Τετάρτη 25 Μαρτίου 2009

Η ασχήμια της αλήθειας

Ένας άνθρωπος όλη του τη ζωή έψαχνε την Αλήθεια και δεν μπορούσε να τη βρει. Πέρασε απ' όλες χώρες του κόσμου, ήταν και στις χώρες του βορρά και στις χώρες του νότου και της δύσης χωρίς αποτέλεσμα.
Μια φορά όταν βρισκόταν σε μια μικρή χώρα της ανατολής ένιωσε κουρασμένος και απελπισμένος και κάθισε κοντά στην είσοδο μιας σπηλιάς.
Ξαφνικά από το εσωτερικό της σπηλιάς ακούστηκε θόρυβος, κάτι σαν γρύλισμα. Ο άνθρωπος σηκώθηκε και πλησίασε την είσοδο με ξίφος στο χέρι. Ξεχώρισε μια σκοτεινή μορφή που του φάνηκε ότι ανήκε στη γυναίκα. Μπήκε στη σπηλιά που βασίλευε φοβερή δυσοσμία.
Όταν τα μάτια του συνήθισαν στο σκοτάδι είδε πράγματι μια γυναίκα, γριά και αποκρουστική, ρυτιδιασμένη, τριχωτή και βρωμερή.
Εκείνη σήκωσε προς το μέρος του τα θολά μάτια της και τον ρώτησε, τι θέλει.
- Αναζητώ την Αλήθεια, απάντησε εκείνος.
- Τη βρήκες, του είπε η γριά.
- Εσύ είσαι η Αλήθεια;
- Ναι.
- Πώς μπορώ να είμαι σίγουρος;
Εκείνη του έδωσε αποδείξεις: ήξερε τα πάντα για αυτόν, το όνομά του, την ηλικία του, τις περιπέτειές του.
Ο άνθρωπος αποσβολωμένος και απογοητευμένος ρώτησε με αμηχανία:
- Είσαι τόσο άσχημη, ποτέ δεν συνάντησα τίποτα πιο τρομερό από 'σένα. Όμως όλοι θέλουν να σε γνωρίσουν! Θα με ρωτήσουν! Πρέπει να τους πω κάτι! Τι να τους πω;
- Πες τους ψέματα, είπε η Αλήθεια, πες τους ότι είμαι νέα και ωραία και όλοι θα σε πιστέψουν.

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2009

Αν έχεις τύχη διάβαινε

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός τσαγκάρης και δούλευε για να θρέψει την οικογένειά του με τα 7 παιδιά.
Την ώρα που χτυπούσε το τακούνι του παππουτσιού τραγουδούσε ρυθμικά και μελαγχολικά: «Μόνος μου το βούλωσα, μόνος μου το βούλωσα...»
Περνώντας μία μέρα ο βασιλιάς από εκεί τον άκουσε και τον ρώτησε γεμάτος απορία: «Τι εννοείς με το τραγούδι αυτό;»
Και ο τσαγκάρης απάντησε : «Είδα ένα όνειρο στο οποίο είχε βρύσες στη σειρά και ρωτάω μια γιαγιά που βρισκόταν εκεί τι συμβολίζουν και αυτή μου είπε πως είναι η τύχη του καθενός. Της ρώτησα ποια βρύση είναι η δική μου και μου έδειξε μία η οποία έσταζε πολύ λίγο νερό. Αμέσως έτρεξα να την ανοίξω περισσότερο, και τελικά τη βούλωσα. Κατάλαβες βασιλιά μου γιατί τραγουδάω αυτό το τραγούδι;»
Ο βασιλιάς έφυγε σκεπτόμενος πώς να βοηθήσει το φτωχό τσαγκάρη. Αποφασίζει λοιπόν να του στείλει μία πίτα γεμάτη φλουριά.

Την επόμενη μέρα ο τσαγκάρης παίρνει την πίτα και ρωτάει τη γυναίκα του. «Γυναίκα, μήπως είναι καλύτερα να δώσουμε την πίτα στο φούρνο, να μας δώσει ψωμιά για μια βδομάδα να έχουμε να περάσουμε;»
«Πολύ καλή ιδέα», απαντάει η γυναίκα του και έτσι έδωσαν την πίτα με τα φλουριά στον φούρναρη.
Ο τσαγκάρης συνέχιζε «Μόνος μου το βούλωσα μόνος μου το βούλωσα...» και ο βασιλιάς κατάλαβε πως ο φτωχός τσαγκάρης δεν πήρε την πίτα.

Αποφάσισε λοιπόν να του στείλει κοτόπουλο γεμισμένο με φλουριά. Ο δύστυχος όμως τσαγκάρης έκανε και πάλι το ίδιο.
Για τρίτη και τελευταία φορά αποφάσισε ο βασιλιάς να αφήσει ένα πουγκί με λίρες στο δρόμο για τη δουλειά του τσαγκάρη.
Πηγαίνοντας λοιπόν την άλλη μέρα ο φτωχός τσαγκάρης στη δουλειά του, περνούσε μία γέφυρα, στην άκρη της οποίας βρισκόταν εκείνη τη μέρα και το πουγκί με τις λίρες. Καθώς προχωρούσε ο τσαγκάρης σκέφτηκε « Κάθε μέρα περνάω τη γέφυρα με ανοιχτά μάτια. Σήμερα λοιπόν θα την περάσω με κλειστά μάτια».

Κι έτσι ο φτωχός τσαγκάρης δεν μπόρεσε ποτέ να αλλάξει την τύχη του.

Πονηριές

Παραδείγματος χάρη να με λένε Μαρία
να ’χω μια φιλενάδα κόκκινη αλεπού
να με παίρνουν τ’ αστέρια στη δική τους πορεία
να μιλάω με τους γλάρους και τα μαραμπού…


Αλεπούδες υπήρχαν πέριξ του χωριού ανέκαθεν. Δεν είναι λίγες οι φορές που κάποια συγχωριανή στο παρελθόν έχει κλάψει τις κότες της για χάρη της.
Τέτοια εποχή είναι συνηθισμένο φαινόμενο στη διαδρομή προς το χωριό, κυρίως τις βραδινές ώρες, να συναντήσει κάποιος κάποια αλεπού να περιφέρεται ψάχνοντας για τροφή.
Η λέξη «αλεπού» είναι συνώνυμη της «πονηριάς».
Έλεγαν οι παλιοί πως άμα ήθελε να κλέψει κανένα αρνί έπαιρνε από πίσω τον τσοπάνη, τον ακολουθούσε ως τη στάνη και τον παραμόνευε ώσπου να κοιμηθεί.
Αν συναντούσε κοπάδι αρνιών στο δρόμο, ξέκοβε ένα και έκανε πως δε μπορεί να το πιάσει ώσπου να του δώσει δρόμο προς το λόγγο κι εκεί το συγύριζε με όλη της την ευκολία.
Αν οι κότες είναι σκαρφαλωμένες επάνω σε δένδρο, κάθεται από κάτω και τους ρίχνει ματιές. Οι χωρικοί λένε πως έχει μαγνήτη στα μάτια της.
Όταν κυνηγιέται από σκυλί, την ουρά της την έχει διπλωμένη. Αν το σκυλί τη ζυγώσει πολύ, την πετάει δεξιά ή αριστερά. Το σκυλί στρέφει ανάλογα, γιατί νομίζει ότι πήρε διεύθυνση προς τα εκεί κι έτσι κερδίζει χρόνο.
Λένε ακόμη ότι ούτε τη φωλιά της δε φτιάχνει μόνη της. Όταν ο ασβός σκάψει τη δική του φωλιά, πηγαίνει η αλεπού και τη λερώνει επειδή ξέρει ότι ο ασβός είναι το καθαρότερο αγρίμι. Ο ασβός λοιπόν, παρατάει τη φωλιά του και την πιάνει αυτή, αφού προηγουμένως την τελειοποιήσει, ανοίγει δηλαδή πολλές τρύπες ώστε να μην κινδυνεύει να αποκλειστεί.

Μια αλεπού καθόταν κάποτε κι αναπαυόταν σ’ ένα βουνό.
- Τι κάνουμε εδώ μάνα; τη ρωτούσαν τα παιδιά της
- Ζεσταινόμαστε, παιδιά μου, τους είπε.
- Μα που είναι η φωτιά;
- Στ’ από πέρα βουνό. Δεν τη βλέπετε;
Τότε ένα αλεπόπουλο πήδησε και φώναξε: Νερό μάνα, νερό μάνα, νερό και μ’ έκαψε μια σπίθα από τη φωτιά!
Κάποτε, λένε πως ρώτησαν μια αλεπού εκεί που την έγδερναν ζωντανή:
- Ε! πως τα περνάς;
- Κακά και ψυχρά, αλλά δόξα το θεό, βασανίζομαι λιγότερο από το σώγαμπρο.
(Μέρος του κειμένου είναι από το βιβλίο του Στ. Γρανίτσα «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου»)

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

Αχ σύρε να φέρεις το γιατρό

Στα περισσότερα χωριά, οι γιατροί τα παλιά χρόνια ήταν είδος πολυτελείας. Το ίδιο ισχύει ακόμα και σήμερα, αφού στο χωριό μας αλλά και σε πολλά χωριά πηγαίνει γιατρός μια φορά την εβδομάδα.
Αντιμετωπίζανε λοιπόν παλιότερες εποχές τα διάφορα μικροπροβλήματα με γιατροσόφια. Με τη βοήθεια φυτών ή βοτάνων διάφοροι κομπογιαννίτες προσπαθούσαν να γιάνουν τους αρρώστους. Άλλες φορές τα κατάφερναν και άλλες τους έστελναν αδιάβαστους.
«Για το γιατρό που πέθανεν,
ολίγοι στην κηδεία του.
Την έστειλε, για υποδοχή,
μπροστά την πελατεία του!»
γράφει ο Μικέλης Άβλιχος, ένας Κεφαλλονίτης σατιρικός ποιητής.
Το κακό δεν είναι ότι οι γιατροί στα χωριά ήταν άσχετοι αλλά το ότι οι χωρικοί τους εμπιστεύονταν.
Κάποτε σ’ ένα χωριό χτύπησε ένα αυτοκίνητο κάποιον και φώναξαν το γιατρό. Φτάνει σε λίγο και η γυναίκα του και ρωτά το γιατρό:
- Γιατρέ, πέθανε;
- Κάναμε τα αδύνατα δυνατά, αλλά δε μπορέσαμε να τον γλυτώσουμε. Δυστυχώς πέθανε.
Τότε ο άντρας άνοιξε τα μάτια του και φώναξε:
- Ζω, δεν πέθανα! Και η γυναίκα του:
- Σκάσε μωρέ! Ξέρεις εσύ καλύτερα από το γιατρό;
Στις μέρες μας πολλά έχουν αλλάξει εκτός από τη συχνότητα με την οποία οι γιατροί στέλνουν τους ασθενείς στον άλλο κόσμο. Τα περιφερειακά νοσοκομεία υπολειτουργούν, τα φακελάκια ζουν και βασιλεύουν, οι δε αγροτικοί γιατροί στα χωριά περιορίζονται σε ατέλειωτες συνταγογραφίες. Το μόνο θετικό μιας επίσκεψης σε νοσοκομείο είναι να δεις καμιά όμορφη νοσοκόμα!
«Σε γνώρισα στο ΙΚΑ,
στην ουρά μπροστά μου σ’ είχα
για τον οδοντογιατρό,
τα χρόνια σου 16,
μα είχες ξεπετάξει
ολόκληρο το Κολωνό…
Αχ Ευλαμπία, η ασθένεια σου έγινε χρονία,
αχ Ευλαμπία, εγώ θα ψάξω να σου βρω γιατρό».

Ο δράκος κι ο γύφτος (παραμύθι)

Μια φορά και ένα καιρό σε ένα μακρινό βασίλειο ήταν ένα φτωχικό χωριό με πολύ καλούς ανθρώπους.
Πάνω στο βουνό όμως ζούσε ένας πολύ κακός δράκος που ήθελε κάθε μήνα να του δίνουν ένα παιδί του χωριού να το τρώει.
Στην άκρη του χωριού ζούσε ένας φτωχός γέροντας που είχε μόνο μία κόρη και είχε έρθει η σειρά του να την δώσει στον δράκο και ο κακόμοιρος ήταν πολύ στεναχωρημένος.
Κάποια μέρα όπως καθότανε έξω από το σπίτι του στεναχωρημένος πέρασε ένας γύφτος.
-Γεια σου κουμπάρε λέει ο γύφτος.
Δεν απάντησε ο γέροντας. Ο γύφτος κοντοστάθηκε γύρισε κοίταξε τον γέροντα και του ξαναλέγει.
-Γεια σου κουμπάρε.
Αλλά πάλι δεν πήρε απάντηση.
-Ε! Κουμπάρε εγώ σ’ κρένω, εσύ γιατί δεν μ’ κρένς;
-Άσε με ρε άνθρωπε στη σκοτούρα μου, του απάντησε ο γέροντας .
-Όχι δεν σ’ αφήνω αν δεν μου πεις τι έχεις.
Ο γέροντας κατάλαβε ότι δεν τα έβγαζε πέρα με τον γύφτο και του εξήγησε τι συμβαίνει.
-Και γι’ αυτό στεναχωριέσαι ρε κουμπάρε, εγώ θα σώσω το παιδί, του απάντησε ο γύφτος.
-Και πως θα το σώσεις εσύ;
-Μη σκιάζεσαι, του λέει ο γύφτος. Μόνο θα μου φέρεις ένα αυγό και μία τσαντίλα τυρί και θα στον φτιάξω καλά εγώ τον δράκο. Άμα τα καταφέρω, στο τέλος θα μου δώσεις και μία σκαφίδα φαΐ, εντάξει;
-Εντάξει, του απάντησε ο γέροντας.
Όταν ήρθε ο δράκος να πάρει την κόρη του γέροντα έτρεμε η γη. Ο γύφτος έκατσε απέναντι από τον δράκο και του λέει:
-Εσύ είσαι που τρως τα παιδιά; Τώρα θα σκοτώσω και εγώ εσένα.
Ο δράκος όταν τον άκουσε ξαφνιάστηκε.
-Τη βλέπεις αυτή την πέτρα, του λέει .Έτσι θα σε κάνω. Και παίρνει μια πέτρα και την σπάει στα χέρια του.
-Την βλέπεις αυτήν πέτρα, του λέει ο γύφτος και παίρνει το αυγό. Έτσι θα σε στύψω και στύβει τ’ αυγό στο χέρι του.
Ο δράκος ξαφνιάστηκε για λίγο ,έπειτα πήρε μία μεγάλη πέτρα στα χέρια του και την έκαμε κομμάτια.
-Έτσι θα σε κάνω, λέει στον γύφτο.
-Το βλέπεις αυτό το κοτρόνι, του λέει ο γύφτος και παίρνει την τσαντίλα με το τυρί. Έτσι θα σε στύψω και στύβει την τσαντίλα με το τυρί στα χέρια του.
Ο δράκος όταν είδε να πέφτουν τα ζουμιά από τα χέρια του γύφτου τα ’χασε τελείως. Πρώτη φορά έβλεπε τόσο δυνατό άνθρωπο.
-Έλα να παλέψουμε, λέει στον γύφτο!
-Να παλέψουμε, γιατί να μην παλέψουμε, του λέει ο γύφτος!
Όπως πιαστήκανε για να παλέψουν, ο δράκος έσφιξε με δύναμη τον γύφτο και γουρλώσανε τα μάτια του γύφτου. Τον βλέπει ο δράκος και τον ρωτάει:
-Τι κοιτάς ρε;
-Σε ποιο βουνό να σε πετάξω, σε τούτο ή σε ’κείνο, του απάντησε ο γύφτος.
Μόλις τον άκουσε ο δράκος τον παράτησε και το ’βαλε στα πόδια. Και έτσι σώθηκε το χωριό. Ο γέροντας έβαλε στο γύφτο μία σκαφίδα φαΐ να φάει όπως είχαν κανονίσει και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Το πηγάδι

«Πάρε Μάρω τη βαρέλα
και τον μαστραπά,
κι άντε κάτω στο πηγάδι
άντε για νερό.
Δεν μπορώ μανούλα δεν μπορώ
κι είναι ο Τάσος στο πηγάδι
που πλανεύει τα κορίτσια
και τις έμορφες.»
Τα παλιά χρόνια που δεν υπήρχαν δίκτυα ύδρευσης οι άνθρωποι έφτιαχναν πηγάδια για να παίρνουν νερό αλλά και να ποτίζουν τους κήπους και τα χωράφια τους. Στο δικό μας χωριό δεν υπήρχαν πηγάδια αφού υπήρχαν πηγές και ποτάμια.
Επειδή τα πηγάδια ήταν επικίνδυνα οι άνθρωποι είχαν πλάσει με τη φαντασία τους διάφορους μύθους με νεράιδες, ξωτικά και φαντάσματα που κατοικούσαν μέσα σ’ αυτά και τριγυρνούσαν τις νύχτες, προκειμένου να αποτρέπουν το παιχνίδι των μικρών και να κάνουν πιο προσεκτικές τις κινήσεις των μεγάλων.
Ήτανε λέει τα χρόνια τα παλιά ένας Αράπης που ήταν ο φόβος κι ο τρόμος των Χριστιανών. Πάντα όταν τον βλέπανε άλλαζαν όλοι δρόμο. Μα κάποιο βράδυ μέθυσε από κρασιού κανάτες και έχασε το δρόμο του. Βρέθηκε στο πηγάδι, προσπάθησε να πιει νερό και μέσα στη ζάλη του γλίστρησε κι έπεσε μέσα. Και όσο κι αν πάλευε δεν μπορούσε να βγει. Τον βρήκαν το ξημέρωμα σαν ήτανε πνιγμένος.
Σαν περνούσαν τα βράδια από κει έβλεπαν μια κακιά σκιά σαν την ομίχλη να σέρνεται ύπουλα απ’ του πηγαδιού την άκρη και να παίρνει τρομερή μορφή. Και τρέχανε όλοι γρήγορα, πριν χάσουν τη μιλιά τους.
Μα και τη μέρα ακόμα, όσοι εκεί δουλεύανε, κάτι κακό πάθαιναν.»Δεν κατοικούσαν βέβαια σ’ όλα τα πηγάδια δαίμονες και φαντάσματα. Υπήρχαν και πηγάδια όπου ζούσαν καλά πνεύματα και όμορφες νεράιδες που πραγματοποιούσαν τις ευχές των ανθρώπων.
Κάποτε ένα ζευγάρι βρέθηκε σε ένα πηγάδι. Ο άνδρας έσκυψε πάνω από το πηγάδι έκανε μια ευχή και πέταξε ένα νόμισμα.
Ύστερα πήγε και η γυναίκα και πριν προλάβει να πει την ευχή έπεσε μέσα στο πηγάδι. Ο σύζυγος έμεινε για λίγο άφωνος και μετά χαμογέλασε και είπε εντυπωσιασμένος:
- Τελικά αυτό το πηγάδι δουλεύει πραγματικά!

Τιμημένα γηρατειά

Στα παλιά χρόνια στην Ιαπωνία οι γέροι που δεν μπορούσαν πια να εργαστούν μεταφέρονταν στα βουνά και αφήνονταν εκεί μόνοι. Αυτός ήταν ο νόμος. Ο νόμος άλλαξε χάρη στην αγάπη ενός γιου και τη σοφία του πατέρα του. Τα ονόματά τους δε διασώθηκαν.
Όταν ήρθε η ώρα ο γιος να μεταφέρει και να εγκαταλείψει τον πατέρα του στο βουνό, τον πήρε στην πλάτη του και άρχισε να εισχωρεί στη δασωμένη βουνοπλαγιά. Ο πατέρας, γεμάτος έγνοια για το παιδί του, κάθε τόσο έσπαγε ένα κλαδάκι και το άφηνε χάμω στο μονοπάτι για να μη χάσει το δρόμο της επιστροφής ο γιος.
Όταν έφτασαν ψηλά μέσα σ' ένα φαράγγι κι ο γιος κατέβασε τον γέροντα από την πλάτη του, εκείνος του είπε να ακολουθήσει τα κλαδιά: έτσι ούτε το δρόμο θα έχανε ούτε θα καθυστερούσε. Συγκινημένος από τη φροντίδα του πατέρα ο γιος τον ξανάβαλε στην πλάτη κι επέστρεψε σπίτι τους. Αν τους ανακάλυπταν οι άνθρωποι του άρχοντα, θα τους τιμωρούσαν και τους δύο πολύ αυστηρά. Αλλά ο γιος, αποφασισμένος για όλα, έσκαψε μια υπόγεια σπηλιά στην πίσω αυλή κι έκρυψε το γέροντα εκεί, φροντίζοντας για την τροφή και τις άλλες ανάγκες του.
Μια μέρα ήρθε μήνυμα στο χωριό τους πως ο βασιλιάς ζητούσε σκοινί από στάχτες. Το είχε δει σε όνειρο και έπρεπε να το έχει. Κανένας από τους χωρικούς δεν ήξερε πώς να φτιάξει κάτι τέτοιο. Κανένας σε ολόκληρη την επικράτεια δεν μπόρεσε να το φτιάξει. Μόνο ο γέροντας στην υπόγεια σπηλιά είπε στο γιο του: «Στερέωσε σ' ένα μακρύ, φαρδύ σανίδι ένα κομμάτι σκοινί ζιγκ-ζαγκ και κάψε το.
Ο γιος το παρουσίασε στον άρχοντα κι αυτός, ευχαριστημένος, τον επαίνεσε για την εξυπνάδα του και τον αντάμειψε. Λίγο αργότερα, ο άρχοντας του έστειλε ένα ομοιόμορφο κοντάρι από μπαμπού και του ζήτησε να βρει σε ποια άκρη ήταν αρχικά η ρίζα. Ο γιος το έδειξε στον πατέρα του και ζήτησε τη γνώμη του.
«Ω, είναι απλό», είπε ο γέροντας. «Βάλτο αργά σε νερό και η άκρη που τείνει προς τα κάτω είναι η ρίζα- η άλλη που τείνει να βγει πάνω από το νερό είναι η κορυφή.» Ο γιος το έκανε και, πηγαίνοντας στο παλάτι, έδωσε στον άρχοντα το αποτέλεσμα. Ο βασιλιάς εντυπωσιάστηκε πάλι.
Αμέσως όμως παρουσίασε ένα τρίτο πρόβλημα. Ζήτησε από το χωρικό να του φτιάξει ένα ταμπούρλο που ηχεί δίχως να χρειάζεται να το χτυπά κανείς. Ο γιος συμβουλεύτηκε πάλι τον πατέρα του. «Πήγαινε να αγοράσεις δέρμα» είπε εκείνος. «Μετά φέρε από το βουνό ένα μελίσσι.» Όταν ο γιος εκτέλεσε τις παραγγελίες, ο γέρος έφτιαξε ένα τύμπανο με το μελίσσι από μέσα και είπε στο γιο να το πάει στον άρχοντα.
Όταν αυτός το πίεσε λίγο, οι μέλισσες μέσα κουνήθηκαν και ξαφνιασμένες πέταξαν στα τυφλά χτυπώντας στο δερμάτινο τοίχωμα που, φυσικά, βούιξε! Έτσι το ταμπούρλο ηχούσε χωρίς να το χτυπά κανείς. Κι ο άρχοντας ομολόγησε τη μεγάλη του έκπληξη στο πώς μόνος αυτός ο χωρικός σε όλη την επικράτεια μπόρεσε να λύσει τα προβλήματα.
«Άρχοντά μου» αποκρίθηκε ο χωρικός, «εγώ είμαι πολύ νέος για να έχω την πείρα και τη σοφία να λύσω τέτοια προβλήματα. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους κατοίκους της περιοχής μας. Μόνο κάποιος πολύ γηραιότερος θα μπορούσε να το κάνει. Η αλήθεια είναι πως εγώ βρήκα όλες τις λύσεις χάρη στη βοήθεια του πατέρα μου που είναι μεγάλος σε ηλικία κι έχει την απαραίτητη πείρα και σοφία.» Μετά, με τη σκέψη της πιθανής τιμωρίας, συνέχισε δακρύζοντας: «Δεν άντεξα να αφήσω το γέροντα πατέρα μου στο βουνό να πεθάνει μόνος κι αφρόντιστος. Τον έκρυψα στο σπίτι μας. Εκείνος βρήκε αυτές τις λύσεις.»
Ο άρχοντας εντυπωσιάστηκε. Καταλαβαίνοντας ξαφνικά πόσο πολύτιμοι για τη χώρα θα ήταν οι γέροντες με την πείρα και τη σοφία τους, αντέστρεψε το νόμο. Από τότε κι έπειτα απαγορεύτηκε στους ανθρώπους να εγκαταλείπουν τους γέροντες πατέρες τους στην άγρια ερημιά των βουνών.
(αφιερωμένο στον πατέρα μου)

Οι χήρες

Στο δρόμο μου συνάντησα
τη χήρα ένα βράδι
και μου ’λεγε πως άδικα
τον έστειλε στον Άδη
γιατί δεν έφευγε λεπτό
απάνω απ’ το πηγάδι.
Ήταν εργατικός πολύ
και μαλακό το χώμα
και βάλε-βγάλε τον κουβά
τον έριξε στο στρώμα…
Της χήρας το πηγάδι
τον έστειλε στον Άδη!

Tο τσοπανόπουλο, όλο και γυρόφερνε την χήρα και η χήρα, όλο και γλυκοκύταγε το τσοπανόπουλο.
Μια μέρα βρέθηκαν οι δυο τους μέσα στο δωμάτιο της χήρας. Το τσοπανόπουλο, όλο και παρίστανε, πως τίποτα δεν ήξερε κι η χήρα, όλο και προσπαθούσε, να του εξηγήσει τα μυστικά και τις χάρες του σεξ, ρίχνοντας πότε-πότε και κλεφτές ματιές στα εικονίσματα.
Όταν άρχισαν οι πρακτικές ασκήσεις του μαθήματος, ακούστηκε απ΄ έξω μια μπάσα αντρική φωνή.
-Τι κάνεις κυρά;
Οπότε η χήρα σήκωσε τα μάτια της στο εικόνισμα και είπε:
-Σχώρα με θεέ μου, ατζαμή μαθαίνω.

Πριν κλείσουν τα "σαράντα" η χήρα βρέθηκε σε μια γιορτή. Εκεί δεν άντεξε και σηκώθηκε για χορό.
Όταν τη ρώτησαν, πως μπορεί και χορεύει, την στιγμή που ο άντρας της δεν έχει είκοσι μέρες πεθαμένος δικαιολογήθηκε λέγοντας:
-Χορεύω και κακοχορεύω, ίσια π΄ κνιώμαι.

Ο παπάς πήρε στο σπίτι έναν μάστορα, για να του χτίσει ένα τοίχο. Άπλωσε τα ράμματά του, ο χτίστης, κι άρχισε να δουλεύει. Βλέποντάς τα η παπαδιά τον ρώτησε.
-Τι τα θέλεις αυτά τα σχοινιά μάστορα;
-Είναι ράμματα και τα έχω για να φτιάχνω ίσιο τον τοίχο, της απαντά.
-Καλά και δεν μπορείς αυτό να το δεις με τα μάτια;
-Τα μάτια σε γελάνε, της εξήγησε.
Την άλλη μέρα, ο παπάς συνέλαβε την παπαδιά σε ερωτικές περιπτύξεις με τον ψάλτη.
-Δε ντρέπεσαι, τι κάνεις εκεί; της λεει.
-Τίποτα παπά, τρίβω τη μέση του ψάλτη, που πονάει!
-Και με τα πόδια ψηλά την τρίβεις;
-Δεν ήταν δικά μου παπά, του ψάλτη ήταν.
-Μα σε είδα με τα μάτια μου, επιμένει ο παπάς.
-Σε γελάνε τα μάτια παπά μου, ρώτα και τον μάστορα να μάθεις.

Η Μήτσαινα μόλις είχε χηρέψει. Ο μακαρίτης, της άφησε χρόνους και πολλούς υποψήφιους εραστές, συνωστιζόμενους στον ερωτικό της προθάλαμο.
Τον πρώτο καιρό δεν είχε σβήσει ούτε ώρα το καντήλι του μακαρίτη. Όταν το λάδι σώθηκε κι ο καντηλανάφτης της ζήτησε κι άλλο, αυτή του είπε:
-Άστο, τι το θέλει το καντήλι ο Μήτσος, μήπως θα διαβάσει εφημερίδα;
Μόλις περάσανε τα σαράντα
η Μήτσαινα βγήκε με κόκκινα παπούτσια στο δρόμο.
-Μωρή Μήτσαινα ντροπή, ο άνθρωπος είναι ακόμα ζωντανός κι εσύ γυρνάς με κόκκινα παπούτσια.
-Τι λες μωρέ Κώσταινα, ώσπου να λιώσει αυτός θα πάνε πέντε χρόνια και θα περάσει η μόδα τους.

Ήτανε μια νέα και όμορφη χήρα που όμως είχε ένα πρόβλημα: Ένας λύκος έμπαινε συνέχεια στο μαντρί της και της έτρωγε τα πρόβατα. Χρησιμοποίησε όλα τα μέσα και στο τέλος πήγε στο δεσπότη.
Τον πήρε με τ' άλογό της και τον πήγε στη στάνη, να ξορκίσει το κακό. Έστρωσε στη σκιά του γεροπλάτανου μια βελέντζα και καθίσανε.
Ο δεσπότης άπλωσε το άγιο χέρι του, στους χυμώδης γλουτούς της χήρας κι άρχισε τους αφορισμούς.
-Γύρω-γύρω να ’ρχεται και μέσα να μην μπαίνει.-Γύρω-γύρω να ’ρχεται και μέσα να μην μπαίνει.
Τόπε μια, τόπε δυο, τόπε τρεις, ώσπου η χήρα δεν άντεξε και είπε:
-Άστον δέσποτα, ας μπει και καμιά φορά. Πλάσμα του Θεού είναι κι αυτό.


Μια άλλη χήρα τώρα, τον άντρα της τον έθαψε με αρκετά κέρατα στο κεφάλι. Γι' αυτό αποφάσισε να πάει για εξομολόγηση.
-Τι σε βαραίνει ευλογημένη, της λέει λοξοκοιτάζοντάς την ο πνευματικός.
-Παπά μου, κανένα παιδί δεν τόχω από τον συχωρεμένο.
-Πώς το έκανες αυτό ευλογημένη; την επίπληξε ο παπάς.
-Να παπά μου - άρχισε να λέει η χήρα - μια μέρα ήρθε στο σπίτι ο χωροφύλακας ο Μπαρούτας, αναψοκοκκινισμένος και βαρβάτος. Τον ντράπηκα, τι να κάνω. Κι έτσι γεννήθηκε το πρώτο μου παιδί. Την άλλη φορά ήρθε ο νοστιμούλης γυρολόγος κι άρχισε τα γλυκόλογα. Τον ντράπηκα, τι να κάνω. Κι έτσι έκανα το δεύτερο παιδί μου. Το τρίτο παιδί το έκανα με τον μυλωνά.
-Ντράπηκες και τον μυλωνά, απόρησε ο παπάς.
-Όχι, αυτόν τον λυπήθηκα, γιατί ντρεπότανε και τον ξεθάρρεψα
-Εμένα, με λυπάσαι ή με ντρέπεσαι; ρώτησε ο παπάς.
-Με σένα παπά μου ξέρω πως δεν θα το φχαριστηθώ. Έτσι λένε όσες σε λυπηθήκανε.

Του τράγου τα καμώματα

Κάποτε ένας χωρικός είχε ανάμεσα στα ζώα του έναν τράγο αλλιώτικο από τους άλλους. Ο τράγος ήταν πολύ γόνιμος και έβγαζε πολύ καλή γενιά, άσε που δεν περιφρονούσε καμία κατσίκα και πρόθυμα πρόσφερε τις υπηρεσίες του σε όλο το χωριό.
Ο χωρικός είχε τον τράγο στην αυλή του και όποιος άλλος συγχωριανός του ήθελε να πιάσει η κατσίκα του κατσικάκια, την πήγαινε για τα δέοντα. Με ένα αντίτιμο στον ιδιοκτήτη του τράγου το αποτέλεσμα ήταν πάντα εγγυημένο.
Η ικμάδα του τράγου είχε βέβαια μαθευτεί και στα γύρω χωριά, και συνέρεαν από όλη την περιφέρεια άνθρωποι με τις κατσίκες τους. Και ο τράγος δεν απογοήτευε κανέναν χωρικό (και καμία κατσίκα).
Ώσπου ο κοινοτάρχης του χωριού σκέφτηκε και πρότεινε στον ιδιοκτήτη του τράγου:
"Γιατί δεν συμφωνείς να τον αγοράσει τον τράγο η κοινότητα; Θα στον χρυσοπληρώσουμε. Θα 'χεις και το κεφάλι σου ήσυχο, να μην έχεις τον καθένα να σε ενοχλεί κάθε λίγο και λιγάκι. Εμείς τον παίρνουμε, τον δένουμε στην αυλή του κοινοτικού καταστήματος, τον ταΐζουμε, τον ποτίζουμε και επιτρέπουμε δωρεάν σε όλο το χωριό να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του, σαν προσφορά από την κοινότητα. Ησυχάζεις κι εσύ και το χωριό είναι ευχαριστημένο."
Το σκέφτηκε έτσι, το σκέφτηκε αλλιώς ο χωρικός (είχε και μικρά παιδιά και δεν ήθελε να βλέπουν όλη μέρα τις περιπτύξεις του τράγου και να του κάνουν και δύσκολες ερωτήσεις) και τον έδωσε.
Έλα όμως που ο τράγος μόλις ετέθη στην διάθεση του κοινοτάρχη άλλαξε τελείως σύστημα... Έτρωγε, έπινε αλλά απέφευγε συστηματικά την "διατεταγμένη υπηρεσία". Πού και πού εκτελούσε τα "καθήκοντά" του, κι αυτό ανόρεκτα.
Πολλοί χωρικοί με τις κατσίκες τους έφευγαν άπρακτοι και άλλοι αμφιβάλλοντας πολύ για το αποτέλεσμα.Άρχισαν έτσι σιγά-σιγά οι διαμαρτυρίες. Είχε πληρώσει, στο κάτω-κάτω ένα σωρό λεφτά ο κοινοτάρχης γι' αυτόν τον περιβόητο τράγο, που τώρα αποδεικνυόταν τζούφιος...
Αλλά και ο κοινοτάρχης βρέθηκε σε απόγνωση "Διάβολε, θα πρέπει να υπάρχει κάποια εξήγηση για όλα αυτά", σκέφτηκε.
Έτσι κίνησε και πήγε στον παλιό ιδιοκτήτη του τράγου, και τον παρακάλεσε, αυτόν που ήξερε το ζώο τόσο καλά, να έρθει να το δει στο κοινοτικό κατάστημα, μπας και βρει τι φταίει.Έτσι και έγινε.
Ο χωρικός ήρθε μαζί του και φτάνοντας στην αυλή του κοινοτικού καταστήματος πάει κατ' ευθείαν στον τράγο και του ψιθυρίζει κάτι στ' αυτί. Και ο τράγος γυρίζει ομοίως και του απαντάει.Ο χωρικός απομακρύνθηκε γελαστά από τον τράγο και κατευθύνθηκε με σίγουρο βήμα προς τον κοινοτάρχη: ήταν φανερό από το βλέμμα του ότι είχε βρει την άκρη.
Ο κοινοτάρχης αδημονώντας τον ρωτά:
"Μα τι τον ρώτησες τον τράγο;"
"Γιατί δεν καβαλάει πια τις κατσίκες όπως παλιά, πρόεδρε, τι άλλο να τον ρωτήσω!" του λέει ο χωρικός.
"Και τι σου απάντησε λοιπόν;" τον ρωτάει με αγωνία ο κοινοτάρχης.
"Τώρα πια εξασφαλίστηκα, έγινα δημόσιος υπάλληλος!"

Κυριακή 15 Μαρτίου 2009

Τι με λες τώρα;

Έχω ξαναγράψει ότι οι Σαρακατσάνοι είναι ο αρχαιότερος λαός της Ευρώπης.

Γνωρίζω επίσης ότι είμαστε μια αμιγώς σαρακατσάνικη κοινότητα με κοινή καταγωγή και παράδοση αλλά δεν ήξερα ότι η χάρη μας έχει γίνει αντικείμενο μελέτης σε συνέδρια και επιστημονικά βιβλία.

Μου γράφει μεταξύ άλλων – και στέλνει και το ανάλογο φωτογραφικό υλικό - ο συγχωριανός Βασίλης Χ.: «Πριν χρόνια στο χωριό μας είχε διεξαχθεί το βασικό μέρος μιας μελέτης για την καταγωγή των Σαρακατσάνων από τον Ανθρωπολόγο Άρη Πουλιανό. Ο Πουλιανός έκανε έρευνα πάνω στα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά των κατοίκων και πήρε δείγματα από το νεκροταφείο του χωριού.

Η έρευνα έδειξε ότι οι Σαρακατσάνοι και ειδικότερα οι Τσαμαλιώτες είναι οι πιο κοντινοί συγγενείς του αρχανθρώπου των Πετραλώνων σε σύγκριση με άλλα ελληνικά φύλα»

Ο κ. Πουλιανός (1924 - ) είναι δόκτωρ Ανθρωπολογίας με σπουδές και έρευνες και στο εξωτερικό και με δεκάδες βιβλία και πολυάριθμες δημοσιευμένες επιστημονικές εργασίες.

Μια από τις βασικές θέσεις του καθηγητή είναι ότι το κρανίο του αρχανθρώπου των Πετραλώνων είναι ηλικίας 700.000 ετών και ότι ο Αρχάνθρωπος αποτελεί τον πρόγονο των σημερινών Ευρωπαίων.

Σάββατο 14 Μαρτίου 2009

Σχώρα με παπά μ'

Μια χωρική κάποτε καθώς πλησίαζε το Πάσχα, καλή ώρα όπως και φέτος, πήγε να εξομολογηθεί στον παπά του χωριού:
- Παπά μου, έκανα πολλές αμαρτίες.
- Λέγε τέκνο μου!
- Παπά μου, απάτησα τον άντρα μου.
- Ναι, τίποτε άλλο;
- Να, ξέρεις, πήγα με πολλούς άντρες.
- Μάλιστα, έχει κι άλλο;
- Έχει πάτερ. Το χειρότερο είναι που πήγα και με τον παπά του διπλανού χωριού.
- Α! αυτό είναι μεγάλο κρίμα, ασυγχώρητο!
- Τί να κάνω παπά μου να συγχωρηθώ;
- Ανέβα στο καμπαναριό και πήδα κάτω.
- Μα παπά μου, θα γκρεμοτσακιστώ!
- Κομμάτια να γίνεις αμαρτωλή! Δεν είχε παπά το χωριό;;;
.
Μια γυναίκα αγαπούσε τρελά έναν καλόγερο και από ντροπή δεν τολμούσε να του το πει. Μια μέρα, λοιπόν, έκανε πως ήταν άρρωστη και πως πονάει πολύ η πλάτη της και έτσι παρακάλεσε τον καλόγερο, μια και ήταν μόνη, να την τρίψει, για να της φύγει ο πόνος. Ο καλόγερος απονήρευτος, την έτριβε αρκετή ώρα στην πλάτη. Τότε εκείνη έχασε την υπομονή της και του το είπε: «Αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού 'χω γω τον πόνο».
.
Ο παπάς με τον καντηλανάφτη, περνούσαν ένα ποτάμι.
Σε μια στιγμή, ο παπάς, μπήκε σε μια λακκούβα βαθιά, και επειδή δεν ήξερε κολύμπι, πνίγηκε.
Γύρισε στο χωριό ο καντηλανάφτης, και έφερε το κακό μαντάτο. Κάθισε η παπαδιά, και έκλεγε τον παπά.
Σε μια στιγμή, λέει στον καντηλανάφτη :- Πώς έγινε και πνίγηκε ; Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα, για να τον γλυτώσεις ;
- Τι να έκανα παπαδιά ; απάντησε ο καντηλανάφτης. Όταν είδα και βούλιαζε, του άπλωσα το χέρι μου και του φώναξα :
«Πάτερ, δώσε μου το χέρι σου». Εκείνος όμως, δεν μου το έδωσε, με αποτέλεσμα να τον πάρει το ποτάμι και να πνιγεί.
- Αχ, ευλογημένε. Τόσα χρόνια είσαστε μαζί, δεν τον έμαθες πιά ;
Δεν έπρεπε να του πεις «Δώσε μου το χέρι σου» αλλά «Πάρε το χέρι μου».
Παπάς άνθρωπος ήταν. Μιά ζωή, είχε μάθει να παίρνει. Τώρα θα έδινε ; !!!
.
Ο παπάς που άκουσε κάποιον να λέει ότι θα "πήγαινε" με την όμορφη χήρα του μακαρίτη του Γιάννη, που την εξομολογούσε και ήξερε ότι ήταν πιστή, θύμωσε και έβαλε στοίχημα τον γάιδαρό του. Κανόνισαν λοιπόν την άλλη μέρα στις 8 στο δέντρο δίπλα στο μικρό δασάκι. Ο παπάς ανέβηκε εγκαίρως και περίμενε.
Ο μάγκας πήγε στο νεκροταφείο και περίμενε τη χήρα που ήξερε πως πήγαινε κάθε μέρα να κλάψει τον μακαρίτη.
Μόλις είδε και ερχότανε, έπεσε σε ένα διπλανό μνήμα και έκλαιγε με μαύρο δάκρυ. Χτύπαγε το κεφάλι του στον σταυρό και μοιρολογούσε δυνατά:
-Γιατί σου το έκανα αυτό γυναικούλα μου...
Η χήρα τον πλησίασε να τον παρηγορήσει:
- Τι έχεις καλέ μου άνθρωπε; Γιατί κλαις τόσο απαρηγόρητα;
Αυτός της είπε πως είναι φαρμακόπ....ας και ενώ έκανε έρωτα με τη γυναίκα του τη φαρμάκωσε.
Η χήρα που ήθελε να πάει κοντά στον άνδρα της αλλά δεν ήξερε πώς, τον παρακάλεσε να την φαρμακώσει αυτός. Με τα χίλια παρακάλια, την πήρε και πήγαν κάτω από το δέντρο που είχαν κανονίσει με τον παπά. Εκεί που η χήρα ... φαρμακωνότανε κοιτάζοντας προς τον ουρανό, είδε τον παπά ανάμεσα στο φύλωμα του δέντρου.
- Παπά μου, αναφώνησε νιώθοντας το "δηλητήριο ". Συγχώρεσέ με τώρα που πεθαίνω.
- Α! Μωρή παλιοπ.....α. Εσύ πεθαίνεις και εγώ χάνω το γαϊδουράκι μου. ΄
.
Κάποιος παπάς τα παλιά χρόνια πήγε σε μια ζωοπανήγυρη ν' αγοράσει ένα βόδι και τελικά το αγόρασε. Οι χωριανοί όμως -μεγάλα πειραχτήρια- ήθελαν σώνει και καλά να τον πείσουν πως αγόρασε άλογο. Χώρισαν την απόσταση από το μέρος του πανηγυριού μέχρι το χωριό σε στάσεις, και στην κάθε στάση κάθισαν από δυο χωριανοί.
Μόλις πλησίαζε ο παπάς τον χαιρετούσαν και του παίνευαν το... άλογο.
- Δεν είναι άλογο - έλεγε εκείνος - είναι βόδι.
- Στραβός είσαι παππούλη μου, του έλεγαν. Φως φανάρι, αγόρασες το καλύτερο άλογο της περιοχής.
- Μωρέ παιδιά, δεν είναι άλογο, βόδι είναι.
- Δεν έχεις δίκιο, του ξαναέλεγαν. Πιο όμορφο και γεροδεμένο άλογο δεν ξανάδαν τα μάτια μας στον κόσμο.
Είδε κι απόειδε ο παπάς, στο τέλος το πίστεψε. Μπαίνει λοιπόν καβάλα στο... άλογο έτσι για να το δοκιμάσει αν είναι ήμερο, δίνει μια κλοτσιά στον αέρα το βόδι και τον πετάει χάμω.
Κι ο παπάς σακατεμένος απ’ το πέσιμο:
- Μωρέ σ' είδα εγώ βοϊδάκι μ', αλλά μ' άφηναν ήσυχο οι διαβόλοι ;

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2009

Αδικίες της φύσης

Κάποτε ο Δίας με την Ήρα λογομαχούσαν για τις απιστίες του Δία.
- Να!!! Το κάνω για να ισορροπώ τα πράγματα, και να κρατώ την τάξη, είπε ο Δίας.
- Μα τι λες τώρα; Βάλθηκες να με τρελάνεις;
- Όχι. Το πράγμα είναι απλό. Κάθε φορά που σμίγουμε, η συμμετοχή μας στο ερωτικό αγαθό είναι άνιση. Γιατί εσύ παίρνεις το πολύ, κι εγώ το λίγο, έτσι τα 'χει κανονισμένα η φύση.
Η Ήρα κοίταξε το Δία ξαφνιασμένη. Ύστερα γέλασε ειρωνικά και του είπε:
- Όχι, λοιπόν άντρα μου. Κάθε φορά που αγαπιόμαστε, χαιρόμαστε μισή - μισή τη χαρά της ηδονής.
- Λάθος. Εσύ το πολύ, και εγώ το λίγο.
Πιαστήκανε και μαλώνανε και δεν έβρισκαν άκρη. Ξαφνικά ο Δίας γέλασε και έγνεψε στην Ήρα να ηρεμήσει.
- Άκου πουλάκι μου, της λέει τρυφερά ο Δίας. Ο θεϊκός σου σύντροφος που όλα τα γνωρίζει, θα δώσει τη λύση. Θα κράξουμε έναν, που τα 'χει γνωρίσει και τα δύο. Τον Τειρεσία λέω.
- Τον Τειρεσία;
- Ναι. Τον Τειρεσία με τα μαστάρια.Και της είπε την ιστορία του Τειρεσία.
- Ο Τειρεσίας, που λες, είναι ο μόνος που αγκάλιασε σαν άντρας, και μαζί αγκαλιάστηκε σα γυναίκα. Μια μέρα καθώς περπατούσε στο λιβάδι, βλέπει δυο φίδια ζευγαρωμένα. Θέλεις από ξάφνιασμα, θέλεις από φόβο, χτυπά με το ραβδί του και τα χωρίζει. Επειδή λοιπόν διατάραξε μια ιερή στιγμή της φύσης, η φύση τον τιμωρεί. Αστραπιαία αλλάζει φύλο. Γίνεται γυναίκα. Εφτά χρόνους έζησε στη Κρήτη σα μια διαβόητη πόρνη.
Απάνου στους εφτά χρόνους ξανασυναντά στην εξοχή τα φίδια ζευγαρωμένα. Θέλεις από ξάφνιασμα, θέλεις από φόβο, τα ξαναχτυπά με το ραβδί του και τα χωρίζει. Αστραπιαία αλλάζει φύλλο. Ξαναγίνεται άντρας. Αυτόνε να καλέσουμε, να μας λύσει τη διαφορά.
Η Ήρα συμφωνεί.- Φώναξέ τον!!!
Έρχεται ο Τειρεσίας και στέκεται δειλά μπροστά στους Παντοδύναμους.
- Πες μας, Τειρεσία! του λέει ο Δίας. Άντρας και γυναίκα εσύ, γνώρισες την ηδονή, και κατέχεις γνώση διπλή. Στη διάρκεια της ερωτικής σμίξης ποιος χαίρεται περισσότερο, η γυναίκα ή ο άντρας;
Ο Τειρεσίας εθάρρεψε και είπε:
- Από τα δέκα μερίσματα του καρπού της ηδονής για τη γυναίκα προορίστηκαν τα εννέα, και για τον άντρα το ένα.«Δέκα μοιρών ούσων εννέα τέρπεσθαι την γυναίκα, οιην δε τον άνδρα».

Τα γκισέμια

Ξέρετε τι είναι τα γκισέμια; Και γω δεν ήξερα... αλλά έμαθα όμως.Ήταν τότε που οι υποψήφιοι παίρνουν σβάρνα τα χωριά λίγο πριν τις εκλογές. Το είχανε αναγγείλει και πολύς κόσμος είχε βγει στην πλατεία. Εγώ καθόμουνα στο καφενείο μαζί με τον μπάρμπα-Κώστα, ένα γραφικό τύπο περασμένων καιρών, τώρα γέρος αλλά ολοζώντανος. Ακούστηκαν φωνές. Έρχονται φώναζε κάποιος. Μερικοί τρέξανε να προλάβουν το «καλώς ήρθατε». Έγινε λίγη φασαρία.
- Πουφ... γκισέμια, έκανε ο γερο-Κώστας πηγαίνοντας πέρα - δώθε τα μουστάκια του.
Τον κοίταξα ακίνητος και κατάματα.
- Τι με κοιτάζεις, μου είπε, γκισέμια δεν είναι;
Δεν είχα καταλάβει.
- Τι είναι μπαρμπα-Κώστα τα γκισέμια; του είπα.
- Άκου. μου λέει. Τα γκισέμια είναι τραγιά, αλλά δεν είναι τραγιά.
Ακόμα δεν είχα καταλάβει.
Είναι καθαρισμένα, συνέχισε, τους τα έχουνε κόψει και δεν γίνονται τραγιά. Γίνονται μεγαλύτερα και βαρύτερα. Διπλάσια στο βάρος. Δεν γίνονται όμως τραγιά, γίνονται γκισέμια.
Κάπως άρχισα να καταλαβαίνω.
- Κάνουνε μόνο για να οδηγάνε τη στάνη. Όταν το κοπάδι βόσκει εκείνα ανεβαίνουνε στο ψηλότερο μέρος κορδεύονται, σηκώνουνε το κεφάλι τους ψηλά, κοιτάνε γύρω - γύρω και παρασταίνουνε τον αρχηγό. Αλλά δεν είναι. Είναι γκισέμια. Όταν πάει κοντά τους το τραγί γίνονται άρατα. Η δουλειά τους είναι μόνο να οδηγάνε τη στάνη. Όταν το κοπάδι ξεκινάει εκείνο θα τρέξει να περάσει μπροστά, κρατάει το κεφάλι του επάνω και τα οδηγάει στη στάνη, θα κάνει τον αρχηγό, αλλά όμως δεν είναι... του τα έχουνε κόψει... είναι γκισέμι.
Εκείνη τη στιγμή ο υποψήφιος είχε περάσει μπροστά από ένα τσούρμο ανθρώπους και ερχότανε πρώτος. Χαιρέταγε με το χέρι του κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά. Μοίραζε υποσχέσεις κι έκανε τον αρχηγό. Ξεράθηκα...
- Κατάλαβες τώρα τι είναι τα γκισέμια; είπε ο μπάρμπα-Κώστας σα να προσπαθούσε να με συνεφέρει.
- Κατάλαβα, του είπα σχεδόν από μέσα μου. Και πράγματι είχα καταλάβει.

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2009

Της μυλωνούς

Γυρίζει ο γερόμυλος
κι αλέθει το σιτάρι
πάει η Κοντύλω γι' άλεσμα
με σκέρτσο και καμάρι.
- Κυρ μυλωνά, κυρ μυλωνά
πόσο το άλεσμα σου;
- Για σένα τζάμπα κούκλα μου
κι ο μύλος χάρισμα σου.
Αλέθει ο μύλος κι ο βοριάς
σηκώνει την ποδιά της
κι ο μυλωνάς τρελαίνεται
με τα καμώματα της.
- Κυρ μυλωνά, κυρ μυλωνά
που έχεις λεβέντη μύλο.
- Μοιάζει με τον αφέντη του
πανέμορφη Κοντύλω.
Η μυλόπετρα γυρίζει
κι η Κοντύλω χαχανίζει.
Και αλέ-αλέθει ο μύλος
το σιτάρι της Κοντύλως.
.
Ένα καλοκαίρι πήγε να αλέσει σε κάποιον μύλο ένας δάσκαλος και κάθισε στο πεζούλι που ήταν πασπαλισμένο με αλεύρι.
Δίπλα του είδε κάτι σημάδια σαν γράμματα και προσπαθώντας νατα διαβάσει συλλάβισε δυνατά:”Αυτό πρέπει να είναι Θ, το άλλοπρέπει να είναι Ο, αλλά αν ήθελε να γράψει Θωμάς το Θω δενγράφεται με όμικρον”.
Ο μυλωνάς τον άκουσε που μονολογούσε και του είπε: ”Δάσκαλε καλά πρέπει να τα λες του λόγου σου, αλλά μη γυρεύεις ορθογραφία από της μυλωνούς τον κώλο”, επειδή γνώριζε ότι η μυλωνού του κυκλοφορούσε χωρίς το ανάλογο εσώρουχο και είχε καθίσει νωρίτερα στο πεζούλι που ο δάσκαλος προσπαθούσε να διαβάσει τα σχήματα.

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2009

Η πεθερά

Ένας τύπος σε κακό χάλι, γεμάτος γρατζουνιές στο πρόσωπο και στο λαιμό συναντιέται με ένα φίλο του.
Εκείνος ανήσυχος τον ρωτά:
-Μα καλά τι έπαθες;
-Ασε... θάψαμε χθες την πεθερά μου!
-Καλά και τι είναι όλες αυτές οι γρατζουνιές;
-Δεν ήθελε...
Το παραπάνω ανέκδοτο σίγουρα θα το εμπνεύστηκε κάποιος σύγχρονος πεθερόπληκτος γιατί από τις πεθερές σήμερα, κατά κανόνα, υποφέρουν οι γαμπροί. Στην σύγκρουσή τους με το φεμινιστικό δίδυμο (πεθερά και κόρη) δεν έχουνε καμιά απολύτως τύχη.
Αντίθετα παλιά υπέφεραν οι νυφάδες. «Για το γαμπρό γεννάει κι ο κόκορας» συνήθιζαν να λένε. Οι δε νύφες έπρεπε πριν κάνουν οτιδήποτε να ρωτήσουν την πεθερά:
- Πεθερά να σε ρωτήσω
πού να βγω να κατουρήσω;
- Έβγα έξω στο χαγιάτι
άλλο αμόλα κι άλλο κράτει...Και της απολύθηκε ούλο κι έπνιξε τον κόσμο ούλο.
Ήταν ωραία εκείνα τα παλιά χρόνια …

Πριν το πόλεμο, κάποιος περιηγητής είδε, μπροστά να πηγαίνει ο άντρας καβάλα και πίσω να έρχεται η γυναίκα φορτωμένη.
Μετά τον πόλεμο, ξαναείδε την ίδια εικόνα, μόνο που η γυναίκα πήγαινε μπροστά, και ρώτησε τον άντρα:
-Γιατί αυτή η αλλαγή; κι αυτός του απάντησε:
-Φοβάμαι για νάρκες.

Κι ένα τελευταίο:
Στο τέλος του καλοκαιριού, είχε ψοφήσει το γομάρι ενός χωρικού. Ο γιος του κάποια στιγμή του λέει:
-Πατέρα, έρχεται φθινόπωρο και χειμώνας, πρέπει ν' αγοράσουμε γαϊδούρι.
-Τι να το κάνουμε παιδί μου, του λέει. 'Οπου να ’ναι παντρεύεσαι!

Ο αργαλειός

Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός όλες οι κυράδες της γειτονιάς είχαν αργαλειό. Δεν νοούνταν νύφη να μην έχει στην προίκα της έστω και μια φλοκάτη. Θυμάμαι ακόμα και τη μάνα μου να υφαίνει και με πιάνει νοσταλγία. Τώρα που στο διάολο πήγαν όλοι αυτοί οι αργαλειοί δεν ξέρω. Τόσα χρόνια δεν βρέθηκε ένας χώρος να συγκεντρωθούν αυτά τα παλιά αντικείμενα και να αξιοποιηθούν, ούτε βρέθηκε ένας άνθρωπος ή ένας σύλλογος να ασχοληθεί σοβαρά. Τέλος πάντων…
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή για να δούμε πως ύφαιναν παλιά. Όταν κούρευαν τα πρόβατα ή τα γίδια, έπλεναν τα μαλλιά με ζεστό νερό για να φύγει το φυσικό λίπος τους. Ύστερα τα έξαιναν, δηλαδή τα αραίωναν ελαφρά και τα άπλωναν να στεγνώσουν, για να τα ξαναξάνουν αργότερα και να τα καθαρίσουν από τα ξερά χόρτα ή τα αγκάθια.
Αφού έξαιναν τα μαλλιά και τα έκαναν «τλούπες», δηλαδή μικρές μπάλες, τα λανάριζαν με τα λανάρια. Αυτά ήταν ξύλινα και είχαν συρμάτινα δόντια ή χονδρά σιδερένια καρφιά. Με τα λανάρια χτένιζαν τα μαλλιά και ετοίμαζαν τις τλούπες για το γνέσιμο.Το γνέσιμο, δηλαδή η μετατροπή του μαλλιού σε νήμα, γινόταν με τρία κλωστικά εργαλεία.
Τη ρόκα. Αυτή ήταν από ξύλο, συνήθως δρυς, μήκους 40- 50 εκ., στολισμένη με πολλά σκαλίσματα ή ήταν κατασκευασμένη από κλαδί έλατου, που στην κορυφή άφηναν τη φυσική του διακλάδωση και έφερναν τα δύο κλαδάκια προς τα κάτω. Πάνω στη ρόκα στερέωναν τις τλούπες για να τις γνέσουν.
Το αδράχτι, ήταν κατασκευασμένο από ξύλο, στο επάνω άκρο είχε ένα λεπτό άγκιστρο, για να αγκυλώνει το νήμα και στο κάτω μέρος τοποθετούσαν το σφοντύλι. Αυτό ήταν από βαρύ ξύλο, για να διευκολύνεται το γνέσιμο. Για να γίνει το γνέσιμο, στερέωναν τις ρόκες συνήθως κάτω από την μασχάλη.
Με το αριστερό χέρι έπαιρναν μαλλί, από τις τλούπες, που ήταν στερεωμένες στη ρόκα και το έστριβαν, μετά πάλι το έστριβαν με τον αντίχειρα και το δείκτη του δεξιού χεριού κι έδεναν την αρχή του νήματος στο αδράχτι. Στη συνέχεια, γύριζαν δυνατά το αδράχτι όπως γυρίζουμε τη σβούρα και έτσι λίγο λίγο το μαλλί περιστρέφονταν και γίνονταν κλωστή. Έτσι με την περιστροφική κίνηση του αδραχτιού και την προς τα κάτω από το βάρος του τάση σχηματιζόταν το νήμα. Αυτό το έκαναν λεπτό ή χονδρό, περισσότερο ή λιγότερο στρωμένο, ανάλογα με το τι ήθελαν να υφάνουν.
Όταν γέμιζε το αδράχτι έπρεπε να βγάλουν την κλωστή για να μπορέσουν να γνέσουν κι άλλο. Γι’ αυτό είχαν το τυλιγάδι. Κι αυτό όπως και η ρόκα ήταν μια διχαλωτή βέργα μόνο που στην άλλη άκρη του είχε μια τρύπα όπου έβαζαν κάθετα ένα μικρό ξυλάκι. Το μαλλί από το αδράχτι το τύλιγαν στο τυλιγάδι στη διχάλα της κορυφής και στο ξυλάκι της βάσης. Αν δεν είχαν τυλιγάδι μπορούσαν να το κάνουν και με τα χέρια τους χρησιμοποιώντας τη διχάλα που σχηματίζει ο αντίχειρας και ο δείκτης με τον αγκώνα. Έτσι η κλωστή γινόταν μια κουλούρα.
Αυτή θα πήγαινε στην ανέμη και με το ροδάνι θα τυλιγόταν στα μασούρια για να πάει για ύφανση.
"Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη,Δωσ’ της κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει…"Η κουλούρα που είχε γίνει η κλωστή στο τυλιγάδι έπρεπε να τυλιχτεί στα μασούρια. Έμπαινε λοιπόν στην ανέμη που μπορούσε να περιστρέφεται γύρω από έναν κάθετο άξονα και μαζευόταν στα μασούρια.
Τα μασούρια ήταν μικρά κυλινδρικά καλάμια περίπου 15 εκατοστά που ήταν τρύπια κατά μήκος. Τα μασούρια αυτά γύριζαν με τη βοήθεια του ροδανιού και η κλωστή τυλίγονταν γύρω από το μασούρι.Το ροδάνι ήταν μια ρόδα που γύριζε με το χέρι γύρω από ένα άξονα. Έτσι που γύριζε μετέδιδε την κίνηση με ένα σκοινί στο μασούρι κι έτσι τυλιγόταν η κλωστή.Τα μασούρια τώρα ήταν έτοιμα να πάνε για να χρησιμοποιηθούν στον αργαλειό.
Η τελευταία προετοιμασία πριν αρχίσει η ύφανση ήταν το διάσιμο, δηλαδή η διάταξη του στημονιού (νήματος) για το πέρασμα του στον αργαλειό. Ήταν μια εργασία που γινόταν σ' έναν ανοιχτό χώρο τη διάστρα όπως την έλεγαν. (Θυμάμαι σε κάθε γειτονιά υπήρχε μόνιμη μια διάστρα. Για κάποιον που δεν έχει δει πώς να την περιγράψεις και τι να εξηγήσεις;)
Η πιο πολύπλοκη εργασία ήταν το πέρασμα του στημονιού στον αργαλειό. Απ' αυτό εξαρτιόταν το είδος της ύφανσης και πολλές φορές και η διακόσμηση του υφαντού.
Ο αργαλειός αποτελούσε μέρος της ίδιας της ζωής και δεν έλειπε σχεδόν από κανένα σπίτι. Για τον αργαλειό θα πούμε ποια ήταν τα εξαρτήματά του και συγχρόνως θα περιγράφουμε και τη χρήση τους.
Το αντί: Βρισκόταν στο μέρος που καθόταν η υφάντρια. Ήταν ένα κυλινδρικό ξύλο που είχε κατά μήκος του μια σχισμή απ’ όπου περνούσε το υφάδι. Στην άκρη του είχε τρύπες όπου η υφάντρια τοποθετούσε ένα ξύλο το σφίχτη για αντίσταση και το στερέωνε για να μην περιστρέφεται.
Το πισαντί: στην άλλη άκρη του αργαλειού απ’ αυτήν που καθόταν η υφάντρια και είχε τυλιγμένο το στημόνι δηλαδή οι μακριές κλωστές που θα πλέξουν με τις κλωστές που θα χρησιμοποιήσει η υφάντρια για να κάνουν το πανί. Η διαφορά του με το αντί είναι ότι αυτό δεν έχει τη σχισμή κατά μήκος του.Το στημόνι μετά το πισαντί και πηγαίνοντας προς την υφάντρια είχε δυο βέργες τοποθετημένες ανάμεσα στις κλωστές του για να μπορεί να ανοίγει καλύτερα και να περνάει η γυναίκα τη σαΐτα. Τα ξύλα αυτά λέγονταν σταυρόβεργες και εμπόδιζαν τις κλωστές να μπερδευτούν.
Στη συνέχεια οι κλωστές από το στημόνι περνούσαν από τα μιτάρια. Η λέξη αυτή μας θυμίζει το μίτο της Αριάδνης δηλαδή το κουβάρι της κλωστής. Αυτά ήταν ζευγάρια και ήταν κατασκευασμένα ως εξής : σε δυο παράλληλες σιδερένιες βέργες περνούσαν θηλιές που έμπλεκαν μεταξύ τους . Έτσι οι κλωστές περνούσαν εναλλάξ οι μισές από το ένα μιτάρι και οι μισές από το άλλο. Τα μιτάρια κρέμονταν από πάνω από τον αργαλειό με δυο καρούλια για να μπορούν να μετακινούνται πάνω-κάτω.
Από την κάτω πλευρά ήταν συνδεδεμένα με δυο ξύλα σαν τα πετάλ του αυτοκινήτου που λέγονταν πατήθρες και η υφάντρια μπορούσε με το πάτημα του ποδιού της να ανεβάζει πότε το ένα και πότε το άλλο μετακινώντας αντίστοιχα και τις κλωστές του στημονιού τις μισές πάνω και τις μισές κάτω. Αυτό γινόταν εναλλάξ έτσι ώστε με τη μετακίνηση αυτή να μπλέκει το στημόνι με την κλωστή του μασουριού και να γίνεται το ύφασμα.
Μετά τα μιτάρια ήταν το χτένι. Το χτένι ήταν σα χτένα μόνο που ήταν κλειστό από και τις δύο πλευρές. Δηλαδή ανάμεσα σε δυο παράλληλα ξύλα τοποθετούσαν μικρά καλάμια αρκετά πυκνά έτσι ώστε να αφήνουν μικρές σχισμές ίσα ίσα να περνάνε οι κλωστές του στημονιού. Αυτό στηριζόταν στο χτενόξυλο. Δυο κάθετα σανίδια ενώνονταν με το κάτω μέρος του χτενόξυλου που ήταν σταθερό. Το πάνω μέρος μετακινούνταν έτσι ώστε να μπορούμε να τοποθετήσουμε ανάμεσα το χτένι. Τα δυο ξύλα του χτενόξυλου είχαν κατά μήκος τους μια σχισμή, σα συρτάρι για την καλύτερη τοποθέτηση του χτενιού.Τα κάθετα ξύλα στερεώνονταν σε ένα άξονα που βρισκόταν πάνω στον αργαλειό και έτσι το χτένι μπορούσε να κινείται σα μια κούνια.
Όταν λοιπόν η υφάντρια κουνούσε με τα πόδια της τις πατήθρες, τα μιτάρια ανεβοκατέβαιναν και μαζί τους ανεβοκατέβαιναν ανάλογα και οι κλωστές του στημονιού έτσι ώστε οι μισές ήταν προς τα πάνω και οι μισές προς τα κάτω. Έτσι άφηναν ένα άνοιγμα μεταξύ τους. Τότε πετούσαν τη σαΐτα με το μασούρι και έτσι ξετυλιγόταν η κλωστή ανάμεσα στις κλωστές του στημονιού. Με το χτένι χτυπούσε την κλωστή αυτή έτσι ώστε να έρθει πολύ κοντά (σφιχτά) το υφασμένο κομμάτι. Έπειτα ανεβοκατέβαζε και πάλι με τις πατήθρες τα μιτάρια έτσι ώστε να αλλάξουν οι κλωστές του στημονιού θέση. Αυτές που ήταν πάνω κατέβαιναν και ανέβαιναν αυτές που ήταν κάτω. Έτσι πλέκονταν με την κλωστή που πέρασε η υφάντρια.
Αναφέραμε για τη σαΐτα. Αυτή ήταν σα μικρή βάρκα που ήταν ανοιχτή κι απ’ τις δυο πλευρές. Κατά μήκος της είχε ένα σύρμα όπου περνούσαν το μασούρι με την κλωστή. Αυτό το σύρμα το έβαζαν στην ειδική θέση της σαΐτας και το ασφάλιζαν με ένα μικρό ξυλάκι για να μη μπορεί να βγαίνει. Στην πλευρά της είχε μια τρύπα απ’ όπου έβγαινε η κλωστή.Στην άκρη του υφασμένου πανιού έβαζαν ένα σίδερο που αποτελούνταν από δυο κομμάτια και μπορούσαν να μεταβάλουν το μήκος του και λεγόταν ξίγκλα (τεντώστρα). Μ’ αυτό κρατούσαν τεντωμένο το πανί κι έτσι μπορούσαν να υφαίνουν καλύτερα και ευκολότερα.Το υφασμένο πανί περνούσε μέσα από τη σχισμή που είχε το αντί έτσι ώστε να είναι τεντωμένο το στημόνι και το πανί και να μπορεί να γίνει η ύφανση.
Όταν η ύφανση προχωρούσε, τότε έβγαζαν το μεγάλο ξύλο που ασφάλιζε το πίσω αντί έβγαζαν και το σφίχτη από το αντί και μάζευαν το πανί γυρίζοντας το αντί και το πίσω αντί.Τα δεσίματα γίνονταν όταν τελείωνε το υφαντό και έκοβαν τις κλωστές. Μετά έπαιρναν δυο - δυο τις κλωστές και τις δένανε σταυρωτά (σταυρόκομπος.
Μερικά από τα υφαντά για το σπίτι ήταν:
Καραμελοτές, σκεπάσματα με άσπρο στημόνι και χρωματιστό υφάδι.Μαντανίες, σκεπάσματα με διάφορα χρώματα και σχέδια, είχαν κεφαλάρια δηλαδή χρωματιστές οριζόντιες ραβδώσεις στις δύο στενές πλευρές των υφαντών.
Βελέντζες, χονδρά σκεπάσματα κόκκινα και μαύρα με ποικίλα διακοσμητικά θέματα.
Κιλίμια, είχαν πάνινο στημόνι και μάλλινο υφάδι ήταν μαύρα, κόκκινα, καφέ, κ.ά.
Τράγια τσόλια, βαριά σκεπάσματα από κατσικίσιο μαλλί.Το σκουτί, ύφασμα για τις φορεσιές. Μ' αυτό κατασκεύαζαν σακάκια, παντελόνια, ζακέτες, μάλλινες (γυναικείο φόρεμα χωρίς μανίκια).
Κάππες ή τα καππότια, ήταν κατασκευασμένες από κατσικίσιο μαλλί και τις στόλιζαν με τα σειράδια (πλεκτά κορδόνια). Τις φορούσαν οι βοσκοί.

(Μέρες και νύχτες αφιέρωσα ψάχνοντας πληροφορίες στο Internet και προσπαθώντας να συνθέσω το παραπάνω κείμενο)
... κι ένα βιντεάκι για τον αργαλειό από την εκπομπή "Γυρίσματα".

Κυριακή 1 Μαρτίου 2009

Ο Μάρτης

Ένας μύθος λέει πως αφού παντρεύτηκαν όλοι οι μήνες, ήρθε και για το Μάρτη ο καιρός να παντρευτεί.
Την κοπέλα που αγάπησε την είδε μια μέρα στο παραθύρι της που καθόταν και κένταγε. Όπως ήταν καθισμένη, φαινόταν το πλάι του προσώπου της, το προφίλ, και ήταν μια κούκλα.Ο Μάρτης τη ζήτησε από τους γονείς της και εκείνοι δέχτηκαν.
Ήρθε η μέρα του γάμου και η νύφη έφτασε στην εκκλησία ντυμένη με το πανέμορφο άσπρο νυφικό της και κουκουλωμένη με τα τούλια του πέπλου της. Έγινε κι ο γάμος και ύστερα γλέντησαν όλοι με την ψυχή τους, νιόπαντροι και καλεσμένοι.
Το βράδυ στην νυφική κάμαρα, όταν η νύφη έβγαλε το πέπλο μόνο που δεν έπαθε συγκοπή ο Μάρτης. Από το ένα πλάι του προσώπου της η γυναίκα του ήταν πανέμορφη σαν νεράιδα, ενώ από το άλλο το πρόσωπό της ήταν πολύ άσχημο γεμάτο σημάδια και ουλές.Όπως έμαθε αργότερα, όταν ήταν μικρή είχε πέσει στη φωτιά, στο τζάκι και κάηκε το πρόσωπό της από τη μια μεριά.
Έτσι όταν ο Μάρτης βλέπει τη γυναίκα του από τη μεριά που είναι όμορφη χαίρεται η καρδιά του, χαμογελάει και γεμίζει η πλάση λιακάδα. Όταν όμως τη βλέπει από τη μεριά που είναι άσχημη στεναχωριέται, συννεφιάζει, βρέχει ασταμάτητα και ξεπα-γιάζει τον κοσμάκη.
Ο μύθος λέει πως ο Μάρτης αγαπάει πολύ τη γυναίκα του και δεν πρόκειται να τη χωρίσει. Πρέπει να το πάρουμε απόφαση πως κάθε χρόνο ο Μάρτης θα είναι ο ίδιος, πότε θα κλαίει και πότε θα γελάει…

Ένας άλλος μύθος λέει ότι στο σπίτι του γέρου χρόνου είχαν μαζευτεί οι δώδεκα μήνες. Ήταν μεσημέρι και ο Ιανουάριος είπε "Δεν πάμε να πιούμε το κρασί;"
Ναι, ναι, είπαν όλοι με ένα στόμα.
Το βαρέλι είχε δώδεκα τρύπες. Ο Μάρτης, που ήταν ο πιο γέρος και του άρεσαν πολύ οι φάρσες, σκάρωσε μια στους αδερφούς του. Τους είπε "Αδέρφια, επειδή είμαι γέρος, ο πιο γέρος και δεν μπορώ να σκύψω, να πάω στο τελευταίο που είναι ο Ιανουάριος και να πιω ξαπλωμένος κρασί;"
Ο Ιανουάριος δέχτηκε. Έτσι ο Μάρτης πρώτος ,ο Ιανουάριος δεύτερος και οι υπόλοιποι με τη σειρά. Όμως κάτι περίεργο γινόταν. Για τον Δεκέμβριο δεν είχε άλλο κρασί. Μετά άρχισαν και οι άλλοι μήνες να μην έχουν άλλο κρασί ώσπου τελείωσε και του Ιανουάριου. Όμως ο Μάρτης έπινε ακόμα κρασί.
Οι έντεκα μήνες κατάλαβαν το σχέδιο του Μάρτη και του έδωσαν ένα γερό ξύλο. Από τότε λένε όταν έχει λιακάδα ο Μάρτης γελάει για τη φάρσα που σκάρωσε, και όταν βρέχει ο Μάρτης θυμάται το ξύλο που έφαγε.