Σάββατο 14 Μαρτίου 2009

Σχώρα με παπά μ'

Μια χωρική κάποτε καθώς πλησίαζε το Πάσχα, καλή ώρα όπως και φέτος, πήγε να εξομολογηθεί στον παπά του χωριού:
- Παπά μου, έκανα πολλές αμαρτίες.
- Λέγε τέκνο μου!
- Παπά μου, απάτησα τον άντρα μου.
- Ναι, τίποτε άλλο;
- Να, ξέρεις, πήγα με πολλούς άντρες.
- Μάλιστα, έχει κι άλλο;
- Έχει πάτερ. Το χειρότερο είναι που πήγα και με τον παπά του διπλανού χωριού.
- Α! αυτό είναι μεγάλο κρίμα, ασυγχώρητο!
- Τί να κάνω παπά μου να συγχωρηθώ;
- Ανέβα στο καμπαναριό και πήδα κάτω.
- Μα παπά μου, θα γκρεμοτσακιστώ!
- Κομμάτια να γίνεις αμαρτωλή! Δεν είχε παπά το χωριό;;;
.
Μια γυναίκα αγαπούσε τρελά έναν καλόγερο και από ντροπή δεν τολμούσε να του το πει. Μια μέρα, λοιπόν, έκανε πως ήταν άρρωστη και πως πονάει πολύ η πλάτη της και έτσι παρακάλεσε τον καλόγερο, μια και ήταν μόνη, να την τρίψει, για να της φύγει ο πόνος. Ο καλόγερος απονήρευτος, την έτριβε αρκετή ώρα στην πλάτη. Τότε εκείνη έχασε την υπομονή της και του το είπε: «Αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού 'χω γω τον πόνο».
.
Ο παπάς με τον καντηλανάφτη, περνούσαν ένα ποτάμι.
Σε μια στιγμή, ο παπάς, μπήκε σε μια λακκούβα βαθιά, και επειδή δεν ήξερε κολύμπι, πνίγηκε.
Γύρισε στο χωριό ο καντηλανάφτης, και έφερε το κακό μαντάτο. Κάθισε η παπαδιά, και έκλεγε τον παπά.
Σε μια στιγμή, λέει στον καντηλανάφτη :- Πώς έγινε και πνίγηκε ; Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα, για να τον γλυτώσεις ;
- Τι να έκανα παπαδιά ; απάντησε ο καντηλανάφτης. Όταν είδα και βούλιαζε, του άπλωσα το χέρι μου και του φώναξα :
«Πάτερ, δώσε μου το χέρι σου». Εκείνος όμως, δεν μου το έδωσε, με αποτέλεσμα να τον πάρει το ποτάμι και να πνιγεί.
- Αχ, ευλογημένε. Τόσα χρόνια είσαστε μαζί, δεν τον έμαθες πιά ;
Δεν έπρεπε να του πεις «Δώσε μου το χέρι σου» αλλά «Πάρε το χέρι μου».
Παπάς άνθρωπος ήταν. Μιά ζωή, είχε μάθει να παίρνει. Τώρα θα έδινε ; !!!
.
Ο παπάς που άκουσε κάποιον να λέει ότι θα "πήγαινε" με την όμορφη χήρα του μακαρίτη του Γιάννη, που την εξομολογούσε και ήξερε ότι ήταν πιστή, θύμωσε και έβαλε στοίχημα τον γάιδαρό του. Κανόνισαν λοιπόν την άλλη μέρα στις 8 στο δέντρο δίπλα στο μικρό δασάκι. Ο παπάς ανέβηκε εγκαίρως και περίμενε.
Ο μάγκας πήγε στο νεκροταφείο και περίμενε τη χήρα που ήξερε πως πήγαινε κάθε μέρα να κλάψει τον μακαρίτη.
Μόλις είδε και ερχότανε, έπεσε σε ένα διπλανό μνήμα και έκλαιγε με μαύρο δάκρυ. Χτύπαγε το κεφάλι του στον σταυρό και μοιρολογούσε δυνατά:
-Γιατί σου το έκανα αυτό γυναικούλα μου...
Η χήρα τον πλησίασε να τον παρηγορήσει:
- Τι έχεις καλέ μου άνθρωπε; Γιατί κλαις τόσο απαρηγόρητα;
Αυτός της είπε πως είναι φαρμακόπ....ας και ενώ έκανε έρωτα με τη γυναίκα του τη φαρμάκωσε.
Η χήρα που ήθελε να πάει κοντά στον άνδρα της αλλά δεν ήξερε πώς, τον παρακάλεσε να την φαρμακώσει αυτός. Με τα χίλια παρακάλια, την πήρε και πήγαν κάτω από το δέντρο που είχαν κανονίσει με τον παπά. Εκεί που η χήρα ... φαρμακωνότανε κοιτάζοντας προς τον ουρανό, είδε τον παπά ανάμεσα στο φύλωμα του δέντρου.
- Παπά μου, αναφώνησε νιώθοντας το "δηλητήριο ". Συγχώρεσέ με τώρα που πεθαίνω.
- Α! Μωρή παλιοπ.....α. Εσύ πεθαίνεις και εγώ χάνω το γαϊδουράκι μου. ΄
.
Κάποιος παπάς τα παλιά χρόνια πήγε σε μια ζωοπανήγυρη ν' αγοράσει ένα βόδι και τελικά το αγόρασε. Οι χωριανοί όμως -μεγάλα πειραχτήρια- ήθελαν σώνει και καλά να τον πείσουν πως αγόρασε άλογο. Χώρισαν την απόσταση από το μέρος του πανηγυριού μέχρι το χωριό σε στάσεις, και στην κάθε στάση κάθισαν από δυο χωριανοί.
Μόλις πλησίαζε ο παπάς τον χαιρετούσαν και του παίνευαν το... άλογο.
- Δεν είναι άλογο - έλεγε εκείνος - είναι βόδι.
- Στραβός είσαι παππούλη μου, του έλεγαν. Φως φανάρι, αγόρασες το καλύτερο άλογο της περιοχής.
- Μωρέ παιδιά, δεν είναι άλογο, βόδι είναι.
- Δεν έχεις δίκιο, του ξαναέλεγαν. Πιο όμορφο και γεροδεμένο άλογο δεν ξανάδαν τα μάτια μας στον κόσμο.
Είδε κι απόειδε ο παπάς, στο τέλος το πίστεψε. Μπαίνει λοιπόν καβάλα στο... άλογο έτσι για να το δοκιμάσει αν είναι ήμερο, δίνει μια κλοτσιά στον αέρα το βόδι και τον πετάει χάμω.
Κι ο παπάς σακατεμένος απ’ το πέσιμο:
- Μωρέ σ' είδα εγώ βοϊδάκι μ', αλλά μ' άφηναν ήσυχο οι διαβόλοι ;