Τετάρτη 18 Μαρτίου 2009

Πονηριές

Παραδείγματος χάρη να με λένε Μαρία
να ’χω μια φιλενάδα κόκκινη αλεπού
να με παίρνουν τ’ αστέρια στη δική τους πορεία
να μιλάω με τους γλάρους και τα μαραμπού…


Αλεπούδες υπήρχαν πέριξ του χωριού ανέκαθεν. Δεν είναι λίγες οι φορές που κάποια συγχωριανή στο παρελθόν έχει κλάψει τις κότες της για χάρη της.
Τέτοια εποχή είναι συνηθισμένο φαινόμενο στη διαδρομή προς το χωριό, κυρίως τις βραδινές ώρες, να συναντήσει κάποιος κάποια αλεπού να περιφέρεται ψάχνοντας για τροφή.
Η λέξη «αλεπού» είναι συνώνυμη της «πονηριάς».
Έλεγαν οι παλιοί πως άμα ήθελε να κλέψει κανένα αρνί έπαιρνε από πίσω τον τσοπάνη, τον ακολουθούσε ως τη στάνη και τον παραμόνευε ώσπου να κοιμηθεί.
Αν συναντούσε κοπάδι αρνιών στο δρόμο, ξέκοβε ένα και έκανε πως δε μπορεί να το πιάσει ώσπου να του δώσει δρόμο προς το λόγγο κι εκεί το συγύριζε με όλη της την ευκολία.
Αν οι κότες είναι σκαρφαλωμένες επάνω σε δένδρο, κάθεται από κάτω και τους ρίχνει ματιές. Οι χωρικοί λένε πως έχει μαγνήτη στα μάτια της.
Όταν κυνηγιέται από σκυλί, την ουρά της την έχει διπλωμένη. Αν το σκυλί τη ζυγώσει πολύ, την πετάει δεξιά ή αριστερά. Το σκυλί στρέφει ανάλογα, γιατί νομίζει ότι πήρε διεύθυνση προς τα εκεί κι έτσι κερδίζει χρόνο.
Λένε ακόμη ότι ούτε τη φωλιά της δε φτιάχνει μόνη της. Όταν ο ασβός σκάψει τη δική του φωλιά, πηγαίνει η αλεπού και τη λερώνει επειδή ξέρει ότι ο ασβός είναι το καθαρότερο αγρίμι. Ο ασβός λοιπόν, παρατάει τη φωλιά του και την πιάνει αυτή, αφού προηγουμένως την τελειοποιήσει, ανοίγει δηλαδή πολλές τρύπες ώστε να μην κινδυνεύει να αποκλειστεί.

Μια αλεπού καθόταν κάποτε κι αναπαυόταν σ’ ένα βουνό.
- Τι κάνουμε εδώ μάνα; τη ρωτούσαν τα παιδιά της
- Ζεσταινόμαστε, παιδιά μου, τους είπε.
- Μα που είναι η φωτιά;
- Στ’ από πέρα βουνό. Δεν τη βλέπετε;
Τότε ένα αλεπόπουλο πήδησε και φώναξε: Νερό μάνα, νερό μάνα, νερό και μ’ έκαψε μια σπίθα από τη φωτιά!
Κάποτε, λένε πως ρώτησαν μια αλεπού εκεί που την έγδερναν ζωντανή:
- Ε! πως τα περνάς;
- Κακά και ψυχρά, αλλά δόξα το θεό, βασανίζομαι λιγότερο από το σώγαμπρο.
(Μέρος του κειμένου είναι από το βιβλίο του Στ. Γρανίτσα «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου»)