Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

Ο δράκος κι ο γύφτος (παραμύθι)

Μια φορά και ένα καιρό σε ένα μακρινό βασίλειο ήταν ένα φτωχικό χωριό με πολύ καλούς ανθρώπους.
Πάνω στο βουνό όμως ζούσε ένας πολύ κακός δράκος που ήθελε κάθε μήνα να του δίνουν ένα παιδί του χωριού να το τρώει.
Στην άκρη του χωριού ζούσε ένας φτωχός γέροντας που είχε μόνο μία κόρη και είχε έρθει η σειρά του να την δώσει στον δράκο και ο κακόμοιρος ήταν πολύ στεναχωρημένος.
Κάποια μέρα όπως καθότανε έξω από το σπίτι του στεναχωρημένος πέρασε ένας γύφτος.
-Γεια σου κουμπάρε λέει ο γύφτος.
Δεν απάντησε ο γέροντας. Ο γύφτος κοντοστάθηκε γύρισε κοίταξε τον γέροντα και του ξαναλέγει.
-Γεια σου κουμπάρε.
Αλλά πάλι δεν πήρε απάντηση.
-Ε! Κουμπάρε εγώ σ’ κρένω, εσύ γιατί δεν μ’ κρένς;
-Άσε με ρε άνθρωπε στη σκοτούρα μου, του απάντησε ο γέροντας .
-Όχι δεν σ’ αφήνω αν δεν μου πεις τι έχεις.
Ο γέροντας κατάλαβε ότι δεν τα έβγαζε πέρα με τον γύφτο και του εξήγησε τι συμβαίνει.
-Και γι’ αυτό στεναχωριέσαι ρε κουμπάρε, εγώ θα σώσω το παιδί, του απάντησε ο γύφτος.
-Και πως θα το σώσεις εσύ;
-Μη σκιάζεσαι, του λέει ο γύφτος. Μόνο θα μου φέρεις ένα αυγό και μία τσαντίλα τυρί και θα στον φτιάξω καλά εγώ τον δράκο. Άμα τα καταφέρω, στο τέλος θα μου δώσεις και μία σκαφίδα φαΐ, εντάξει;
-Εντάξει, του απάντησε ο γέροντας.
Όταν ήρθε ο δράκος να πάρει την κόρη του γέροντα έτρεμε η γη. Ο γύφτος έκατσε απέναντι από τον δράκο και του λέει:
-Εσύ είσαι που τρως τα παιδιά; Τώρα θα σκοτώσω και εγώ εσένα.
Ο δράκος όταν τον άκουσε ξαφνιάστηκε.
-Τη βλέπεις αυτή την πέτρα, του λέει .Έτσι θα σε κάνω. Και παίρνει μια πέτρα και την σπάει στα χέρια του.
-Την βλέπεις αυτήν πέτρα, του λέει ο γύφτος και παίρνει το αυγό. Έτσι θα σε στύψω και στύβει τ’ αυγό στο χέρι του.
Ο δράκος ξαφνιάστηκε για λίγο ,έπειτα πήρε μία μεγάλη πέτρα στα χέρια του και την έκαμε κομμάτια.
-Έτσι θα σε κάνω, λέει στον γύφτο.
-Το βλέπεις αυτό το κοτρόνι, του λέει ο γύφτος και παίρνει την τσαντίλα με το τυρί. Έτσι θα σε στύψω και στύβει την τσαντίλα με το τυρί στα χέρια του.
Ο δράκος όταν είδε να πέφτουν τα ζουμιά από τα χέρια του γύφτου τα ’χασε τελείως. Πρώτη φορά έβλεπε τόσο δυνατό άνθρωπο.
-Έλα να παλέψουμε, λέει στον γύφτο!
-Να παλέψουμε, γιατί να μην παλέψουμε, του λέει ο γύφτος!
Όπως πιαστήκανε για να παλέψουν, ο δράκος έσφιξε με δύναμη τον γύφτο και γουρλώσανε τα μάτια του γύφτου. Τον βλέπει ο δράκος και τον ρωτάει:
-Τι κοιτάς ρε;
-Σε ποιο βουνό να σε πετάξω, σε τούτο ή σε ’κείνο, του απάντησε ο γύφτος.
Μόλις τον άκουσε ο δράκος τον παράτησε και το ’βαλε στα πόδια. Και έτσι σώθηκε το χωριό. Ο γέροντας έβαλε στο γύφτο μία σκαφίδα φαΐ να φάει όπως είχαν κανονίσει και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.