Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

Οι χήρες

Στο δρόμο μου συνάντησα
τη χήρα ένα βράδι
και μου ’λεγε πως άδικα
τον έστειλε στον Άδη
γιατί δεν έφευγε λεπτό
απάνω απ’ το πηγάδι.
Ήταν εργατικός πολύ
και μαλακό το χώμα
και βάλε-βγάλε τον κουβά
τον έριξε στο στρώμα…
Της χήρας το πηγάδι
τον έστειλε στον Άδη!

Tο τσοπανόπουλο, όλο και γυρόφερνε την χήρα και η χήρα, όλο και γλυκοκύταγε το τσοπανόπουλο.
Μια μέρα βρέθηκαν οι δυο τους μέσα στο δωμάτιο της χήρας. Το τσοπανόπουλο, όλο και παρίστανε, πως τίποτα δεν ήξερε κι η χήρα, όλο και προσπαθούσε, να του εξηγήσει τα μυστικά και τις χάρες του σεξ, ρίχνοντας πότε-πότε και κλεφτές ματιές στα εικονίσματα.
Όταν άρχισαν οι πρακτικές ασκήσεις του μαθήματος, ακούστηκε απ΄ έξω μια μπάσα αντρική φωνή.
-Τι κάνεις κυρά;
Οπότε η χήρα σήκωσε τα μάτια της στο εικόνισμα και είπε:
-Σχώρα με θεέ μου, ατζαμή μαθαίνω.

Πριν κλείσουν τα "σαράντα" η χήρα βρέθηκε σε μια γιορτή. Εκεί δεν άντεξε και σηκώθηκε για χορό.
Όταν τη ρώτησαν, πως μπορεί και χορεύει, την στιγμή που ο άντρας της δεν έχει είκοσι μέρες πεθαμένος δικαιολογήθηκε λέγοντας:
-Χορεύω και κακοχορεύω, ίσια π΄ κνιώμαι.

Ο παπάς πήρε στο σπίτι έναν μάστορα, για να του χτίσει ένα τοίχο. Άπλωσε τα ράμματά του, ο χτίστης, κι άρχισε να δουλεύει. Βλέποντάς τα η παπαδιά τον ρώτησε.
-Τι τα θέλεις αυτά τα σχοινιά μάστορα;
-Είναι ράμματα και τα έχω για να φτιάχνω ίσιο τον τοίχο, της απαντά.
-Καλά και δεν μπορείς αυτό να το δεις με τα μάτια;
-Τα μάτια σε γελάνε, της εξήγησε.
Την άλλη μέρα, ο παπάς συνέλαβε την παπαδιά σε ερωτικές περιπτύξεις με τον ψάλτη.
-Δε ντρέπεσαι, τι κάνεις εκεί; της λεει.
-Τίποτα παπά, τρίβω τη μέση του ψάλτη, που πονάει!
-Και με τα πόδια ψηλά την τρίβεις;
-Δεν ήταν δικά μου παπά, του ψάλτη ήταν.
-Μα σε είδα με τα μάτια μου, επιμένει ο παπάς.
-Σε γελάνε τα μάτια παπά μου, ρώτα και τον μάστορα να μάθεις.

Η Μήτσαινα μόλις είχε χηρέψει. Ο μακαρίτης, της άφησε χρόνους και πολλούς υποψήφιους εραστές, συνωστιζόμενους στον ερωτικό της προθάλαμο.
Τον πρώτο καιρό δεν είχε σβήσει ούτε ώρα το καντήλι του μακαρίτη. Όταν το λάδι σώθηκε κι ο καντηλανάφτης της ζήτησε κι άλλο, αυτή του είπε:
-Άστο, τι το θέλει το καντήλι ο Μήτσος, μήπως θα διαβάσει εφημερίδα;
Μόλις περάσανε τα σαράντα
η Μήτσαινα βγήκε με κόκκινα παπούτσια στο δρόμο.
-Μωρή Μήτσαινα ντροπή, ο άνθρωπος είναι ακόμα ζωντανός κι εσύ γυρνάς με κόκκινα παπούτσια.
-Τι λες μωρέ Κώσταινα, ώσπου να λιώσει αυτός θα πάνε πέντε χρόνια και θα περάσει η μόδα τους.

Ήτανε μια νέα και όμορφη χήρα που όμως είχε ένα πρόβλημα: Ένας λύκος έμπαινε συνέχεια στο μαντρί της και της έτρωγε τα πρόβατα. Χρησιμοποίησε όλα τα μέσα και στο τέλος πήγε στο δεσπότη.
Τον πήρε με τ' άλογό της και τον πήγε στη στάνη, να ξορκίσει το κακό. Έστρωσε στη σκιά του γεροπλάτανου μια βελέντζα και καθίσανε.
Ο δεσπότης άπλωσε το άγιο χέρι του, στους χυμώδης γλουτούς της χήρας κι άρχισε τους αφορισμούς.
-Γύρω-γύρω να ’ρχεται και μέσα να μην μπαίνει.-Γύρω-γύρω να ’ρχεται και μέσα να μην μπαίνει.
Τόπε μια, τόπε δυο, τόπε τρεις, ώσπου η χήρα δεν άντεξε και είπε:
-Άστον δέσποτα, ας μπει και καμιά φορά. Πλάσμα του Θεού είναι κι αυτό.


Μια άλλη χήρα τώρα, τον άντρα της τον έθαψε με αρκετά κέρατα στο κεφάλι. Γι' αυτό αποφάσισε να πάει για εξομολόγηση.
-Τι σε βαραίνει ευλογημένη, της λέει λοξοκοιτάζοντάς την ο πνευματικός.
-Παπά μου, κανένα παιδί δεν τόχω από τον συχωρεμένο.
-Πώς το έκανες αυτό ευλογημένη; την επίπληξε ο παπάς.
-Να παπά μου - άρχισε να λέει η χήρα - μια μέρα ήρθε στο σπίτι ο χωροφύλακας ο Μπαρούτας, αναψοκοκκινισμένος και βαρβάτος. Τον ντράπηκα, τι να κάνω. Κι έτσι γεννήθηκε το πρώτο μου παιδί. Την άλλη φορά ήρθε ο νοστιμούλης γυρολόγος κι άρχισε τα γλυκόλογα. Τον ντράπηκα, τι να κάνω. Κι έτσι έκανα το δεύτερο παιδί μου. Το τρίτο παιδί το έκανα με τον μυλωνά.
-Ντράπηκες και τον μυλωνά, απόρησε ο παπάς.
-Όχι, αυτόν τον λυπήθηκα, γιατί ντρεπότανε και τον ξεθάρρεψα
-Εμένα, με λυπάσαι ή με ντρέπεσαι; ρώτησε ο παπάς.
-Με σένα παπά μου ξέρω πως δεν θα το φχαριστηθώ. Έτσι λένε όσες σε λυπηθήκανε.