Παρασκευή 13 Μαρτίου 2009

Τα γκισέμια

Ξέρετε τι είναι τα γκισέμια; Και γω δεν ήξερα... αλλά έμαθα όμως.Ήταν τότε που οι υποψήφιοι παίρνουν σβάρνα τα χωριά λίγο πριν τις εκλογές. Το είχανε αναγγείλει και πολύς κόσμος είχε βγει στην πλατεία. Εγώ καθόμουνα στο καφενείο μαζί με τον μπάρμπα-Κώστα, ένα γραφικό τύπο περασμένων καιρών, τώρα γέρος αλλά ολοζώντανος. Ακούστηκαν φωνές. Έρχονται φώναζε κάποιος. Μερικοί τρέξανε να προλάβουν το «καλώς ήρθατε». Έγινε λίγη φασαρία.
- Πουφ... γκισέμια, έκανε ο γερο-Κώστας πηγαίνοντας πέρα - δώθε τα μουστάκια του.
Τον κοίταξα ακίνητος και κατάματα.
- Τι με κοιτάζεις, μου είπε, γκισέμια δεν είναι;
Δεν είχα καταλάβει.
- Τι είναι μπαρμπα-Κώστα τα γκισέμια; του είπα.
- Άκου. μου λέει. Τα γκισέμια είναι τραγιά, αλλά δεν είναι τραγιά.
Ακόμα δεν είχα καταλάβει.
Είναι καθαρισμένα, συνέχισε, τους τα έχουνε κόψει και δεν γίνονται τραγιά. Γίνονται μεγαλύτερα και βαρύτερα. Διπλάσια στο βάρος. Δεν γίνονται όμως τραγιά, γίνονται γκισέμια.
Κάπως άρχισα να καταλαβαίνω.
- Κάνουνε μόνο για να οδηγάνε τη στάνη. Όταν το κοπάδι βόσκει εκείνα ανεβαίνουνε στο ψηλότερο μέρος κορδεύονται, σηκώνουνε το κεφάλι τους ψηλά, κοιτάνε γύρω - γύρω και παρασταίνουνε τον αρχηγό. Αλλά δεν είναι. Είναι γκισέμια. Όταν πάει κοντά τους το τραγί γίνονται άρατα. Η δουλειά τους είναι μόνο να οδηγάνε τη στάνη. Όταν το κοπάδι ξεκινάει εκείνο θα τρέξει να περάσει μπροστά, κρατάει το κεφάλι του επάνω και τα οδηγάει στη στάνη, θα κάνει τον αρχηγό, αλλά όμως δεν είναι... του τα έχουνε κόψει... είναι γκισέμι.
Εκείνη τη στιγμή ο υποψήφιος είχε περάσει μπροστά από ένα τσούρμο ανθρώπους και ερχότανε πρώτος. Χαιρέταγε με το χέρι του κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά. Μοίραζε υποσχέσεις κι έκανε τον αρχηγό. Ξεράθηκα...
- Κατάλαβες τώρα τι είναι τα γκισέμια; είπε ο μπάρμπα-Κώστας σα να προσπαθούσε να με συνεφέρει.
- Κατάλαβα, του είπα σχεδόν από μέσα μου. Και πράγματι είχα καταλάβει.