Στη χαρά κι αν περπατάς, εκείνο πιάστηκε στη άκρη στο παπούτσι.
Κουβάρι που το μάζεψες και το 'κρυψες για να συλλαβίσεις ξανά τη γαλήνη σου.
Μα η χαρά δεν κρατά πολύ, δεν το 'ξερες;
Ποιος είσαι εσύ που θα τη φυλακίσεις παραπάνω από μια στιγμή;
Ένοχος ακόμα που το σκέφτηκες.
Σε τσάκωσε όμως, εκεί στην άκρη στο παπούτσι σου.
Μα δεν πήρες τίποτα χαμπάρι.
Η χαρά ψάχνει μόνο την καρδιά, δε χωράει τις αισθήσεις.
Κι όσο περπατάς εσύ για τη χαρά,
εκείνο ξεδιπλώνεται.
Φίδια το σώμα του, εκείνα που μάζευες ένα ένα να εξαφανίσεις
σκορπάνε και σε κοροιδεύουν.
Πονάνε ρε , μου το χουν πει.
Μα, το ξέρω κιόλας.
Θα σε κεντρίσουν και...πανάθεμά τα!
Κάθε φορά. Κάθε μία ξεχωριστή φορά.
Δεν συνηθίζεται ο πόνος.
Άντε να μαζέψεις εκείνο το κουβάρι. Ξανά.
Δεν έχει ανάσες μέχρι τότε.
Δεν έχει τίποτα.
Κάτσε στο καβούκι σου όπως τη βρίσκεις πάντα.
Και μην κάνεις τη μαλακία σε όποιον χτυπήσει να απαντήσεις "Εμπρός!"
Κάνε τον ψόφιο. Σαν το κουβάρι από τα φίδια που πιάστηκε στο παπούτσι σου
και ξεδιπλώθηκε μπαμπέσικα όσο βάδιζες για τη χαρά.
Συνέχιζε να βρίζεις όσους δεν σου έμαθαν να τα πατάς.
Συνέχιζε να ανησυχείς μήπως στο πέρασμά σου πλήγωσες άθελά σου κανένα.
Έχεις μάθει να πληρώνεις.
Που θα πάει ρε; Θα ξεχρεώσεις άλλη μία...