Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

Ο άνθρωπος που δεν ήθελε να ξέρει τίποτα

«Δεν θέλω να ξέρω τίποτα», είπε ο άνθρωπος που δεν ήθελε να ξέρει τίποτα.
Εύκολα το λέει κανείς.
Και πριν προλάβει να τελειώσει, χτύπησε το τηλέφωνο. Και αντί να κόψει το καλώδιο, όπως θα έπρεπε να κάνει, αφού δεν ήθελε πια να ξέρει τίποτα, σήκωσε το ακουστικό και είπε το όνομα του.

«Καλημέρα», είπε ο άλλος.
Και ο άντρας είπε και αυτός καλημέρα.
«Ωραία μέρα σήμερα», είπε ο άλλος.
Και ο άντρας δεν είπε «δεν θέλω να το ξέρω» αλλά είπε «ναι, ναι πολύ ωραία μέρα σήμερα».
Και μετά ο άλλος είπε κάτι ακόμα.
Και ο άντρας είπε και αυτός κάτι.
Όταν τελείωσαν, ο άντρας έκλεισε το τηλέφωνο και ήταν πολύ θυμωμένος γιατί τώρα ήξερε πως έξω είναι ωραίος καιρός. Και τότε έκοψε το καλώδιο και φώναξε «ούτε κι αυτό θέλω να το ξέρω, θέλω να το ξεχάσω». Εύκολα το λέει κανείς.
Γιατί από το παράθυρο έμπαινε ο ήλιος, κι όταν ο ήλιος μπαίνει από το παράθυρο, ξέρουμε πως ο καιρός είναι ωραίος.
Ο άντρας έκλεισε τα παντζούρια, αλλά ο ήλιος έμπαινε τώρα από τις γρίλιες. Ο άντρας πήρε χαρτί και το κόλλησε στο τζάμι και καθόταν στο σκοτάδι.
Κάθισε πολλή ώρα έτσι ώσπου ήρθε η γυναίκα του και είδε τα σκεπασμένα τζάμια και ρώτησε τι σημαίνει αυτό;
- Είναι για να μη μπαίνει ο ήλιος, απάντησε ο άντρας.
- Έτσι όμως δεν έχεις φως, είπε η γυναίκα.
- Δεν έχω βέβαια φως, αλλά τότε δεν ξέρω τουλάχιστον ότι ο καιρός είναι ωραίος!
- Τι σου φταίει ο ωραίος καιρός; Ο ωραίος καιρός μας κάνει χαρούμενους.
- Δεν έχω τίποτα με τον ωραίο καιρό, δεν έχω απολύτως τίποτα, απλώς δεν θέλω να ξέρω πως είναι ο καιρός.
- Τότε άναψε τουλάχιστον το φως, είπε η γυναίκα κι έκανε να γυρίσει το διακόπτη, αλλά ο άντρας έβγαλε τη λάμπα από το ταβάνι.
- Δεν θέλω να ξέρω απολύτως τίποτα, είπε ο άντρας.
Κι επειδή η γυναίκα δεν μπορούσε να τον καταλάβει τον παράτησε στο σκοτάδι. Κι εκεί μέσα έμεινε ο άντρας πάρα πολύ καιρό.
Και οι άνθρωποι που ερχόταν για επίσκεψη ρωτούσαν τη γυναίκα για τον άντρα της και η γυναίκα τους εξηγούσε ότι κάθεται στο σκοτάδι και δε θέλει να ξέρει πια τίποτα.
«Τι δε θέλει να ξέρει πια τίποτα» ρωτούσαν οι άνθρωποι και η γυναίκα έλεγε:
- Τίποτα, τίποτα δεν θέλει να ξέρει πια. Δε θέλει πια να ξέρει αυτά που βλέπει, πως είναι δηλαδή ο καιρός, δε θέλει πια να ξέρει αυτά που ακούει, τι λένε δηλαδή οι άνθρωποι και δε θέλει πια να ξέρει αυτά που ξέρει, δηλαδή πώς γυρίζει το διακόπτη.
Και οι άνθρωποι δεν ξαναρχόταν για επίσκεψη.
Και ο άντρας καθόταν στα σκοτεινά.
Και η γυναίκα του, του έφερνε φαγητό και τον ρωτούσε:
- Τι δεν ξέρεις πια;
- Τα ξέρω ακόμη όλα, έλεγε κι ήταν λυπημένος που τα ήξερε ακόμη όλα. Ο άντρας κοιτούσε το πιάτο κι έλεγε:
- Ξέρω πως αυτό είναι πατάτες, ξέρω πως αυτό εδώ είναι κρέας, ξέρω και το κουνουπίδι, τίποτα δεν ωφελεί πια, πάντα θα τα ξέρω όλα. Και κάθε λέξη που λέω την ξέρω και αυτή.
Κι όταν την επόμενη φορά η γυναίκα του τον ρώτησε «τι ξέρεις ακόμη;» ο άντρας απάντησε:
- Ξέρω πολύ περισσότερα από πριν, δεν ξέρω μόνο πως είναι ο ωραίος καιρός και πως είναι ο κακός καιρός, αλλά ξέρω και πως είναι και χωρίς καιρό. Και ξέρω πως όταν είναι εντελώς σκοτεινά δεν είναι ακόμα αρκετά σκοτεινά.
- Υπάρχουν όμως πράγματα που δεν τα ξέρεις, του είπε η γυναίκα του, όπως δεν ξέρεις λόγου χάρη πως λέγεται στα κινέζικα ο ωραίος καιρός, κι έφυγε κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Τότε ο άντρας που δεν ήθελε να ξέρει τίποτα άρχισε να σκέφτεται. Είναι αλήθεια πως δεν ήξερε κινέζικα και δεν ωφελούσε καθόλου να πει «δεν θέλω να ξέρω» γιατί δεν ήξερε ούτε μια λέξη κινέζικα.
Πρώτα-πρώτα πρέπει να ξέρω τι δεν θέλω να ξέρω, αναφώνησε ο άντρας και άνοιξε το παράθυρο. Κι έξω έβρεχε και κοίταξε τη βροχή. Μετά πήγε στην πόλη για ν' αγοράσει κινέζικα βιβλία, γύρισε και καθόταν βδομάδες ολόκληρες σκυμμένος πάνω σ' αυτά τα βιβλία και ζωγράφιζε κινέζικα σύμβολα.
Κι ερχόταν οι άνθρωποι για επίσκεψη και ρωτούσαν τη γυναίκα για τον άντρα της και η γυναίκα έλεγε πως έχει κλειστεί μέσα και μαθαίνει κινέζικα.
Και οι άνθρωποι δεν ξαναρχόταν για επίσκεψη.
Αλλά για να μάθει κανείς κινέζικα χρειάζονται μήνες και χρόνια. Κι όταν τελικά ο άντρας τα έμαθε είπε:
- Υπάρχουν όμως αρκετά πράγματα που δεν τα ξέρω. Πρέπει να τα μάθω όλα, τότε μόνο θα μπορέσω να πω πως δεν θέλω να ξέρω πια τίποτα. Πρέπει να ξέρω τι γεύση έχει το κρασί, τι γεύση έχει το κακό κρασί και τι γεύση έχει το καλό κρασί. Κι όταν τρώω πατάτες, πρέπει να ξέρω πως τις φυτεύουν. Πρέπει να ξέρω πως είναι στο φεγγάρι γιατί μόνο με το να βλέπω δεν αρκεί για να ξέρω πως είναι εκεί πάνω, και πρέπει να μάθω πως πηγαίνει κανείς στο φεγγάρι. Και τα ονόματα των ζώων πρέπει να μάθω και πως είναι το παρουσιαστικό τους και τι κάνουν και που ζουν.
Και, και, και…
Και συνέχισε τη ζωή του όπως και πριν.
Μόνο που τώρα ήξερε κινέζικα…