Τετάρτη 18 Μαρτίου 2009

Αν έχεις τύχη διάβαινε

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός τσαγκάρης και δούλευε για να θρέψει την οικογένειά του με τα 7 παιδιά.
Την ώρα που χτυπούσε το τακούνι του παππουτσιού τραγουδούσε ρυθμικά και μελαγχολικά: «Μόνος μου το βούλωσα, μόνος μου το βούλωσα...»
Περνώντας μία μέρα ο βασιλιάς από εκεί τον άκουσε και τον ρώτησε γεμάτος απορία: «Τι εννοείς με το τραγούδι αυτό;»
Και ο τσαγκάρης απάντησε : «Είδα ένα όνειρο στο οποίο είχε βρύσες στη σειρά και ρωτάω μια γιαγιά που βρισκόταν εκεί τι συμβολίζουν και αυτή μου είπε πως είναι η τύχη του καθενός. Της ρώτησα ποια βρύση είναι η δική μου και μου έδειξε μία η οποία έσταζε πολύ λίγο νερό. Αμέσως έτρεξα να την ανοίξω περισσότερο, και τελικά τη βούλωσα. Κατάλαβες βασιλιά μου γιατί τραγουδάω αυτό το τραγούδι;»
Ο βασιλιάς έφυγε σκεπτόμενος πώς να βοηθήσει το φτωχό τσαγκάρη. Αποφασίζει λοιπόν να του στείλει μία πίτα γεμάτη φλουριά.

Την επόμενη μέρα ο τσαγκάρης παίρνει την πίτα και ρωτάει τη γυναίκα του. «Γυναίκα, μήπως είναι καλύτερα να δώσουμε την πίτα στο φούρνο, να μας δώσει ψωμιά για μια βδομάδα να έχουμε να περάσουμε;»
«Πολύ καλή ιδέα», απαντάει η γυναίκα του και έτσι έδωσαν την πίτα με τα φλουριά στον φούρναρη.
Ο τσαγκάρης συνέχιζε «Μόνος μου το βούλωσα μόνος μου το βούλωσα...» και ο βασιλιάς κατάλαβε πως ο φτωχός τσαγκάρης δεν πήρε την πίτα.

Αποφάσισε λοιπόν να του στείλει κοτόπουλο γεμισμένο με φλουριά. Ο δύστυχος όμως τσαγκάρης έκανε και πάλι το ίδιο.
Για τρίτη και τελευταία φορά αποφάσισε ο βασιλιάς να αφήσει ένα πουγκί με λίρες στο δρόμο για τη δουλειά του τσαγκάρη.
Πηγαίνοντας λοιπόν την άλλη μέρα ο φτωχός τσαγκάρης στη δουλειά του, περνούσε μία γέφυρα, στην άκρη της οποίας βρισκόταν εκείνη τη μέρα και το πουγκί με τις λίρες. Καθώς προχωρούσε ο τσαγκάρης σκέφτηκε « Κάθε μέρα περνάω τη γέφυρα με ανοιχτά μάτια. Σήμερα λοιπόν θα την περάσω με κλειστά μάτια».

Κι έτσι ο φτωχός τσαγκάρης δεν μπόρεσε ποτέ να αλλάξει την τύχη του.