Μια φορά ήταν ένας φτωχός ψαράς, κι όλη νύχτα αγωνιζόταν να πιάσει ψάρι και δεν έπιανε. - Ω, Θεέ μου, δυστυχία! σήμερα θα πεθάνουν τα παιδιά μου απ’ την πείνα, σκέφτηκε.
Του φάνηκε τότε πως τσίμπησε ψάρι και τράβηξε τ’ αγκίστρι. Τι να δει! Ένα ψαράκι χρυσό! Έκανε να το βγάλει απ’ τ’ αγκίστρι κι άκουσε μια φωνή να του λέει:
- Ρίξε το ψαράκι το χρυσό στο γιαλό, και θα δεις καλό.
- Ε, λέει με το νου του, να το ρίξω! Έτσι κι έτσι δεν θα μου κάμει τίποτε ένα ψαράκι.
Και το ‘ριξε στη θάλασσα.
Πάλι ακούει την ίδια φωνή να του λέει:
- Τι καλό θέλεις να σου κάμω;
- Ε, λέει, να πάω στο σπίτι μου και να βρω ψωμιά και φαγητά.
Σαν πήγε στο σπίτι του, τα βρήκε όλα όπως του είπε η φωνή. Είπε την ιστορία όλη στη γυναίκα του.
- Αχ, καλέ, του λέει αυτή, αντί να ζητήσεις, τίποτε καλό, ζήτησες ψωμιά και φαγητά;
- Ε, καλά, της λέει αυτός. Αν το ξαναπιάσω, τι θέλεις να του ζητήσω;
Η γυναίκα τού είπε να ζητήσει παλάτια!
Πήγε ο καημένος ο ψαράς, έριξε το δίχτυ κι έπιασε πάλι το χρυσόψαρο. Έκανε να το βγάλει πάλι απ’ τ’ αγκίστρι και άκουσε τη φωνή:
- Ρίξε το ψαράκι το χρυσό στο γιαλό, και θα δεις καλό.
Το έριξε, κι άκουσε πάλι τη φωνή:
- Τι καλό θέλεις να σου κάμω;
Κι αυτός ζήτησε παλάτια. Πάει στο σπίτι του και τι να δει; Παλάτια ωραιότατα!
- Αχ, του λέει η γυναίκα του, να πας να το ξαναπιάσεις και να του ζητήσεις εσύ να γίνεις βασιλιάς κι εγώ βασίλισσα.
Πήγε πάλι κι έκανε όπως έκανε και τις άλλες φορές, άκουσε τη φωνή και ζήτησε ό,τι του είπε η γυναίκα του.
Σαν πήγε στο σπίτι του, τι να δει;
Μια καλύβα όπως πρώτα, και τα παιδιά του πεινασμένα.