητήσουμε γνώση ουσίας.
Να μας ειπούνε, δηλαδή, αν έχουνε ακουστά τα ονόματα Εμπεδοκλής, Αναξίμανδρος, Αριστόξενος ο Ταραντίνος, Διογένης Λαέρτιος, Αγελάδας, Λεύκιππος, Πυθαγόρας ο Ρηγίνος, Πυθέας…
Να μας μιλήσουν για κάποιους όρους σειράς και βάσης, όπως σφαίρος στον Εμπεδοκλή, κενό στο Δημόκριτο, εκπύρωση στον Ηράκλειτο, μηδέν στον Παρμενίδη, κατηγορία στον Αριστοτέλη, τόνος στους Στωικούς.
Από το Ελληνικό ερχόμαστε στο Εβραίικο. Ερωτάμε το ίδιο στατιστικό δείγμα, το ευρύ και το πλήρες, αν έχουν ακουστά τα ονόματα Μωϋσής, Αβραάμ, Ησαϊας, Ηλίας με το άρμα, Νώε, Βαφτιστής, Εύα η πρωτόπλαστη, Ιώβ, ο Δαναήλ στο λάκκο, η Σάρα που γέννησε με εξωσωματική. Και όχι μόνο τα ονόματα, αλλά και τις πράξεις ή τις αξίες που εκφράζουν αυτά τα ονόματα.
Υπάρχει γριά στην επικράτεια που να μην ξεύρει τούτους τους εβραίους; Δεν υπάρχει ούτε γριά, ούτε ορνιθοκλόπος στις Σποράδες, ούτε κλεφτογιδάς στην Κρήτη.

Εδώ τα ποσοστά αντιστρέφουνται. Στους χίλιους νεοέλληνες τα ναι γίνουνται ενιακόσια τόσα, και τα όχι δύο.
Και μην μας παραπλανά το απλοϊκό δικηγοριλίκι, που κανοναρχούν ιεροκήρυκες και ιερολόγοι, ότι τάχατες άλλο Εβραίοι κι άλλο χριστιανοί. Άλλο ορθόδοξοι κι άλλο ρωμαιοκαθολικοί.
Όσοι λένε τούτη την παλαβομάρα, είναι σα να λένε: Άλλο εταίρα κι άλλο πουτάνα. Μα σε σεμνεία δουλεύουνε και οι δύο. Άλλο δρομέας κι άλλο δισκοβόλος. Μα αθλητές είναι και οι δύο.
Ο Θεοδόσιος εγκρέμισε τους ναούς, έσπασε τα αγάλματα, έκλεισε το στάδια, τα θέατρα, τα ελληνικά σχολεία. Όλες τις πηγές που ποτίζανε την ελληνική αντίληψη ζωής. Γι’ αυτό τον εβαφτίσανε Μέγα.

Όπως εβαφτίσανε Μέγα και τον προαγωγό του, με τη διπλή σημασία η λέξη, τον Κωνσταντίνο. Τον καίσαρα που έσφαξε τη γυναίκα του και το γιό του.
Και τους εβάφτισαν «Μέγας» εκείνοι που εβάφτισαν Μέγα και τους Αθανάσιους, τους Βασίλειους, και όσους τέτοιους. Όλοι τους γκρεμιστάδες, παραχαράκτες, αλάριχοι, βάνδαλοι της ελληνικής ιδέας.

Έλληνες θα ειπεί δύο και δύο τέσσερα στη γη. Όχι δύο και δύο είκοσι δύο στον ουρανό.
Έλληνες θα ειπεί να προσκυνάς τακτικά στους Δελφούς το γνώθι σαυτόν. Όχι να κάνεις την εξομολόγηση στους αγράμματους πνευματικούς και στους μαύρους ψυχοσώστες.
Έλληνες θα ειπεί να σταθείς μπροστά στη στήλη του Κεραμεικού και να διαβάσεις το επιτύμβιο:
“Κιναιδεία η παρά φύσιν ασέλγεια”

Από το βιβλίο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΑΝΤΙΝΗ, «ΓΚΕΜΜΑ»

Κάπου βελάζουν πρόβατα, κάπου βροντούν κουδούνια

Μικρός ακούγοντας τα κουδούνια από τα κοπάδια των προβάτων που έβοσκαν στα πέριξ αλλά και μέσα στους δρόμους του χωριού, δεν μπορούσα να καταλάβω για ποιο λόγο τούς τα κρεμούσαν στο λαιμό.
Στην πορεία έμαθα ότι τα κουδούνια στο κοπάδι έπαιζαν διπλό ρόλο:
1) βοηθούσαν τον τσοπάνο πρακτικά, δηλαδή στο σκάρο, στο σάλαγο, στη στρούγκα και στο στάλο. Με τον ήχο των κουδουνιών που τον καθόριζε το υλικό, το σχήμα, το μέγεθος και το βάρος τους, οι τσοπάνοι παρακολουθούσαν την κίνηση του κοπαδιού, και
2) είχαν καλλιτεχνικό ρόλο, δηλαδή σαν όργανα μουσικής από μόνα τους ή συνοδείας στη φλογέρα. Το κοπάδι του μερακλή βλάχου γινόταν αντιληπτό από την μελωδία των κουδουνιών του.
Τα κουδούνια στο λαιμό των ζώων ήταν δύο ειδών:
α) τα προβατοκούδουνα που ήταν χάλκινα φουσκωτά κουδούνια για τα πρόβατα και

β) τα κυπριά, χυτά ορειχάλκινα για τα γίδια.
Το μεγαλύτερο και βαρύτερο κυπρί κρεμόταν στο πιο μεγάλο κριάρι που ήταν και ο αρχηγός του κοπαδιού.
Η φωνή , το μέγεθος , το σχήμα του κουδουνιού και μερικές άλλες λεπτομέρειες προσέδιδαν διαφορετικά ονόματα στα κουδούνια.
Υπήρχαν οι κουδούνες (τα πολύ μεγάλα κουδούνια), οι πίπες ή μπουζούκες (κουδούνια 2-3 οκάδων που έβγαζαν έναν παράξενο αχό πιπ-πιπ), η κλαπακιόρα (κουδούνι με βαρύ ήχο), τα μεσοκούδουνα (μέτρια σε μέγεθος), τα κριαροκούδουνα (για τα κριάρια), τα γαλαροκούδουνα (για τα γαλάρια), τα διπλοκούδουνα ή δίχειλα (το 'να μέσα στ' άλλο), τα χοντροκούδουνα και τα ψιλοκούδουνα (με χοντρή ή αντίστοιχα ψιλή φωνή), τα πλακωτά κουδούνια (με πλακέ σχήμα), οι γουργούρες ή τα γουργούρια (μικρά κουδουνάκια), τα βραχνοκούδουνα (μεγάλα κουδούνια με βραχνή και βροντερή φωνή) κλπ.
Απ’ όλα τούτα αμφιβάλω αν στις μέρες μας υπάρχει έστω κι ένα για δείγμα και αναρωτιέμαι γιατί τόσα χρόνια δεν έχει γίνει από κανέναν μια προσπάθεια περισυλλογής και ανάδειξης όλων αυτών των «παλιακών» αντικειμένων που χρησιμοποιούσαν οι γονείς και οι παππούδες μας στην καθημερινότητά τους.
Πολύ φοβάμαι ότι τα παιδιά μας «θα μας κρεμάσουν κουδούνια» για την αδιαφορία μας που είναι έγκλημα σε βάρος της ιστορίας του χωριού μας.
Αντί ν’ ασχοληθούμε με τα ουσιώδη και να φτιάξουμε μια λαογραφική αίθουσα, ο καημός μας ήταν να ολοκληρωθεί το κτίριο δίπλα στην εκκλησία για να κάνουμε τα μνημόσυνα και να πίνουμε καφέ στην υγειά των πεθαμένων.
Τι του λείπει του ψωράρη, φούντα με μαργαριτάρι...
Υπάρχει κι ένα βιντεάκι για τα κουδούνια των προβάτων από την εκπομπή "Γυρίσματα".

Τετάρτη 15 Απριλίου 2009

Καλό Πάσχα!!!

Μπήκαμε και στη Μεγαλοβδομάδα…
Ακούω καμπάνες κι αναρωτιέμαι "για ποιον χτυπά η καμπάνα!"
Κοινώς έφτασε το πλήρωμα του χρόνου να πατήσω το πόδι μου στην εκκλησία. Βέβαια μια κουβέντα είναι αυτή γιατί πώς να περάσεις το κατώφλι όταν έχεις κάτι χρόνια να μεταλάβεις, από τότε που γεννήθηκες να εξομολογηθείς ενώ έχεις ξεχάσει ποια φαγητά είναι νηστίσιμα και ποια όχι. Κάνω πως δε θυμάμαι και κάποια αρνητικά σχόλια που έχω γράψει παλιά για τον ψάλτη και τους επιτρόπους…
Θέλοντας και μη μ’ όλα αυτά, με το που μπαίνεις στο ναό, στο πίσω μέρος του μυαλού σου αχνοφαίνονται τα καζάνια της κόλασης να σιγοβράζουν.
Και δεν ξέρεις ρε γαμώτο αν θα ζήσεις και πολλά χρόνια μπας και στα στερνά σου καταφέρεις να συμμαζέψεις τα ασυμμάζευτα δίνοντας το παρόν στην εκκλησία κάθε Κυριακή, κάνοντας προσευχές και γονυκλισίες, άντε και καμιά ολονυκτία.
Είχαμε τον Όσιο Σεραφείμ, βοήθειά μας, δυο βήματα απ’ την πόρτα μας και πηγαίναμε τόσα χρόνια πέντε λεπτά πριν την Ανάσταση, ανάβαμε το κεράκι μας και επιστρέφαμε ελαφρά την καρδία να απολαύσουμε το κοκορετσάκι.
Εδώ και δυο χρόνια περίπου, από τότε που ο νέος ηγούμενος εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι του Αϊ Νικόλα, έχει καταφέρει να συγκεντρώσει όλη την υψηλή κοινωνία του χωριού και όχι μόνο.
Έχει αποκτήσει το δικό του fun club, κάτι σαν το Σάκη δηλαδή, κι όλες οι χαμηλοβλεπούσες κυράδες του χωριού δεν λένε να ξεκολλήσουν κάθε Κυριακή από τη Θεία Λειτουργία.
Κάτι η μεγάλη του αγιοσύνη (λένε ότι την έχει μεγάλη) κάτι η μελωδική φωνή του νεόκοπου ψάλτη, έχουν ανάγει το μοναστήρι σε must τόπο συνάθροισης και προσευχής.
Το χάπενινγκ κλείνει πάντα μ’ ένα καφεδάκι, με ανάλαφρη συζήτηση και light εξομολόγηση συνοδευόμενα από το ανάλογο λουκουμάκι.
Όλα αυτά βέβαια εις βάρος του ναού του χωριού που τις Κυριακές δείχνει άδειος, καθότι του έχουν μείνει οι λιγοστές γιαγιάδες που δεν έχουν ποιος να τις πάει στο μοναστήρι. Άσε που δείχνουν τρισευτυχισμένες αφού λόγω ηλικίας δεν πολυακούνε τις άριες του ψάλτη (γι’ αυτόν Θεέ μου πρέπει να με συγχωρέσεις, είναι κυριολεκτικά άσχετος).
Απ’ όλα όσα προείπα, προκύπτει αβίαστα το δίλλημα πού να εκκλησιαστώ αυτές τις άγιες μέρες (κάτι σαν το σταυροδρόμι της Αρετής και της Κακίας).
Σε πείσμα της γυναίκας μου που θέλει να πάει στον Αη Νικόλα, εγώ έχω αποφασίσει να κάνω Ανάσταση στον Όσιο Σεραφείμ, έστω κι αν θεωρηθώ ντεμοντέ.
Πολλοί θα μου πείτε «στα τσακίδια αμαρτωλέ, πουθενά να μην εκκλησιαστείς, στην πυρά, στην πυρά με τις ξενέρωτες».
Έλα μωρέ, αν έγραψα και καμιά κακιούλα δεν φταίω, ο έξω από δω μ’ έβαλε (φτου, φτου, φτου). Εσείς που είστε καλοί Χριστιανοί συγχωρήστε με.
Καλό Πάσχα!
Καλή Ανάσταση!
(Τώρα τι σχέση έχει η φωτογραφία με την Ανάσταση; Αυτά τα πόδια γιατρέ μου και νεκρούς ανασταίνουν!)

Τρίτη 14 Απριλίου 2009

Βρώμικα φιλιά

Ανεβαίνω μια σκάλα με πολλά σκαλοπάτια
κάνει ζέστη πολύ και ο ιδρώτας στα μάτια
μου θυμίζει πως δεν πρέπει να το παρακάνω
τι να κανω ο φτωχός, δεν μπορώ να ανασάνω.

Απ' τη μία που λες τα τσιγάρα κομμένα,
απ' την άλλη τα ξύδια είναι απαγορευμένα,
τις γυναίκες με μέτρο πρέπει τώρα να αγγίζω
και τους άλλους πειρασμούς πρέπει να τους ξορκίζω.

Μα δεν θέλω γιατρέ μου καμιά νοσοκόμα
θέλω βρώμικα φιλιά να μου ζεστάνουν το σώμα,
ναι δεν θέλω γιατρέ μου καμιά νοσοκόμα
θέλω βρώμικα φιλιά να μου ζεστάνουν το σώμα.
κ
Προχωράω ως τη σάλα, συναντάω τα κορίτσια
που ντυμένα όπως θέλω αρχινάνε τα καπρίτσια.
-Λίγο κούνημα μόρτη έτσι, για να σ' ανάψω
μιας και έχεις καημούς άφησέ με να ψάξω.
,
Κάτω-κάτω απ' τα ρούχα σου που σε στολίζουν
τι να κρύβεις μωρό μου και στιγμές σου γυρίζουν;
-Μα δεν θέλω αδερφούλα μου καμία Μαντόνα,
δώσ' μου βρώμικα φιλιά να μου ζεστάνουν το σώμα.
Στίχοι-Μουσική: Μάνος Ξυδούς

Ένα ωραίο τραγουδάκι που ακούγεται ευχάριστα.
Πρωτοτραγουδήθηκε το 2000 από το Λάκη Παπαδόπουλο.

Get this widget Track details eSnips Social DNA

Κυριακή 12 Απριλίου 2009

Πλάθω κουλουράκια

Με τα δυο χεράκια
πλάθω κουλουράκια
κουλουράκια, κουλουράκια.
Ο φούρνος θα τα ψήσει
το σπίτι θα μυρίσει
κουλουράκια, κουλουράκια…


Μεγάλη εβδομάδα και το έθιμο προστάζει πασχαλινά κουλουράκια. Τώρα αν με ρωτήσετε τη διαφορά των πασχαλινών κουλουριών απ’ όλα τ’ άλλα, ειλικρινά δεν τη γνωρίζω. Ίσως φταίει η μάνα μου που μία συνταγή έφτιαχνε όλο το χρόνο, ίσως και να μην υπάρχει διαφορά.
Το μόνο που θυμάμαι και εξακολουθεί να υφίσταται είναι η αποπνικτική μυρωδιά της αμμωνίας την ώρα του ψησίματος.
Το κριτήριο επιτυχίας ενός κουλουριού είναι απ’ έξω να είναι τραγανό και μέσα μαλακό, να είναι ροδοκοκκινισμένο κι όχι ροδομαυρισμένο, ενώ το σχήμα παίζει λιγότερο ρόλο καθώς ελάχιστη σημασία έχει αν το κουλούρι είναι καρδούλα ή πλεξούδα.
Το πιο διάσημο κουλούρι είναι της Θεσσαλονίκης (αυτό με τη μεγάλη τρύπα) που λέγεται και σημίτι όπως ο πρώην πρωθυπουργός (αυτός βέβαια δεν τρώγεται με τίποτα όπως και ο έτερος σύντροφος Κουλούρης).
Κουλούρι λέγεται και το μηδενικό που παίρναμε μικροί στο σχολείο, όπως κι αυτό που μας υπόσχονται οι γυναίκες αν κάτσουμε να μας φορέσουν κουλούρα.
Στη Αθήνα είναι φτηνό
και το παίρνεις μάνι-μάνι
μα στην Κρήτη και τη Μάνη
τ’ αγοράζεις με στεφάνι…
Για το φιλί λέει ο στιχουργός αλλά κάτι μου λέει ότι εννοούσε και το κουλούρι…

Και για να επανέλθουμε στα πραγματικά κουλούρια, ένα πασχαλινό κουλουράκι περίπου 60 γραμμάρια αποδίδει 230 θερμίδες. Μ’ άλλα λόγια για ν’ απαλλαγείς απ’ αυτές τις θερμίδες του κουλουριού που θα φας, πρέπει να περπατάς 35 λεπτά ή να κάνεις σεξ για 10 έως 40 λεπτά ανάλογα τη στάση και την ευελιξία.
Στο βιντεάκι που ακολουθεί η ευλογημένη μπέρδεψε κυριολεκτικά τη βούρτσα με την π… αλλά η ζύμη δείχνει να ’ναι πετυ...χυμένη.

Το Πάσχα του Καραγκιόζη

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μπάρμπααα! Μπάρμπαααα! (Με τις αγριοφωνάρες του αρχίζουνε να γαυγίζουνε τα σκυλιά). Μπάρμπαααα. Πού 'σαι μπάρμπααα!
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Στέκα ισακάτου ρε. Μη ρουβουλίσ' ισαπάνου, τσι μου κάνεις καμιά κασκαρίκα.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μπάρμπα, μάζεψε τα σκυλιά, θα μας δαγκώσουν.
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Μη φουβάσι ρε κλιφταράδκου, είνι κουτάβια.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι κουτάβια; Αυτά ρε μπάρμπα είναι μουλάρια.
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Άι τι θελ'ς μαθές ρε κλιφταράδκου;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να ρε μπάρμπα, πεινάμε. Σκεφτήκαμε, πού να κάνουμε και μεις Πάσχα, κι ήρθαμε στη στάνη. Ελα ρε μπάρμπα, τα Κολλητήρια κοντεύουνε να λυσσάξουν από την πείνα. (Τον παρακαλάνε τα Κολλητήρια και η Αγλαΐα).
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ (συγκινημένος): Αϊ καθίστι να κάνουμε Λαμπρή, αλλά μη μου καν'ς Καραγκιόζ' καμιά ζαβουλιά, γιατί θα σι αφαλουκόψου!»
Τους παίρνει στη στάνη και κάνουνε Λαμπρή. Οταν έχει ανάψει το γλέντι και χορεύουνε με τις πίπιζες και τα νταούλια, ο Καραγκιόζης μαζί με τα Κολλητήρια κλέβουν από την καλύβα βελέντζες, φλοκάτες, τυριά, κρέατα, τσαρούχια και φεύγουνε κρυφά χωρίς να τους δει κανείς. Σαν τέλειωσε το γλέντι, ο μπάρμπα - Γιώργος ψάχνει να βρει τον Καραγκιόζη και τα Κολλητήρια και δεν τους βρίσκει.
Τότε καταλαβαίνει πως κάτι του έχουνε κλέψει. Ψάχνει στην καλύβα και βλέπει πως του λείπουνε πράγματα. Θυμώνει και φεύγει από τη στάνη. Πάει στην παράγκα και ψάχνει τον Καραγκιόζη.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Καραγκιόζη κρύψου, γιατί ψάχνει να σε βρει ο Μπαρμπαγιώργος, να σε ξυλοφορτώσει για τα πράγματα που του κλεψες. (Βγαίνει ο μπάρμπα - Γιώργος). Καραγκιόζη, πίσω σου είναι ο Μπαρμπαγιώργος.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Κοιτάζει πίσω του): Ωχ μανούλα μ'.
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Μαθές να βγάλου τώρα την κουμπούρα μ' κι να τους δώσου μια νταβρρρ! ( Ο Χατζηαβάτης πέφτει κάτω και κάνει τον πεθαμένο. Πέφτει κι ο Καραγκιόζης και κάνει το ίδιο).
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Καραγκιόζη, τι σκοτάδι έχει ο Αδης!!!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δεν έφτασε ακόμα η ΔΕΗ εκεί χάμω. Και τι σκουλίκια τρομερά!
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: (ακούει που μιλάνε, σκύβει πάνω από τον Καραγκιόζη και τον ρωτά) Μιλάνι οι πιθαμέν' ρε κλιφταράδκου;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μπάρμπα, τον παλιό καιρό οι πεθαμένοι ψηφίζανε κιόλας!
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: (σηκώνει στα χέρια τον Καραγκιόζη, τον χτυπά και τον πετά πάνω στον Χατζηαβάτη) Να, να, να, να.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ και ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια! (Φεύγει ο μπάρμπα - Γιώργος).
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Γεια και χαρά σας, από δω ως τα σπίτια σας, και καλό Πάσχα! Δεν έχω παράπονο, έφαγα σουβλιστό αρνί, κοκορέτσια, σπληνάντερα, τυριά, μπόλικο ξύλο από τον Μπαρμπαγιώργο, φχαριστήθηκα! Αυτό θα πει ελληνικό Πάσχα. Φαγοπότι με τσαρουχιές στα πλευρά σου. Αντε και του χρόνου πάλι στη στάνη, στον Μπαρμπαγιώργο».
Γιώργος Χαρίδημος (αποσπάσματα)

Παρασκευή 10 Απριλίου 2009

Μικροί και μεγάλοι κλέφτες

Κάποτε ένας πολύ φτωχός άνθρωπος ζήλεψε και έκλεψε μία πήλινη κούπα.
Τον πιάσανε όμως την ώρα που έκανε την κλεψιά και τον κλείσανε στη φυλακή.
Έμεινε ξεχασμένος εκεί μέσα για πολλούς μήνες χωρίς δίκη, τόσο, που άρχισε να σκέφτεται με ποιο τρόπο θα μπορούσε να βγει.
Να δραπετεύσει δε μπορούσε, γιατί οι φύλακες ήταν πολλοί και τον φυλάγανε καλά. Δεν του 'μενε λοιπόν, παρά η πονηριά.
Μια μέρα παρακάλεσε κάποιο φύλακα να τον πάει στο αυτοκράτορα.
- Και γιατί θες να δεις τον αυτοκράτορα; ρώτησε ο φύλακας.
- Θέλω να του δώσω ένα θησαυρό πολύ σπάνιο, απάντησε ο κλέφτης.
Έτσι, τον οδήγησαν στην αυλή του αυτοκράτορα.

- Τι θέλεις από μένα; τον ρώτησε ο αυτοκράτορας.
- Μεγαλειότατε, θέλω να σας προσφέρω ένα θησαυρό πολύ σπάνιο, απάντησε ο κλέφτης κι έβγαλε από την τσέπη του ένα καλά διπλωμένο κομματάκι χαρτί, το οποίο ανοίγει προσεχτικά και το δίνει στο φρουρό, όπου και εκείνος με την σειρά του το δίνει στον αυτοκράτορα.
- Μα δεν είναι παρά ένα κουκούτσι από αχλάδι! φώναξε ο αυτοκράτορας, μόλις πήρε στα χέρια του και είδε το περιεχόμενο του χαρτιού.
- Ναι, είναι μονάχα ένα κουκούτσι από αχλάδι, απάντησε ο κλέφτης, αλλά ένα σπάνιο είδος!
Αν το φυτέψετε, θα γίνει δέντρο, και πάνω σ' αυτό το δέντρο θα ωριμάσουν χρυσά αχλάδια.
- Και τότε γιατί δεν το φύτεψες εσύ;
- Υπάρχει σοβαρός λόγος. Για να βγάλει τα χρυσά αχλάδια, πρέπει να φυτευτεί από κάποιον που δεν έκλεψε ποτέ και δεν είπε ψέματα σε κανέναν. Διαφορετικά, θα βγάλει τα συνηθισμένα αχλάδια. Γι' αυτό έφερα σε σας αυτό το κουκούτσι, γιατί σίγουρα δεν έχετε κλέψει, ούτε εξαπατήσει ποτέ κανέναν.
- Τι βλακείες… μουρμούρισε ο αυτοκράτορας, ο οποίος θυμήθηκε ότι είχε κλέψει αρκετές φορές και εξαπατήσει φτωχούς χωριάτες με τη βαριά φορολογία.
- Εντάξει, τότε ας το φυτέψει ο υπουργός σας, αφού εσείς δεν με πιστεύετε.
- Εγώ δεν το πιστεύω και δεν θα το κάνω, είπε ο υπουργός γιατί απλά ο ίδιος είχε δωροδοκηθεί από πολλούς πολίτες.
- Εντάξει, ας το φυτέψει ο στρατηγός του αυτοκρατορικού στρατού, πρότεινε ο κλέφτης.
- Μα εγώ δεν κάνω καθόλου για κηπουρός, είπε ο στρατηγός γιατί απλά κι αυτός είχε εξαπατήσει τους στρατιώτες του στην πληρωμή τους.
- Εντάξει, τότε ας δοκιμάσει ο ανώτατος δικαστής.
Αλλά, ούτε και ο δικαστής δέχτηκε, γιατί συνήθως έβγαζε τις αποφάσεις του ανάλογα με τα λεφτά που ο κόσμος του έδινε.
- Εντάξει, τότε, ο αυτοκρατορικός γιατρός.
- Εμένα δεν μου επιτρέπει ο όρκος μου να πλουτίσω με τέτοιο τρόπο, είπε ο γιατρός γιατί απλά ο ίδιος πλούτιζε με έναν άλλο τρόπο.
- Ας, το φυτέψει, επιτέλους, ο φύλακας των φυλακών.
- Δεν ασχολούμαι εγώ με τέτοια θέματα, είπε φύλακας γιατί και αυτός με τη σειρά του δεχόταν λεφτά από τους φυλακισμένους και κανόνιζε πόσο αυστηρά θα τους συμπεριφερόταν.

Κι έτσι συνεχίστηκε η ιστορία για κάμποση ώρα. Οποιονδήποτε και να πρότεινε, αυτός έβρισκε μια δικαιολογία για ν’ αρνηθεί, γιατί δεν είχε καθαρή τη συνείδησή του.
Στο τέλος ο κλέφτης ξέσπασε σε γέλια:
- Όλοι σας, όποιοι και αν είστε, και δεν εξαιρώ κανέναν, κλέβετε, εξαπατάτε, λέτε ψέματα, αλλά κανένας δεν μπαίνει γι' αυτά στη φυλακή. Ενώ εγώ, το μόνο που πήρα ήταν μια απλή, πήλινη κούπα, κι όμως έπρεπε να με κλείσουν γι' αυτό μέσα.
Κι έτσι - επειδή είναι παραμύθι και έχει πάντα καλή κατάληξη - ο αυτοκράτορας άφησε ελεύθερο τον «τίμιο» κλέφτη!
Κινέζικο παραμύθι