Τετάρτη 11 Μαρτίου 2009

Ο αργαλειός

Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός όλες οι κυράδες της γειτονιάς είχαν αργαλειό. Δεν νοούνταν νύφη να μην έχει στην προίκα της έστω και μια φλοκάτη. Θυμάμαι ακόμα και τη μάνα μου να υφαίνει και με πιάνει νοσταλγία. Τώρα που στο διάολο πήγαν όλοι αυτοί οι αργαλειοί δεν ξέρω. Τόσα χρόνια δεν βρέθηκε ένας χώρος να συγκεντρωθούν αυτά τα παλιά αντικείμενα και να αξιοποιηθούν, ούτε βρέθηκε ένας άνθρωπος ή ένας σύλλογος να ασχοληθεί σοβαρά. Τέλος πάντων…
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή για να δούμε πως ύφαιναν παλιά. Όταν κούρευαν τα πρόβατα ή τα γίδια, έπλεναν τα μαλλιά με ζεστό νερό για να φύγει το φυσικό λίπος τους. Ύστερα τα έξαιναν, δηλαδή τα αραίωναν ελαφρά και τα άπλωναν να στεγνώσουν, για να τα ξαναξάνουν αργότερα και να τα καθαρίσουν από τα ξερά χόρτα ή τα αγκάθια.
Αφού έξαιναν τα μαλλιά και τα έκαναν «τλούπες», δηλαδή μικρές μπάλες, τα λανάριζαν με τα λανάρια. Αυτά ήταν ξύλινα και είχαν συρμάτινα δόντια ή χονδρά σιδερένια καρφιά. Με τα λανάρια χτένιζαν τα μαλλιά και ετοίμαζαν τις τλούπες για το γνέσιμο.Το γνέσιμο, δηλαδή η μετατροπή του μαλλιού σε νήμα, γινόταν με τρία κλωστικά εργαλεία.
Τη ρόκα. Αυτή ήταν από ξύλο, συνήθως δρυς, μήκους 40- 50 εκ., στολισμένη με πολλά σκαλίσματα ή ήταν κατασκευασμένη από κλαδί έλατου, που στην κορυφή άφηναν τη φυσική του διακλάδωση και έφερναν τα δύο κλαδάκια προς τα κάτω. Πάνω στη ρόκα στερέωναν τις τλούπες για να τις γνέσουν.
Το αδράχτι, ήταν κατασκευασμένο από ξύλο, στο επάνω άκρο είχε ένα λεπτό άγκιστρο, για να αγκυλώνει το νήμα και στο κάτω μέρος τοποθετούσαν το σφοντύλι. Αυτό ήταν από βαρύ ξύλο, για να διευκολύνεται το γνέσιμο. Για να γίνει το γνέσιμο, στερέωναν τις ρόκες συνήθως κάτω από την μασχάλη.
Με το αριστερό χέρι έπαιρναν μαλλί, από τις τλούπες, που ήταν στερεωμένες στη ρόκα και το έστριβαν, μετά πάλι το έστριβαν με τον αντίχειρα και το δείκτη του δεξιού χεριού κι έδεναν την αρχή του νήματος στο αδράχτι. Στη συνέχεια, γύριζαν δυνατά το αδράχτι όπως γυρίζουμε τη σβούρα και έτσι λίγο λίγο το μαλλί περιστρέφονταν και γίνονταν κλωστή. Έτσι με την περιστροφική κίνηση του αδραχτιού και την προς τα κάτω από το βάρος του τάση σχηματιζόταν το νήμα. Αυτό το έκαναν λεπτό ή χονδρό, περισσότερο ή λιγότερο στρωμένο, ανάλογα με το τι ήθελαν να υφάνουν.
Όταν γέμιζε το αδράχτι έπρεπε να βγάλουν την κλωστή για να μπορέσουν να γνέσουν κι άλλο. Γι’ αυτό είχαν το τυλιγάδι. Κι αυτό όπως και η ρόκα ήταν μια διχαλωτή βέργα μόνο που στην άλλη άκρη του είχε μια τρύπα όπου έβαζαν κάθετα ένα μικρό ξυλάκι. Το μαλλί από το αδράχτι το τύλιγαν στο τυλιγάδι στη διχάλα της κορυφής και στο ξυλάκι της βάσης. Αν δεν είχαν τυλιγάδι μπορούσαν να το κάνουν και με τα χέρια τους χρησιμοποιώντας τη διχάλα που σχηματίζει ο αντίχειρας και ο δείκτης με τον αγκώνα. Έτσι η κλωστή γινόταν μια κουλούρα.
Αυτή θα πήγαινε στην ανέμη και με το ροδάνι θα τυλιγόταν στα μασούρια για να πάει για ύφανση.
"Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη,Δωσ’ της κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει…"Η κουλούρα που είχε γίνει η κλωστή στο τυλιγάδι έπρεπε να τυλιχτεί στα μασούρια. Έμπαινε λοιπόν στην ανέμη που μπορούσε να περιστρέφεται γύρω από έναν κάθετο άξονα και μαζευόταν στα μασούρια.
Τα μασούρια ήταν μικρά κυλινδρικά καλάμια περίπου 15 εκατοστά που ήταν τρύπια κατά μήκος. Τα μασούρια αυτά γύριζαν με τη βοήθεια του ροδανιού και η κλωστή τυλίγονταν γύρω από το μασούρι.Το ροδάνι ήταν μια ρόδα που γύριζε με το χέρι γύρω από ένα άξονα. Έτσι που γύριζε μετέδιδε την κίνηση με ένα σκοινί στο μασούρι κι έτσι τυλιγόταν η κλωστή.Τα μασούρια τώρα ήταν έτοιμα να πάνε για να χρησιμοποιηθούν στον αργαλειό.
Η τελευταία προετοιμασία πριν αρχίσει η ύφανση ήταν το διάσιμο, δηλαδή η διάταξη του στημονιού (νήματος) για το πέρασμα του στον αργαλειό. Ήταν μια εργασία που γινόταν σ' έναν ανοιχτό χώρο τη διάστρα όπως την έλεγαν. (Θυμάμαι σε κάθε γειτονιά υπήρχε μόνιμη μια διάστρα. Για κάποιον που δεν έχει δει πώς να την περιγράψεις και τι να εξηγήσεις;)
Η πιο πολύπλοκη εργασία ήταν το πέρασμα του στημονιού στον αργαλειό. Απ' αυτό εξαρτιόταν το είδος της ύφανσης και πολλές φορές και η διακόσμηση του υφαντού.
Ο αργαλειός αποτελούσε μέρος της ίδιας της ζωής και δεν έλειπε σχεδόν από κανένα σπίτι. Για τον αργαλειό θα πούμε ποια ήταν τα εξαρτήματά του και συγχρόνως θα περιγράφουμε και τη χρήση τους.
Το αντί: Βρισκόταν στο μέρος που καθόταν η υφάντρια. Ήταν ένα κυλινδρικό ξύλο που είχε κατά μήκος του μια σχισμή απ’ όπου περνούσε το υφάδι. Στην άκρη του είχε τρύπες όπου η υφάντρια τοποθετούσε ένα ξύλο το σφίχτη για αντίσταση και το στερέωνε για να μην περιστρέφεται.
Το πισαντί: στην άλλη άκρη του αργαλειού απ’ αυτήν που καθόταν η υφάντρια και είχε τυλιγμένο το στημόνι δηλαδή οι μακριές κλωστές που θα πλέξουν με τις κλωστές που θα χρησιμοποιήσει η υφάντρια για να κάνουν το πανί. Η διαφορά του με το αντί είναι ότι αυτό δεν έχει τη σχισμή κατά μήκος του.Το στημόνι μετά το πισαντί και πηγαίνοντας προς την υφάντρια είχε δυο βέργες τοποθετημένες ανάμεσα στις κλωστές του για να μπορεί να ανοίγει καλύτερα και να περνάει η γυναίκα τη σαΐτα. Τα ξύλα αυτά λέγονταν σταυρόβεργες και εμπόδιζαν τις κλωστές να μπερδευτούν.
Στη συνέχεια οι κλωστές από το στημόνι περνούσαν από τα μιτάρια. Η λέξη αυτή μας θυμίζει το μίτο της Αριάδνης δηλαδή το κουβάρι της κλωστής. Αυτά ήταν ζευγάρια και ήταν κατασκευασμένα ως εξής : σε δυο παράλληλες σιδερένιες βέργες περνούσαν θηλιές που έμπλεκαν μεταξύ τους . Έτσι οι κλωστές περνούσαν εναλλάξ οι μισές από το ένα μιτάρι και οι μισές από το άλλο. Τα μιτάρια κρέμονταν από πάνω από τον αργαλειό με δυο καρούλια για να μπορούν να μετακινούνται πάνω-κάτω.
Από την κάτω πλευρά ήταν συνδεδεμένα με δυο ξύλα σαν τα πετάλ του αυτοκινήτου που λέγονταν πατήθρες και η υφάντρια μπορούσε με το πάτημα του ποδιού της να ανεβάζει πότε το ένα και πότε το άλλο μετακινώντας αντίστοιχα και τις κλωστές του στημονιού τις μισές πάνω και τις μισές κάτω. Αυτό γινόταν εναλλάξ έτσι ώστε με τη μετακίνηση αυτή να μπλέκει το στημόνι με την κλωστή του μασουριού και να γίνεται το ύφασμα.
Μετά τα μιτάρια ήταν το χτένι. Το χτένι ήταν σα χτένα μόνο που ήταν κλειστό από και τις δύο πλευρές. Δηλαδή ανάμεσα σε δυο παράλληλα ξύλα τοποθετούσαν μικρά καλάμια αρκετά πυκνά έτσι ώστε να αφήνουν μικρές σχισμές ίσα ίσα να περνάνε οι κλωστές του στημονιού. Αυτό στηριζόταν στο χτενόξυλο. Δυο κάθετα σανίδια ενώνονταν με το κάτω μέρος του χτενόξυλου που ήταν σταθερό. Το πάνω μέρος μετακινούνταν έτσι ώστε να μπορούμε να τοποθετήσουμε ανάμεσα το χτένι. Τα δυο ξύλα του χτενόξυλου είχαν κατά μήκος τους μια σχισμή, σα συρτάρι για την καλύτερη τοποθέτηση του χτενιού.Τα κάθετα ξύλα στερεώνονταν σε ένα άξονα που βρισκόταν πάνω στον αργαλειό και έτσι το χτένι μπορούσε να κινείται σα μια κούνια.
Όταν λοιπόν η υφάντρια κουνούσε με τα πόδια της τις πατήθρες, τα μιτάρια ανεβοκατέβαιναν και μαζί τους ανεβοκατέβαιναν ανάλογα και οι κλωστές του στημονιού έτσι ώστε οι μισές ήταν προς τα πάνω και οι μισές προς τα κάτω. Έτσι άφηναν ένα άνοιγμα μεταξύ τους. Τότε πετούσαν τη σαΐτα με το μασούρι και έτσι ξετυλιγόταν η κλωστή ανάμεσα στις κλωστές του στημονιού. Με το χτένι χτυπούσε την κλωστή αυτή έτσι ώστε να έρθει πολύ κοντά (σφιχτά) το υφασμένο κομμάτι. Έπειτα ανεβοκατέβαζε και πάλι με τις πατήθρες τα μιτάρια έτσι ώστε να αλλάξουν οι κλωστές του στημονιού θέση. Αυτές που ήταν πάνω κατέβαιναν και ανέβαιναν αυτές που ήταν κάτω. Έτσι πλέκονταν με την κλωστή που πέρασε η υφάντρια.
Αναφέραμε για τη σαΐτα. Αυτή ήταν σα μικρή βάρκα που ήταν ανοιχτή κι απ’ τις δυο πλευρές. Κατά μήκος της είχε ένα σύρμα όπου περνούσαν το μασούρι με την κλωστή. Αυτό το σύρμα το έβαζαν στην ειδική θέση της σαΐτας και το ασφάλιζαν με ένα μικρό ξυλάκι για να μη μπορεί να βγαίνει. Στην πλευρά της είχε μια τρύπα απ’ όπου έβγαινε η κλωστή.Στην άκρη του υφασμένου πανιού έβαζαν ένα σίδερο που αποτελούνταν από δυο κομμάτια και μπορούσαν να μεταβάλουν το μήκος του και λεγόταν ξίγκλα (τεντώστρα). Μ’ αυτό κρατούσαν τεντωμένο το πανί κι έτσι μπορούσαν να υφαίνουν καλύτερα και ευκολότερα.Το υφασμένο πανί περνούσε μέσα από τη σχισμή που είχε το αντί έτσι ώστε να είναι τεντωμένο το στημόνι και το πανί και να μπορεί να γίνει η ύφανση.
Όταν η ύφανση προχωρούσε, τότε έβγαζαν το μεγάλο ξύλο που ασφάλιζε το πίσω αντί έβγαζαν και το σφίχτη από το αντί και μάζευαν το πανί γυρίζοντας το αντί και το πίσω αντί.Τα δεσίματα γίνονταν όταν τελείωνε το υφαντό και έκοβαν τις κλωστές. Μετά έπαιρναν δυο - δυο τις κλωστές και τις δένανε σταυρωτά (σταυρόκομπος.
Μερικά από τα υφαντά για το σπίτι ήταν:
Καραμελοτές, σκεπάσματα με άσπρο στημόνι και χρωματιστό υφάδι.Μαντανίες, σκεπάσματα με διάφορα χρώματα και σχέδια, είχαν κεφαλάρια δηλαδή χρωματιστές οριζόντιες ραβδώσεις στις δύο στενές πλευρές των υφαντών.
Βελέντζες, χονδρά σκεπάσματα κόκκινα και μαύρα με ποικίλα διακοσμητικά θέματα.
Κιλίμια, είχαν πάνινο στημόνι και μάλλινο υφάδι ήταν μαύρα, κόκκινα, καφέ, κ.ά.
Τράγια τσόλια, βαριά σκεπάσματα από κατσικίσιο μαλλί.Το σκουτί, ύφασμα για τις φορεσιές. Μ' αυτό κατασκεύαζαν σακάκια, παντελόνια, ζακέτες, μάλλινες (γυναικείο φόρεμα χωρίς μανίκια).
Κάππες ή τα καππότια, ήταν κατασκευασμένες από κατσικίσιο μαλλί και τις στόλιζαν με τα σειράδια (πλεκτά κορδόνια). Τις φορούσαν οι βοσκοί.

(Μέρες και νύχτες αφιέρωσα ψάχνοντας πληροφορίες στο Internet και προσπαθώντας να συνθέσω το παραπάνω κείμενο)
... κι ένα βιντεάκι για τον αργαλειό από την εκπομπή "Γυρίσματα".