Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Ξύπνησα με έμπνευση.
Κάνεις λάθος, αν νομίζεις ότι δεν θα επιμείνω.
Θα γράψω για τα λάθη.
Λάθη ορθογραφικά, γλωσσικά, συντακτικά, φραστικά, λάθη ηθικά, επιπόλαια, μοιραία, βασικά, επικίνδυνα, μεγάλα, ασυγχώρητα.
Λάθη στην εξωτερική πολιτική, την οικονομική, λάθη τακτικής, λάθος επιλογές,
λάθος άνθρωποι σε λάθος θέσεις.
Λάθος οι προηγούμενοι, λάθος οι νυν, λάθος και οι επόμενοι.
Όλα τα λάθη εδώ πληρώνονται.
Κανένα λάθος δεν αναγνωρίζεται μετά την απομάκρυνση από το ταμείο.
Λάθη είμαστε κι ανθρώπους κάνουμε.
…κι η φωτογραφία πάνω κατά λάθος!

κι ένα σωρό τραγούδια για λάθη μικρά και λάθη μεγάλα:
είσαι το λάθος της ζωής μου το μεγάλο
ασυγχώρητό μου παραστράτημα, λάθος μου μοιραίο και μεγάλο
ιστορία μου, αμαρτία μου, λάθος μου μεγάλο
λάθος δρόμο πήραμε καρδιά…

Όσο μεγαλώνω κι ωριμάζω, αγαπώ περισσότερο τα λάθη μου!
Τόσα χρόνια μου τα λέγανε ανάποδα:
το σωστό είναι λάθος και το λάθος σωστό.
Δεν κάνω λάθος.

Κυριακή πρωί στο χωριό.
Οι άριες του Παπα-Θανάση από τα μεγάφωνα της εκκλησίας στη διαπασών κι εγώ προσπαθώ να γράψω.
Άραγε δικό μου ή δικό τους το λάθος;


Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Κάποτε σ’ έναν ιερέα είχαν οργανώσει δείπνο αποχαιρετισμού για να εορτάσουν τα 25 χρόνια ιεροσύνης του στην εκκλησία της συνοικίας.
Ήταν καλεσμένος κι ένας βουλευτής για να εκφωνήσει λόγο προς τιμή του αλλά επειδή καθυστερούσε, ο ιερέας αποφάσισε να πει λίγες κουβέντες ώστε να καλύψει τον κενό χρόνο της καθυστέρησης.
- Η πρώτη μου εντύπωση για το εκκλησιαστικό κοινό υπήρξε ιδιαίτερα αρνητική. Όλα συνέβησαν μόλις στην πρώτη εξομολόγηση που έτυχε να ακούσω. Μόλις τελείωσε η εξομολόγηση σκέφτηκα ότι με είχε στείλει ο Επίσκοπος σε ένα χώρο φοβερό, μιας και το πρώτο πρόσωπο που μου εξομολογήθηκε, μου είπε ότι είχε ληστέψει μία γριούλα, ότι είχε ληστέψει τους γονείς του, ότι είχε ληστέψει επίσης την επιχείρηση όπου εργαζόταν και επιπλέον ότι είχε σεξουαλικές σχέσεις με την γυναίκα του εργοδότη του. Ήταν αδίστακτος. Πολλές φορές έκανε λαθρεμπόριο και εμπόριο ναρκωτικών. Και το σημαντικότερο τελειώνοντας, εξομολογήθηκε ότι είχε μεταδώσει μία σεξουαλική ασθένεια στην αδελφή του.
Έμεινα κατάπληκτος και φοβήθηκα. Αλλά, με το πέρασμα του χρόνου, γνώρισα περισσότερα πράγματα για τον κόσμο της ενορίας και διαπίστωσα ότι δεν ήσαν όλοι ίδιοι. Είδα μία συνοικία γεμάτη με υπεύθυνο κόσμο, με ηθικές αξίες, και γεμάτο πίστη στον Θεό. Και έτσι έχω ζήσει 25 χρόνια εδώ, τα πιο θαυμάσια της ιεροσύνης μου.
Ακριβώς την στιγμή που τελείωσε το λόγο του έφθασε ο βουλευτής, προς τον οποίο και έδωσε το βήμα για την ομιλία.. Φυσικά και ζήτησε συγνώμη ο βουλευτής επειδή καθυστέρησε και άρχισε να ομιλεί, λέγοντας:

«Ποτέ δεν θα λησμονήσω την πρώτη ημέρα που έφθασε ο αγιότατος πατέρας στην εκκλησιαστική συνοικία μας, κι αυτό διότι έτυχα της τιμής να εξομολογηθώ πρώτος σ’ αυτόν...»

Λεκές

Έχει μείνει καφές στο φλιτζάνι
και στο τζάμι σταγόνες βροχής...


Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011


Στην ζωή μου είμαι κάποιος απ' όλους εσάς.
Εδώ είμαι ένας ανοιχτός μπλε ορίζοντας.

Μια γραμμή που ποτέ δεν τη φτάνεις.
Κι αν δεις την ψυχή μου με ματωμένα γόνατα μην τρομάξεις!
Από το παιχνίδι είναι...
Όλα τα απογεύματα της ζωής τα πέρασα παίζοντας με τα όνειρά μου…

Μια στάση εδώ.
Για μένα. Άλλη μία!
Την άνοιξη πάλι.


Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς που αρρώστησε βαριά. Τόσο βαριά που έταξε το μισό του βασίλειο σε όποιον θα τον γιάτρευε.
Όσο όμως κι αν προσπάθησαν οι γιατροί, οι σοφοί και οι μάγοι, κανείς δεν κατάφερε να τον γιατρέψει.
Μια μέρα ένας γέρος σοφός είπε πως ο βασιλιάς θα γίνει καλά αν φορέσει το πουκάμισο του πιο ευτυχισμένου ανθρώπου που ζούσε στο βασίλειο.
Ξαμολήθηκαν στρατιώτες, αυλικοί και ο γιος του ο μονάκριβος να βρουν τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο του βασιλείου.

Όσο όμως κι αν έψαξαν πουθενά δεν τον απάντησαν. Ο ένας ήταν γερός αλλά φτωχός. Ο άλλος ήταν πλούσιος αλλά άρρωστος. Ο τρίτος ήταν και γερός και πλούσιος αλλά είχε κακιά γυναίκα. Ο τέταρτος ήταν και γερός και πλούσιος και καλή γυναίκα είχε αλλά είχε κακά παιδιά και πάει λέγοντας. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην έχει ένα τουλάχιστον παράπονο από τη ζωή του.


Μια μέρα όμως το βασιλόπουλο περνώντας με τους στρατιώτες του μέσα από ένα δάσος άκουσε από το ανοιχτό παραθύρι μιας καλύβας μια φωνή να λέει:

"Δόξα τω Θεώ, σήμερα δούλεψα, κουράστηκα, έφαγα, ας κοιμηθώ τώρα".

Χάρηκε το βασιλόπουλο που επιτέλους βρήκε έναν ευτυχισμένο άνθρωπο και διέταξε αμέσως τους στρατιώτες του να μπουν στο καλύβι και δίνοντας στον άνθρωπο όσα φλουριά επιθυμούσε να πάρουν το πουκάμισό του.

Μπήκαν οι στρατιώτες στο καλύβι, αλλά ο άνθρωπος ήταν τόσο φτωχός που... δεν είχε ούτε πουκάμισο...

Λέον Τολστόι

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΤΑΓΗ
Προς απάσας τας αρχάς που διοικούν το χωρίον Ματαράγκα Καρδίτσης:

Δήμαρχο, ιερέα του χωριού, Δάσκαλο και απαντάς τους προύχοντας του χωριού.

Ήλθα εις Ματαράγκαν κατόπιν διαταγής του Διοικητού μου μετά ενός χωροφύλακος προς επιβολήν της τάξεως από άκρου εις άκρον του χωρίου ευ χρονοτριβής και άμεσα.

Πάραφτα να εφαρμόσετε απάσας τας εξίς διαταγάς μου:
1) Αν ξανασιμβή τιάφτη πράξης εν τω χωρίο να γνορίζετε ότι -θα σας συλλάβω και άνεφ χρονοτριβής άμεσος θα σας κλείσο στη φυλακή. Όταν πέζουν τα κλαρίνα και τα μουσικά όργανα στο σιργιάνη στο πανιγίρη και στο γάμο πρέπη να χορέβουν μπροστά άπαντες που επιθιμούν να χορέψουν και όχι μόνο ο ίδιος άνθροπος.
Αφτό είνε γαηδουριά.
2) Μου αναφέρθικε ότι ο γάηδαρος του χαντζόπουλου τον Σεπτεμρίο μπίκε στο καλαμπόκ του Βάιου( ας μην αναγράψο το επίθετο )και ο Βάιος εκνεβρίστικε και καρφοσε τον γάηδαρο με τιν αξάλη στο ένα καπούλη. Καταλαβένετε ότι ο γάηδαρος δεν είναι ο όνος αλά ο Βάιος. Άνεφ πολόν σκέψεον καταλαβενη κάνης ότι το κεφάλη δεν εχη μιαλό αλά κολοκιθόσπορο. Απαγορεύετε να ζαναγίνη εκ νεου τετιο απαράδεκτο η παρόμιο πράγμα,
3) Πίγα στο μαγαζη για καφε και από εξο βρομούσε κατρουλιό. Απαγερευετε να κατουράτε έξω στον τιχο του μαγαζιού.
4) Απαγορεύετε το βρισίδιν το φονασκίν και εντός του καφενίου το ανεμίζιν διότι είναι χιμόνας και εσθάνετε τις αποφορά από τι βρόμα. Όστις επιθιμη να ανεμιστη να εξερχετε εξοθεν του καφενίου.
5) Ίδα πολες γυνεκες να πιάνουν τη σιγγουνα μετά του υποκαμίσου να το τραβούν προ τα έμπροσθεν να ανίγουν τα πόδια και να ουρούν ορθίος. Το τιούτον είναι απαράδεκτο και πρεπη άνεφ χρονοτριβίς να τις βρακόσετε άπαξ και διαπαντός.
6) Όταν λίαν προίαν πάτε τα γελάδια στο γελαδάρη και γιρίζοντας πρεπη ανιπερθετοί να μαζεβετε τις βονιες των ζώον από το δρόμο, το ίδιο να κάνετε και το βράδη διότι δεν εχη που να πατίση όστις βαδίζη εις τας οδούς του χωρίου. Και εκτός του τιουτο σας χριάζοντε αι βονιες να ζεστενεστε στο μπουχαρί το χιμόνα με τα κρια.
7) Σε καθε πανιγίρι αποκριές πάσχα και γάμους που βαδίζη καλοντιμένος ο κόσμος κ πάι στην Εκλισία και μετά χορεβη στο σιργιάνια και στους γάμους πρεπη άπαντα τα σκυλιά να είναι δεμένα δια χονδρόν αλισίδεον και σχινίον προς αποφιγίν ατιχιμάτων εκ τον σκιλοδακομάτων.
8) Να μίν πίνετε πολί ινοπνευματόδη ποτά τσίπουρα και ίνους και μετά ξερνοβολατε και κάνετε χαζαμάρες.
9) Να τιρίσετε άνεφ αντιρίσεος και χρονοτριβης την άνοθεν τάφτην διαταγην μου άνθροπη σκυλη και γινεκες διότι όπιος συληφθη παραβάτις θα τον σιλάβο και (….) αλίμονο του θα τον ταραξο και θα τον μαβρίσο στο ξιλο.
Να με σινχοριτε αν έκανα κάπιο σιντακτικό λάθος καθότι τελίοσα και εγώ την τρίτη τάξη του Δημοτικού σχολίου διότι δεν με έστιλε ο πατέρας μου από το χωρίον στιν Λάρισαν για να μάθο περισσότερα. Σαν καραγκούνις που είμε και εγό λαβένετε άπαντες τας γραφάς μου τας οπίας θέλετε δεν θέλετε θα τας τιρίσετε ερθέτος.

Εν Ματαράγκα τη 8η Δεκεμβρίου 1907
Ο Διοικητής του Χωρίου
Νικόλαος Παπακωνσταντίνου
Υπονωματάρχης



Σε τι συρτάρι να κλείσεις τον άνεμο που να ακούγεται και το βουητό του;
Το τιτίβισμα του πουλιού πως ζωγραφίζεται;
Και το βότσαλο που βγάζω από το γιαλό, πόσο είναι το ίδιο βότσαλο που κοίταζα στον βυθό να λαμπυρίζει;
Κακέκτυπα της ζωής είναι τα έργα μας, και τα πιο επιτυχημένα.
Και η χειρότερη στιγμή που ζούμε είναι αξιότερη απ’ την καλύτερη στιγμή που περιγράφουμε.

Μ. Βαμβουνάκη – Η μοναξιά είναι από χώμα

Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Παραλίγο να το ξεχάσω ότι σήμερα είναι του Αγίου Βαλεντίνου!
«Άκου να σου πω» είπε ο χρόνος στην απουσία …
«σε βλέπω πάντα λυπημένη και στενοχωριέμαι. Αποφάσισα να σε λέω ανάμνηση και θα σε κάνω πιο όμορφη κι από την παρουσία».
«Δεν θέλω να με κάνεις πιο όμορφη … κάνε με πιο χαρούμενη, αν μπορείς… »

Άντε κι ένας Αντύπας στη διαπασών για να "σπάσει" λίγο η πολλή κουλτούρα...


Ο Olivier Clerc, συγγραφέας και φιλόσοφος, με αυτή τη μικρή ιστοριούλα, μέσω της αλληγορίας, εμφανίζει τα καταστροφικά αποτελέσματα της μη συνειδητοποιήσεως των αλλαγών, που επηρεάζουν δυσμενώς, την υγεία μας, τις μεταξύ μας σχέσεις, την κοινωνική εξέλιξη και το περιβάλλον.

Φανταστείτε μια κατσαρόλα γεμάτη κρύο νερό που μέσα της κολυμπά ανέμελα ένα βατραχάκι. Κάτω από την κατσαρόλα, ανάβουμε μια μικρή φωτιά έτσι ώστε το νερό να αρχίσει να ζεσταίνεται πολύ-πολύ σιγά.

Το νερό αρχίζει, σιγά-σιγά να γίνεται χλιαρό και το βατραχάκι βρίσκοντάς το μάλλον ευχάριστο, συνεχίζει να κολυμπά, ανέμελο και χαρούμενο. Η θερμοκρασία του νερού, συνεχίζει να ανεβαίνει αργά αλλά σταθερά. Τώρα το νερό είναι πιο ζεστό από ότι το βατραχάκι θεωρούσε ευχάριστο, αισθάνεται κουρασμένο, αλλά παρόλα αυτά δεν αισθάνεται ακόμα φόβο.
Μετά από λίγο, το νερό είναι πραγματικά ζεστό, και το βατραχάκι αρχίζει να αισθάνεται δυσάρεστα, αλλά είναι εξουθενωμένο. Γι' αυτό τον λόγο υπομένει και δεν αντιδρά. Η θερμοκρασία συνεχίζει να ανεβαίνει, έως ότου το βατραχάκι καταλήξει να βράσει και ως εκ τούτου να πεθάνει.
Εάν ρίχναμε το ίδιο βατραχάκι κατευθείαν σε νερό θερμοκρασίας 50 βαθμών, με μια εκτίναξη των ποδιών του, θα είχε πηδήξει αμέσως έξω από την κατσαρόλα.

Αυτό, αποδεικνύει, ότι όταν μια αλλαγή γίνει με τρόπο επαρκώς αργό, διαφεύγει της συνειδήσεως και στην πλειονότητα των περιπτώσεων, δεν προκαλεί καμία αντίδραση, καμία αντίσταση, καμία επανάσταση.

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε να ζει αιώνια. Είχε όλα τα καλά. Ήταν νέος, γερός, αγαπούσε την οικογένειά του και χαιρόταν τη ζωή.
Πάει μια μέρα πιο πέρα απ’ το χωριό, στον σοφό γέρο του δάσους και του λέει:
Ξέρεις ποιο είναι το μυστικό για να ζήσω αιώνια;
"Εγώ", του λέει αυτός, "θα ζήσω μέχρι να πέσουν όλα τα δέντρα του δάσους".
"Α, όχι, αυτό δεν μου κάνει. Κάποτε θα πέσουν τα δέντρα. Δεν είναι αυτό που ζητώ". "Ε, τότε, πήγαινε να βρεις το γέρο της λίμνης, αυτός είναι πιο γέρος κι από μένα, μπορεί να ξέρει το μυστικό".
Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει φτάνει κάποτε στο γέρο της λίμνης που τον βρίσκει να πίνει το νερό της λίμνης πεσμένος μπρούμυτα.
"Ξέρεις πώς θα μπορέσω να ζήσω αιώνια;", τον ρωτά.
"Εγώ", του λέει αυτός, "θα ζήσω μέχρι να στερέψει ετούτη η λίμνη".
"Α, όχι, δε θέλω", λέει στενάχωρος ο χωρικός. "Σίγουρα θα έρθει μια μέρα που το νερό της λίμνης θα στερέψει και τότε κι εσύ κι εγώ θα πεθάνουμε".
"Πήγαινε τότε να βρεις τον γέρο του βουνού", του απαντά ο γέρος της λίμνης, "αυτός είναι πιο γέρος κι από μένα, κάτι παραπάνω θα ξέρει".

Παίρνει το δισάκι του στον ώμο ο χωρικός, περνά ραχούλες, βουνά και κάμπους, φτάνει μια μέρα στον γέρο του βουνού που ήταν στ' αλήθεια πάρα πολύ γέρος.
"Ξέρω γιατί ήρθες" του λέει, "ψάχνεις να βρεις πώς θα μπορέσεις να ζήσεις αιώνια. Εγώ θα ζήσω μέχρι να πέσει ετούτο το βουνό", του λέει.
"Αυτό μάλιστα! Θα μείνω μαζί σου!" απάντησε κι έμεινε μαζί του.
Πέρασαν αιώνες μαζί κι έγιναν αχώριστοι φίλοι.

Κάποτε όμως, καθισμένος καθώς ήτανε πάνω στην κορφή του βουνού, ο χωρικός ένιωσε μια βαθιά νοσταλγία για το χωριό του.
"Μη πας", του είπε ο γέρος του βουνού, "το χωριό σου άλλαξε πολύ, οι δικοί σου έχουν πεθάνει όλοι εδώ και πάρα πολλούς αιώνες, καμιά δουλειά δεν έχεις πια εκεί". Το σαράκι όμως τον έτρωγε και ο γέρος κατάλαβε πως το 'χε πια πάρει απόφαση και πως τίποτα δεν θα τον σταματούσε.
"Πάρε το άλογό μου", του είπε μια μέρα. "Είναι γρήγορο σαν τον άνεμο, σε μια μέρα θα σε πάει και θα σε φέρει. Μόνο ένα πράγμα πρόσεξε: μη κατέβεις ούτε μια στιγμή από τη σέλα του γιατί θα πάθεις μεγάλο κακό. Για κανέναν λόγο δεν θα κατέβεις, εντάξει;"

Συμφώνησε ο χωρικός, καβαλίκεψε το άτι και πριν προλάβει να πει κίμινο έφτασε έξω απ' το χωριό του. Ίδιο το ποτάμι, ίδιος ο κάμπος που το περιτριγύριζε, μπαίνει μέσα και τι να δει; Δεν αναγνώριζε τίποτα. Μεγάλοι δρόμοι, μεγάλα σπίτια, σήματα κόκκινα και πράσινα, όλοι άγνωστοι. Σεργιάνισε από δω, σεργιάνισε από κει, το βράδυ πήρε λυπημένος το δρόμο για το βουνό.

Στο δρόμο ξαφνικά συναντά στη μέση του πουθενά ένα χαλασμένο κάρο που η μια του ρόδα είχε φύγει και γύρω στοίβες παπούτσια τρύπια. Ένα γεράκος καθόταν κι έκλαιγε τη μοίρα του.
"Βοήθα με παλικάρι μου να φτιάξω το κάρο μου, σε παρακαλώ", του λέει.
"Θα σε βοηθούσα" του απαντά, "αλλά δεν πρέπει με τίποτα να κατέβω από το άλογό μου, λυπάμαι...".
Έπεσε σε απελπισία ο γέρος, τον λυπήθηκε το καλό το παλικάρι, κατέβηκε απ' το άλογο και έβαλε τον τροχό στη θέση του. Πάνω που πήγε να βάλει το πόδι στη σέλα, ένα σύννεφο σκέπασε τη σελήνη και μια ανατριχίλα διέτρεξε το κορμί του απ΄ το απαλό χέρι του γέρου που ακούμπησε το δικό του.
"Ποιος είσαι;" τον ρωτά, "και τι είναι όλα αυτά τα τρύπια παπούτσια;"
"Είμαι ο Θάνατος και όλα αυτά που βλέπεις είναι τα παπούτσια που χάλασα για χάρη σου κυνηγώντας σε τόσα χρόνια..."
Άντε ν’ ανοίξεις την πόρτα.
Μπορεί να είναι έξω ένα δέντρο, ή ένα δάσος, ένας κήπος ή μια μαγική πόλη.
Πήγαινε ν’ ανοίξεις την πόρτα.
Μπορεί να ψάχνει ένα σκυλί.
Μπορεί να δεις ένα πρόσωπο η ένα μάτι,
ή την εικόνα μιας εικόνας.
Πήγαινε ν’ ανοίξεις την πόρτα.
Αν έχει ομίχλη θα φύγει.

Πήγαινε ν’ ανοίξεις την πόρτα.
Ακόμα κι αν είναι μόνο το σκοτάδι που χτυπά,
ακόμα κι αν είναι μόνο ο απατηλός άνεμος,
ακόμη κι αν τίποτε δεν είναι.
πήγαινε ν’ ανοίξεις την πόρτα.
Τουλάχιστον θα σχηματιστεί ρεύμα.

Miroslav Holub

Φώναζε ο φτωχός πραματευτής:
- Περάστε κόσμε! Πουλώ ένα δάκρυ πολύτιμο!
Περάστε κόσμε ένα γέλιο μονάκριβο πουλώ!
Ε... κόσμε... πουλώ το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον...

Κανείς δεν αγόραζε. Όλοι προτιμούσαν άλλους πάγκους στο παζάρι. Περιουσίες ολόκληρες ξόδευαν αγοράζοντας ψέματα και αυταπάτες.
Όλοι προσπέρασαν τον φτωχό πραματευτή που έβγαλε τη αλήθεια στο σφυρί για να ζήσει.
Τη νύχτα τα άφησε όλα πάνω στον πάγκο του και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Ελεύθερος από λύπη, ελεύθερος από χαρά, από παρελθόν, παρόν και μέλλον, έφτασε στο σπίτι του και πέθανε ήσυχος...

Τα χρόνια πέρασαν. Κάποτε στη θέση του πάγκου του, εκεί καταμεσής στο πολύβουο παζάρι, φύτρωσε μια μηλιά που δεν ήταν κανενός. Μεγάλωσε κι έκανε μήλα. Οι κουρασμένοι περαστικοί αφού αγόραζαν ψέματα και αυταπάτες απ' τους άλλους πάγκους σταματούσαν μπροστά της. Κάτω απ' τον ίσκιο της ξεκουράζονταν. Από τα μήλα της χόρταιναν και ξεδιψούσαν.

Κι έτσι άρχισαν στη ρίζα της να κλαίνε και να γελούν, να αναθυμούνται τη ζωή τους, να ζουν το παρόν τους. Πρώτη φορά να ονειρεύονται το μέλλον τους.
Κι ο φτωχός πραματευτής από ψηλά διασκέδαζε...
Εγώ ρωτώ
Εσύ ρωτάς
Αυτός ρωτά


Εγώ δεν ξέρω
Εσύ δεν ξέρεις
Αυτός δεν ξέρει

Εγώ σιωπώ
Εσύ σιωπάς
Αυτός σιωπά

Όλοι θα κοιμηθούμε
Πολλοί θα ονειρευτούμε
Κάποιοι θα ξυπνήσουμε

Καληνύχτα άνθρωποι
του χτες, του σήμερα, του αύριο
Καλημέρα άγγελοι
του νυν και αεί.

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

??????????????????????


Κανείς δε μπορεί να φτάσει στην αυγή αν δεν περάσει το μονπάτι της νύχτας.


Οι αδύνατοι δεν αγωνίζονται, οι δυνατοί αγωνίζονται ίσως μια ώρα, οι δυνατότεροι πολλά χρόνια, οι πάρα πολύ δυνατοί αγωνίζονται για όλη τους τη ζωή.

Αυτοί είναι απαραίτητοι.


Στη ζωή δεν έχει σημασία πόσες ανάσες παίρνεις αλλά πόσες είναι οι στιγμές που σου κόβουν την ανάσα.





Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011


Μπορείς λοιπόν να κοιτάζεις αδίστακτα απ' αυτό το παράθυρο ή και να βγεις στο δρόμο.

Μια σιωπηλή αγιότητα μένει κάτω απ' τις πράξεις των ανθρώπων.
Μια σκιά μενεξεδένια σωπαίνει στον αριστερό ώμο μιας γυναίκας κουρασμένης απ' τον έρωτα
που γύρισε απ' τ' άλλο της πλευρό κι αποκοιμήθηκε μονάχη.
Μπορείς να κοιτάζεις τα χοντρά σώβρακα στη διπλανή αυλή λεκιασμένα από ονειρώξεις ή τις ξεδιπλωμένες καπότες κάτω απ' τα παγκάκια του πάρκου ή τα κουμπιά απ' τους στηθόδεσμους των γυναικών που έπεσαν στο χορτάρι
σα μικρά, φιλντισένια λουλούδια, λιγάκι πικραμένα που τίποτ' άλλο δεν έχουν πια να δώσουν — άρωμα, γύρη, σπόρο. Τίποτα.

Γι' αυτό κιόλας κρατώ μ' ευγνωμοσύνη αυτό το παράθυρο.

Δε μ' εμποδίζει διόλου να βλέπω και να είμαι, - το αντίθετο μάλιστα.
Όσο για κείνο πού σου 'λεγα : «πιεσμένος ανάμεσα στον τοίχο και στο τζάμι»,
ήταν μια υπερβολή τής άνοιξης, μια υπερβολή
απ' τη σαρκική αφθονία των πράσινων φύλλων.
Το παράθυρο είναι μια εξυπηρετική, τετράγωνη γαλήνη και διαύγεια.

Όταν οι τοίχοι θαμπώνουν το απόβραδο,
αυτό το παράθυρο φέγγει ακόμη σαν από μόνο του∙
διατηρεί κ' επεκτείνει την τελευταία ανταύγεια του ηλιογέρματος,
ρίχνει την αντανάκλασή του στον ισκιωμένο δρόμο,
φωτίζει τα πρόσωπα των περαστικών σα να τα συλλαμβάνει επ' αυτοφώρω
στην πιο ανυπόκριτη στιγμή τους, φωτίζει τους τροχούς των ποδηλάτων
ή τη χρυσή αλυσίδα που βυθίζεται στο στήθος μιας γυναίκας
ή το περίεργο όνομα ενός καραβιού που αράζει στο λιμάνι.

Γ. Ρίτσος – Το παράθυρο (απόσπασμα)
Μια φορά ήταν ένας φτωχός ψαράς, κι όλη νύχτα αγωνιζόταν να πιάσει ψάρι και δεν έπιανε. - Ω, Θεέ μου, δυστυχία! σήμερα θα πεθάνουν τα παιδιά μου απ’ την πείνα, σκέφτηκε.
Του φάνηκε τότε πως τσίμπησε ψάρι και τράβηξε τ’ αγκίστρι. Τι να δει! Ένα ψαράκι χρυσό! Έκανε να το βγάλει απ’ τ’ αγκίστρι κι άκουσε μια φωνή να του λέει:
- Ρίξε το ψαράκι το χρυσό στο γιαλό, και θα δεις καλό.
- Ε, λέει με το νου του, να το ρίξω! Έτσι κι έτσι δεν θα μου κάμει τίποτε ένα ψαράκι.
Και το ‘ριξε στη θάλασσα.
Πάλι ακούει την ίδια φωνή να του λέει:
- Τι καλό θέλεις να σου κάμω;
- Ε, λέει, να πάω στο σπίτι μου και να βρω ψωμιά και φαγητά.
Σαν πήγε στο σπίτι του, τα βρήκε όλα όπως του είπε η φωνή. Είπε την ιστορία όλη στη γυναίκα του.
- Αχ, καλέ, του λέει αυτή, αντί να ζητήσεις, τίποτε καλό, ζήτησες ψωμιά και φαγητά;
- Ε, καλά, της λέει αυτός. Αν το ξαναπιάσω, τι θέλεις να του ζητήσω;
Η γυναίκα τού είπε να ζητήσει παλάτια!
Πήγε ο καημένος ο ψαράς, έριξε το δίχτυ κι έπιασε πάλι το χρυσόψαρο. Έκανε να το βγάλει πάλι απ’ τ’ αγκίστρι και άκουσε τη φωνή:
- Ρίξε το ψαράκι το χρυσό στο γιαλό, και θα δεις καλό.
Το έριξε, κι άκουσε πάλι τη φωνή:
- Τι καλό θέλεις να σου κάμω;
Κι αυτός ζήτησε παλάτια. Πάει στο σπίτι του και τι να δει; Παλάτια ωραιότατα!
- Αχ, του λέει η γυναίκα του, να πας να το ξαναπιάσεις και να του ζητήσεις εσύ να γίνεις βασιλιάς κι εγώ βασίλισσα.
Πήγε πάλι κι έκανε όπως έκανε και τις άλλες φορές, άκουσε τη φωνή και ζήτησε ό,τι του είπε η γυναίκα του.
Σαν πήγε στο σπίτι του, τι να δει;
Μια καλύβα όπως πρώτα, και τα παιδιά του πεινασμένα.
Ανέκδοτο - Σύντομοι διάλογοι

- Πατέρα, πότε επιτέλους θα γεμίσει η πισίνα;
- Σκάσε και φτύνε!!
- Πατέρα, δεν μου αρέσει η γιαγιά.
- Καλά, φάε μόνο τις πατάτες...
- Μαμά Μαμά βαρέθηκα να παίζω με την γιαγιά.
- Καλά Νικολάκη μάζεψε τα κόκαλα και βάλτα πάλι στην ντουλάπα!
- Τι παθαίνουν οι νάνοι όταν βρέχει;
- Το μαθαίνουν τελευταίοι.

-Ποιο είναι το πιο δύσκολο μουσικό όργανο;
- Η φλογέρα, γιατί πρέπει να προσέχεις και τα πρόβατα

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

...θυμάσαι που δανείστηκα το καινούργιο σου αυτοκίνητο και το τράκαρα;
Νόμιζα θα με σκότωνες, μα δεν το έκανες.
Και θυμάσαι τη φορά που επέμενα να πάμε στη θάλασσα κι εσύ μου έλεγες ότι θα βρέξει και έβρεξε;
Νόμισα θα μου έλεγες "Στο'χα πει" μ
α δεν το έκανες.
Θυμάσαι τη φορά που φλέρταρα για να σε κάνω να ζηλέψεις και εσύ ζήλεψες;
Νόμιζα πως θα με παρατούσες, μα δε το έκανες.
Θυμάσαι τη φορά που λέρωσα την ταπετσαρία του αυτοκινήτου σου με κρέμα φράουλα;
Νόμιζα πως θα με χτυπούσες, μα δεν το έκανες.
Και θυμάσαι τη φορά που ξέχασα να σου πω πως ο χορός είναι επίσημος κι ήρθες με μπλουτζίν;
Νόμιζα πως θα έφευγες, αλλά δεν το 'κανες.
Ναι, υπάρχουν χιλιάδες πράγματα που δεν τα έκανες. Αλλά με δέχτηκες και μ' αγάπησες και με προστάτεψες.
Υπάρχουν χιλιάδες πράγματα που θα ήθελα να σου ανταπωδώσω όταν θα γύριζες...
Αλλά δε γύρισες...
Λέο Μπουσκάλια - " Να ζεις, να αγαπάς και να μαθαίνεις"
Η αργία εγέννησε την πενίαν.
Η πενία έτεκεν την πείναν.
Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν.
Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν.
Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν.
Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν.
Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου"
Αλ. Παπαδιαμάντης "Οι έμποροι των εθνών"
Κάποτε, ένας άνθρωπος ταξίδευε και μπήκε τυχαία στον παράδεισο.
Σύμφωνα με την ινδική αντίληψη του παραδείσου, υπάρχουν δέντρα που εκπληρώνουν ευχές.
Εσύ το μόνο που κάνεις είναι να καθίσεις κάτω από ένα τέτοιο δέντρο και να επιθυμίσεις κάτι. Κι αυτό αμέσως γίνεται.
Ο άνθρωπος ήταν κουρασμένος και αποκοιμήθηκε κάτω από το δέντρο των ευχών. Όταν ξύπνησε ένιωσε πολύ πεινασμένος και είπε: "Πώς πεινάω! Αχ, και να έβρισκα λίγο φαγητό!" Και αμέσως από το πουθενά ,το φαγητό φάνηκε να πετάει στον αέρα. Πεινούσε τόσο πολύ που δεν έδωσε σημασία από που ερχόταν το φαγητό. Οταν πεινάς δεν το φιλοσοφείς.
Άρχισε αμέσως να τρώει, και το φαγητό ήταν τόσο νόστιμο... Τώρα ένιωθε ικανοποιημένος.
Μια άλλη σκέψη γεννήθηκε μέσα του: "Ας είχα κάτι να πιώ...." Αμέσως εμφανίστηκε ένα θαυμάσιο κρασί. Πίνοντας ήρεμα το κρασί (?) στη σκιά του δέντρου, άρχισε να αναρωτιέται: "Μα τι γίνεται; Τι συμβαίνει; Ονειρεύομαι ή μήπως υπάρχουν φαντάσματα γύρω μου, που μου παίζουν παιχνίδια;"
Και τότε εμφανίστηκαν τα φαντάσματα... Άρχισε να τρέμει και του γεννήθηκε η σκέψη: "Τώρα σίγουρα θα με σκοτώσουν..."
Και τον σκότωσαν!!!

Το δέντρο που πραγματοποιεί τις ευχές είναι ο νους. Από το μυαλό προέρχονται οι χαρές, οι απολαύσεις, το γέλιο, η λύπη και η μελαγχολία. Κοίταξε βαθειά μέσα σου και... σκέψου το.
-Ποιος είναι ο δυνατός; ρώτησε ξαφνικά το δένδρο.
-Αυτός που περπατά μέσα στη νύχτα μόνος του.
Κι όμως, φοβάται τόσο το σκοτάδι....
Αυτός που περιμένει στην πλαγιά τους λύκους.
Κι ας τρέμει σαν το λαγό ακούγοντας τα ουρλιαχτά τους....
Αυτός που γλιστράει, που γονατίζει, που γεμίζει λάσπες....
Που χώνεται στο θολό ποτάμι, ως το λαιμό.....
Και για μια στιγμή μέσα σε αυτό το χαλασμό, απλώνει τα παγωμένα χέρια του, κόβει κίτρινες μαργαρίτες και στολίζει τα μαλλιά του.

(Εννοείται)
Ήταν κάποτε δύο άγγελοι που ταξίδευαν και σταμάτησαν για να περάσουν τη νύχτα τους στο σπίτι μιας πλούσιας οικογένειας. Η οικογένεια ήταν αγενής και δεν ήθελαν να τους φιλοξενήσουν σε κάποιο από τα δωμάτια του αρχοντικού τους. Αντίθετα, οι άγγελοι έμειναν σε ένα μικρό χώρο στο υπόγειο του σπιτιού.

Καθώς έστρωναν για να κοιμηθούν πάνω στο κρύο πάτωμα, ο γηραιότερος άγγελος είδε μια τρύπα στον τοίχο και την επισκεύασε, καλύπτοντάς την. Όταν ο νεαρότερος άγγελος τον ρώτησε γιατί το έκανε αυτό, ο άλλος του απάντησε ότι «Τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι όπως δείχνουν».

Την επόμενη νύχτα, οι δύο άγγελοι θέλησαν να ξεκουραστούν στο σπίτι μιας πολύ φτωχής, αλλά φιλόξενης οικογένειας αγροτών. Αφού μοιράστηκαν με την οικογένεια το φτωχικό φαγητό τους, το ζευγάρι των αγροτών τους παραχώρησε το κρεβάτι τους για να ξαπλώσουν και να ξεκουραστούν. Μόλις βγήκε ο ήλιος το άλλο πρωί, οι άγγελοι είδαν τον αγρότη και τη γυναίκα του να κλαίνε γιατί η μοναδική τους αγελάδα είχε ψοφήσει κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Ο νεαρός άγγελος θύμωσε πολύ και ρώτησε το γηραιότερο γιατί να συμβαίνει αυτή η αδικία στους καλούς και φτωχούς αυτούς ανθρώπους. «Η πρώτη οικογένεια είχε τα πάντα και τη βοήθησες», τον κατηγόρησε. «Η δεύτερη οικογένεια είχε τόσα λίγα και ήταν τόσο πρόθυμη να τα μοιραστεί και εσύ άφησες την αγελάδα τους να ψοφήσει». «Τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι όπως δείχνουν», του απάντησε ο γηραιότερος άγγελος.

«Όταν μείναμε στο υπόγειο του πλούσιου αρχοντικού, παρατήρησα ότι υπήρχε χρυσάφι μέσα σ΄εκείνη την τρύπα που είχε ανοίξει στον τοίχο. Επειδή όμως, ο ιδιοκτήτης ήταν τόσο φιλάργυρος, άπληστος και δεν ήθελε να μοιραστεί την καλοτυχία του με άλλους, εγώ σφράγισα τον τοίχο για να μη μπορεί να ανακαλύψει το χρυσάφι. Τη χτεσινή νύχτα που κοιμηθήκαμε στο κρεβάτι των φτωχών αγροτών, ήρθε ο άγγελος του θανάτου για να πάρει τη γυναίκα. Εγώ του έδωσα την αγελάδα για αντάλλαγμα. Τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι όπως δείχνουν».
(Από το βιβλίο "Ιστορίες που δυναμώνουν την ψυχή)


Υπάρχουν φορές που βγάζουμε πρόωρα συμπεράσματα, επειδή έχουμε παρασυρθεί από αυτό που φαίνεται και όχι από αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Αυτός είναι ένας λάθος τρόπος για να προγραμματίζουμε τη ζωή μας και τις αντιδράσεις μας.


Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Στη χαρά κι αν περπατάς, εκείνο πιάστηκε στη άκρη στο παπούτσι.
Κουβάρι που το μάζεψες και το 'κρυψες για να συλλαβίσεις ξανά τη γαλήνη σου.
Μα η χαρά δεν κρατά πολύ, δεν το 'ξερες;
Ποιος είσαι εσύ που θα τη φυλακίσεις παραπάνω από μια στιγμή;
Ένοχος ακόμα που το σκέφτηκες.

Σε τσάκωσε όμως, εκεί στην άκρη στο παπούτσι σου.
Μα δεν πήρες τίποτα χαμπάρι.
Η χαρά ψάχνει μόνο την καρδιά, δε χωράει τις αισθήσεις.

Κι όσο περπατάς εσύ για τη χαρά,
εκείνο ξεδιπλώνεται.
Φίδια το σώμα του, εκείνα που μάζευες ένα ένα να εξαφανίσεις
σκορπάνε και σε κοροιδεύουν.

Πονάνε ρε , μου το χουν πει.
Μα, το ξέρω κιόλας.
Θα σε κεντρίσουν και...πανάθεμά τα!
Κάθε φορά. Κάθε μία ξεχωριστή φορά.
Δεν συνηθίζεται ο πόνος.

Άντε να μαζέψεις εκείνο το κουβάρι. Ξανά.
Δεν έχει ανάσες μέχρι τότε.
Δεν έχει τίποτα.
Κάτσε στο καβούκι σου όπως τη βρίσκεις πάντα.
Και μην κάνεις τη μαλακία σε όποιον χτυπήσει να απαντήσεις "Εμπρός!"

Κάνε τον ψόφιο. Σαν το κουβάρι από τα φίδια που πιάστηκε στο παπούτσι σου
και ξεδιπλώθηκε μπαμπέσικα όσο βάδιζες για τη χαρά.
Συνέχιζε να βρίζεις όσους δεν σου έμαθαν να τα πατάς.
Συνέχιζε να ανησυχείς μήπως στο πέρασμά σου πλήγωσες άθελά σου κανένα.

Έχεις μάθει να πληρώνεις.
Που θα πάει ρε; Θα ξεχρεώσεις άλλη μία...