Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012


Είναι τόσο σπάνιες οι ευτυχισμένες στιγμές;

Όχι…Όχι. Δεν είναι τόσο σπάνιες. Μόνο που….Να, οι άνθρωποι κυνηγούν αυτές τις στιγμές με το μυαλό τους. Κι αυτό είναι, πώς να στο πω, υπόθεση της καρδιάς.

(ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ)

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Always look on the bright side of life!

Δεν φταίει ο θόρυβος της πόλης. Άλλος θόρυβος σε αφήνει ξύπνια τα βράδια.
Αυτά τα χτυπήματα στην πόρτα της καρδιάς σου που τα ακούς αλλά τα αγνοείς.
Ξεκόλλα, άνοιξε!!!
Μα πώς; Πώς να ρισκάρεις; Κι αν η ευτυχία που τόσα χρόνια αποζητούσες είναι αληθινή; Και αν τελικά την ζήσεις, πως θα καλύψεις το κενό όταν τη χάσεις;  Γιατί όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν, για να τα θυμόμαστε σπουδαία.

Σταμάτησες να μαζεύεις τους θησαυρούς σου…  Γιατί;
Τόσο όμορφες εικόνες από το παρελθόν και κράτησες κάτι που να τις θυμίζει. Χρωστάς και στο μέλλον το κομμάτι του. Χρωστάς και στο αύριο θησαυρούς.
Δεν ξέρω, ίσως η ανάγκη σου να γυρίσεις πίσω, εκεί που ήσουν πολύ αυθόρμητη και ευτυχισμένη σε παρέσυρε και παίζοντας το παιχνίδι του Χρόνου, χωρίς να μπορείς να αναγνωρίσεις τους κανόνες, έχασες!  Ίσως απλά να πρέπει να βρεις  κι άλλους θησαυρούς για το μπαουλάκι σου.
 
Οι καταστάσεις δε ζητούν άδεια για να ανακατέψουν την ζωή σου.
Τον σκέφτεσαι και φοβάσαι που τον σκέφτεσαι, γιατί ποτέ δε σκέφτηκες κανέναν. Και αναλογίζεσαι συνέχεια, γιατί αυτόν, γιατί τώρα; Τι άλλαξε; Τι άλλο θα αλλάξει; Και δεν θες να το συζητήσεις με κανέναν. Φοβάσαι να μιλήσεις γι αυτόν.
Δε γίνεται να μάθεις τις Κρυφές σκέψεις ενός ανθρώπου παρά μόνο αν στις πει. Μα κι αν στις πει κοίτα μέσα τους βαθιά και δες αν πράγματι θέλουν να ακουστούν!

…Και παίζεις με τον Χρόνο. Γιατί ξέρεις πως αν περάσει και δεν τον πάρεις είδηση ίσως να χάσεις εκείνον. Και δεν θες να το χάσεις, είσαι σίγουρη γι αυτό.
Μα όσο και αν τα αναλύεις, όσο έξυπνη και αν σου λένε πως είσαι, δε βρίσκεις απαντήσεις. Το πιο πιθανό, επειδή δεν υπάρχουν.
Όσο είσαι μαζί του τίποτα δεν έχει σημασία, γιατί όταν τη βλέπεις τη ζωή μέσα από τα μάτια του, είναι διαφορετική. Πιο απλή, πιο όμορφη, χωρίς άγχος. Είναι πολύχρωμη. Είναι όπως την ονειρεύεσαι να είναι. Και σου αρέσει αυτό, το χρειάζεσαι, το θες.
Και όταν σε ρωτά, “τι γράφεις εκεί;” γελούν τα μάτια σου. Γελούν, γιατί σ’ αρέσει που θέλει να ξέρει τι γράφεις. Σου αρέσει που τα σημαντικά σου τα λογαριάζει και δεν τα προσπερνά.
Μα σε φοβίζει.
Θα έρθει η στιγμή που δεν θα βρεις την πόρτα εξόδου, που δεν θα έχεις επιλογή, που θα πρέπει να μείνεις, να το ζήσεις, να το αγαπήσεις.
Και κάπου εκεί ακουμπάς τα χέρια στον τοίχο και τεντώνεσαι και νιώθεις τα πόδια σου να υποχωρούν προς τα πίσω, σκύβεις το κεφάλι και συνεχίζεις να προσπαθείς. Μοιάζει σαν να παλεύεις να τον σπρώξεις για να ξεφύγεις μα έχουν χτίσει την έξοδο.
Καταλαβαίνεις πως όλα όσα κρύβεις στο μυαλό σου και θα ήθελες να δεις στα σκηνικά της ζωής είναι όμορφα μα απίθανα.
Γιατί αν λατρέψεις το ιδανικό ποτέ δεν θα μπορέσεις να αγαπήσεις το αληθινό.

Η ζωή είναι ένα δωμάτιο και η αλήθεια είναι οι τοίχοι του. Βάψε τους στο χρώμα που σου αρέσει και κάνε το όμορφο …
Και κάνε μου μια χάρη. Μην χάνεσαι. Μην χάνεσαι, γιατί καμιά φορά η πρόβα γίνεται παράσταση πριν να το καταλάβεις. Και αν δεν το καταλάβεις θα χάσεις την υπόκλιση. Και τι θα μείνει μετά; Μονάχα μια κουρτίνα.

Απόγευμά μου συγνώμη, σε συννέφιασα.
 
Μισό λεπτό να πάρω το ρολόι μου. Θέλω να βλέπω ο χρόνος αν κυλά και πού πηγαίνει τις στιγμές με τα νερά του. Για να κοιτώ το παρελθόν να κολυμπά και το αύριο να σαλπάρει για να ρθει… 

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Ήτανε λέει μια κοπέλα που είχε βαρεθεί με την λογική αυτού του κόσμου και ζούσε πια σε ένα δικό της παράλογο. Μια κοπέλα που ήθελε πάντα να αλλάξει τον κόσμο κάποια στιγμή όμως κουράστηκε που δεν τα κατάφερνε και αποφάσισε να αλλάξει τον δικό της κόσμο γιατί κατάλαβε πως μέχρι εκεί έφτανε η δύναμη της.
Έξυσε από τους τοίχους τα χρώματα που είχαν ξεφτίσει και τους έντυσε με ταπετσαρίες χρωματιστές που την ενέπνεαν. Έβγαλε τα παλιά φωτιστικά και έβαλε νέα, απλά και όμορφα. Πέταξε τα έπιπλα που είχε γδάρει ο χρόνος με τα καμώματα του και τα παιχνίδια του μέσα στο σπίτι και πήρε καινούρια που περιμένουν με χαρά τον χρόνο να παίξει μαζί τους, με τους δικούς τους όρους όμως. Έβαλε κουρτίνες για να ανεμίζουν όταν το αεράκι πάει να τις χαϊδέψει και εκείνη να γελά με τις αντιδράσεις τους.
Έβγαλε το μαύρο απ’ τις ντουλάπες της και πήρε έναν καθρέφτη. Γιατί της είπαν πως μόνο έτσι θα βλέπει την ψυχή της και είχε τόσο ανάγκη να την δει.
Πέταξε τα παλιά και τα άχρηστα και χωρίς το περιττό βάρος πήρε ένα κόκκινο παλτό και άρχισε να περπατά. Να αναπνέει το οξυγόνο με μια πρωτόγνωρη χαρά λες και ήταν η πιο ξεχωριστή εμπειρία που είχε βιώσει.
Προχωρούσε όσο τα πόδια της της έλεγαν πως αντέχουν ακόμα και ήλπιζε να βρει μια θάλασσα. Ήθελε τόσο πολύ λίγες από τις σκέψεις της αυτές, τις όμορφες, να τις ρίξει σε ένα χάρτινο καράβι και να τις αφήσει να βρουν ανθρώπους που τις χρειάζονταν. Είχε ανάγκη να μοιραστεί, ένιωθε ενοχές να το απολαύσει μόνη της αυτό το όμορφο συναίσθημα που είχε κατακλύσει την καρδιά της.
Και όταν δεν βρήκε θάλασσα δεν λυπήθηκε απλά άλλαξε πορεία και περπάτησε ώσπου βρήκε μια στάση τρένου. Κάθισε σε ένα πεζουλάκι και περίμενε το τρένο για να ρθει. Δεν σκέφτονταν μόνο ήλπιζε. Χαμογελούσε για τις ευκαιρίες που ανοίγονταν μπροστά της και ήθελε να τις αρπάξει όλες μαζί. Δεν είχε ιδέα για το που θα πήγαινε αλλά ήξερε πως μέσα στο τρένο και στις στάσεις του θα έβρισκε ανθρώπους που ο καθένας θα είχε κάτι ξεχωριστό να της δείξει και θα γνώριζε μέρη που δεν είχε ξαναεπισκεφτεί. Μπήκε λοιπόν μέσα στο τρένο και κάθισε δίπλα στο παράθυρο για να μπορεί να χαζεύει την διαδρομή. Ήταν η μόνη που δεν είχε αποσκευές και τσάντες μαζί της αλλά είχε ότι πραγματικά χρειάζονταν. Λίγο πριν την πρώτη στάση μπήκε ο ελεγκτής. Μόλις τον είδε του έδωσε πολλά χρήματα που ήταν δεμένα με μια κορδέλα. Εκείνος την ρώτησε για που να της κόψει το εισιτήριο. Με πολύ συνειδητοποιημένο ύφος, δήλωσε προορισμό την ευτυχία.
Έξω ήταν φθινόπωρο μα έριχνε που και που ο χειμώνας κλεφτές ματιές για να δει αν πλησιάζει η σειρά του. Έψαξα με περιέργεια να βρω αν η κοπέλα έφτασε ποτέ στην προορισμό της και μου είπαν να την ψάξω στο σπίτι της, είχε πια επιστρέψει. Μπήκα λοιπόν απ’ την πόρτα της γεμάτη περιέργεια για το τι θα μου πει, για το πως μοιάζει η ευτυχία, για το που και αν την βρήκε.
Βρήκες την ευτυχία σου, την ρώτησα. Τι σημασία έχει μου απάντησε, εσύ ψάξε να βρεις την δική σου και πάρε ότι χρειάζεσαι για να την βρεις. Τρένο, πλοίο, αεροπλάνο, μόνο πριν φύγεις κοίταξε μήπως την έχεις δίπλα σου και χάσεις χρόνο απ’ το να την απολαύσεις.

Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Παρένθεση

«Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος».Ο άνθρωπος με την πάροδο του χρόνου διαμορφώνει την προσωπικότητά του και αποκτά ενδιαφέροντα ανάλογα με τις επιρροές ή τα ερεθίσματα που δέχεται.
Αυτή την περίοδο της ζωής μου, το τελευταίο που με ενδιαφέρει είναι το χωριό, απλά θα γράψω δυο λόγια με αφορμή και τις παραινέσεις του http://tsamaliotis.blogspot.com προς τους συγχωριανούς να προσπαθήσουν για ένα καλύτερο χωριό.
Δυστυχώς ζούμε σ’ έναν τόπο που το μόνο που ενδιαφέρει τους ανθρώπους είναι

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

Άγαμοι θύται

Χειρότερο απ' το βλέμμα ενός δαρμένου σκύλου είναι το βλέμμα ενός ανθρώπου σαν δαρμένου σκύλου. Το βλέμμα του φόβου που δεν τον φιλτράρει η λογική, που δεν τον αναιρεί καμιά ελπίδα. Δεν υπάρχει χειρότερος φόβος απ' τον αόριστο φόβο.
Δεν ξέρεις τι πρέπει να φοβάσαι και καταλήγεις να φοβάσαι τα πάντα. Λίγο πριν απ' το τέλος, φοβάσαι τον φόβο σου και καταλήγεις να φοβάσαι τον εαυτό σου.

Γέμισαν οι δρόμοι τέτοια βλέμματα. Άνθρωποι που δεν ξέρουν τι πρέπει να φοβούνται, σαν τα σκυλιά που περιμένουν το χτύπημα. Πού πάμε; Τι θα μας συμβεί;
Κανένας δεν μπορεί ν' απαντήσει αλλά και κανένας δεν θέλει. Τι κακό θα συμβεί;
Θα χάσουμε τη δουλειά μας, το σπίτι; Θ' αναγκαστούμε να ζήσουμε με λιγότερα; Η τηλεόραση 52 ιντσών δεν θα προσφέρει καμιά απόλαυση; Θ' αναγκαστούμε να ψάχνουμε στα σκουπίδια;

Δεν είμαι σίγουρος πως η πτώχευση είναι η καταστροφή της Ελλάδας. Προσπαθώ να
καταλάβω τι είναι αυτό που θα πτωχεύσει. Η Παιδεία των προσωπικών Πανεπιστημίων
και της κομματικής συναλλαγής; Οι εφορίες της διαφθοράς; Τα νοσοκομεία με το
φακελάκι; Μήπως θα συντριβεί το πολιτικό μας σύστημα, αυτή η μεγάλη αποθήκη με
ψεύτες, φαφλατάδες και ανεπάγγελτους; Θ' αναγκαστεί ο Δημήτρης Ρέππας να γίνει
οδοντογιατρός, ο Καραμανλής δικηγόρος και ο Βενιζέλος αδύνατος; Ποια, αλήθεια,
είναι η μεγάλη καταστροφή που φοβόμαστε;

Υπάρχουν πολλά που θα χάσουμε, αλλά δεν ξέρω αν είναι αυτά που δικαιούμαστε και
πολύ περισσότερο αυτά που χρειαζόμαστε. Στη γειτονιά μου θα κλείσουν τα 7
καταστήματα μανικιούρ-πεντικιούρ και τα 6 κομμωτήρια και θα μείνει μόνο ο ένας
φούρνος που θα πουλάει είδος ανάγκης: ψωμί. Οι κυρίες θα πάψουν να ισορροπούν
επικίνδυνα πάνω σε αφόρετες γόβες και τεχνητές επιθυμίες. Οι τράπεζες δεν θα έχουν διακοποδάνεια. Ο Ρέμος δεν θα βρίσκει κανέναν να του ρίξει δυο γαρύφαλλα.
Η Φιλιππινέζα δεν θ' αναθρέφει πια τα παιδιά. Οι σύγχρονες μανάδες ίσως δεν θ' αναφωνούν «δεν αντέχω», γιατί θ' ανακαλύψουν τη σημασία και της λέξης και της αντοχής. Τα παιδιά μας, όταν βγάζουν με 10 το λύκειο, θα πηγαίνουν σε κάποια
τεχνική σχολή και όχι στο ιδιωτικό Πανεπιστήμιο του Λονδίνου που αναλαμβάνει να
βαφτίσει τους κατιμάδες επιστήμονες με το αζημίωτο.

Ίσως χρησιμοποιούμε το κινητό τηλέφωνο όπως σε όλη την Ευρώπη, για να επικοινωνούμε και όχι για να εξευτελιζόμαστε. Το «ουάου» θα πάψει να είναι το υποκατάστατο του οργασμού στις κουβέντες που ψάχνουν την επιβεβαίωση της ανοησίας. Μπορεί να ψάξουμε περισσότερο τον πραγματικό οργασμό, μαζί με τους κανονικούς ανθρώπους που θα μας κάνουν να τους εκτιμάμε.
Πιο πολύ, νομίζω, θα καταστρέψουμε με τα χέρια μας εκείνο το διεστραμμένο «εγώ» που επιμένει να μας αξιολογεί και να μας συγκρίνει με βάση τις πισίνες, τη μάρκα του αυτοκινήτου και τις κακόγουστες καρό ταπετσαρίες που φοράμε επειδή γράφουν Burberry. Μπορεί να μη θέλουμε πια να γίνουμε πλούσιοι, αλλά ουσιαστικοί.

Οι επιπόλαιοι θα ξαναγίνουν επιπόλαιοι και δεν θα είναι πια τρέντι. Οι αγρότες θα επιστρέψουν στα χωράφια. Και οι Ουκρανές, που έτρωγαν τις ψεύτικες επιδοτήσεις, στα σπίτια τους. Στα καφενεία των χωριών θα συζητάνε ξανά ποιο παιδί πρόκοψε και όχι ποιο πήγε σε ριάλιτι. Οι DJs, οι image makers, οι κουρείς σκύλων, ίσως χρειαστεί να βρουν μια άλλη δουλειά.

Το σύστημα της αξιολόγησής μας θ' αλλάξει και ίσως απαιτήσουμε πραγματικά να
τιμωρηθούν αυτοί που τα έφαγαν. Παρουσία μας, πάντα. Ίσως δεν ξαναψηφίσουμε εκείνους που μας έφεραν σε αυτήν τη θέση. Και ίσως καταλάβουμε πως τα κοράκια του εξτρεμιστικού καπιταλισμού, που φαίνονταν καναρίνια μέσα από τα κουστούμια και τις τηλεοράσεις, ήταν αυτοί που μας εξαπάτησαν την ώρα που ζαλιζόμασταν με Johnnie Black. Ίσως ψάξουμε για μια πιο δίκαια ζωή, χωρίς να μετράμε την απόδοση δίκιου με τη σύγκριση τραπεζικών λογαριασμών.
Μπορεί ξαφνικά οι καλλιτέχνες ν' αρχίσουν να παράγουν κι αυτοί, πατώντας σε αυτό που είναι ζωή και όχι στις κρατικές επιδοτήσεις, σαν να πουλάνε βαμβάκι, και στις δημόσιες σχέσεις.

Φοβάμαι, όπως όλοι. Αλλά θέλω και να συντριβεί ένα σύστημα που αναπαράγει τη σαπίλα. Που βαφτίζει Δημοκρατία τον διεφθαρμένο του εαυτό, Δικαιοσύνη την ατιμωρησία του κι ευτυχία την κενότητα και τον ευδαιμονισμό. Φοβάμαι.
Γι' αυτό θέλω να τελειώνουμε.
Κώστας Βαξεβάνης

Ψυχοσάββατο


"Οι ψυχές και οι αγάπες
σιαμαίες αυταπάτες
όμοιες σαν άσπρα πλήκτρα
σαν φωτάκια μες τη νύκτα
βρίσκουν σώματα παρθένα
στη συνήθεια πουλημένα
με φιλιά τα εξαγνίζουν
τους χαρίζονται"

Σύμφωνα με την εκκλησία "επειδή οι κεκοιμημένοι μας ακόμη δεν κρίθηκαν, τους μνημονεύουμε σήμερα και επικαλούμενοι το άπειρο έλεος του Θεού. Tον παρακαλούμε με το μνημόσυνο πού κάνουμε, να τους αναπαύσει. Συγχρόνως δε, ενθυμούμενοι και εμείς το θάνατο και «διεγειρόμεθα προς μετάνοιαν...»".

"Διεγειρόμεθα", "διεγειρόμεθα"... Αλίμονο!

«Αυτά άστα γι’ αργότερα» της είπε πικρά.
«Πάντοτε όμως κράτα και κάτι για τον εαυτό σου. Στην εκκλησία βάλε κάποιους με πολύ προσοχή, στο ιερό μη βάζεις κανέναν.
Κανέναν. Μ’ ακούς;
Θα σε πληγώσουν. Θα σε κρεμάσουν. Θα σε κόψουν φέτες. Θα σε κάνουν με τα κρεμμυδάκια. Η αγάπη γίνεται πιο δυνατή, όταν έχει περιορισμούς. Αυτό να το θυμάσαι».
Πάνος Σταθόγιαννης

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012


«Συγνώμη», είπε ένα πολύ μικρό ψάρι του Ωκεανού σ’ ένα άλλο, «επειδή είσαι πιο μεγάλος από μένα, μπορείς να μου πεις πού μπορώ να βρώ αυτό το πράγμα που λέγεται Ωκεανός;»
«Ο Ωκεανός», απάντησε το μεγαλύτερο ψάρι «είναι εδώ που βρίσκεσαι τώρα».
«Τι;;; Αυτό;;; Μα αυτό είναι νερό! Αυτό που ψάχνω είναι ο Ω-κε-α-νός!» είπε
απογοητευμένο το μικρό ψάρι και απομακρύνθηκε κολυμπώντας για να ψάξει κάπου
αλλού.
«Σταμάτα να ψάχνεις μικρό ψαράκι. Δεν υπάρχει τίποτα να ψάξεις. Το μόνο που
χρειάζεται να κάνεις είναι να κοιτάξεις!!!»

Ένας κλόουν δακρύζει

Λαμπιόνια φως και μουσική,
σε μια παράσταση ολόιδια με άλλες,
εκεί στου τσίρκου τη σκηνή,
είναι ένας κλόουν που πέφτει από τις σκάλες.

Φοράει καπέλο αστραφτερό,
Και μοιάζει να’ χει τόσο κέφι.
Γελάει, παίζει σαν μωρό,
Χορεύει ασταμάτητα χτυπώντας ένα ντέφι.

Λιγάκι ακόμα… γέλα ξανά,
τελειώνει η παράσταση, λιγάκι κρατήσου,
άκου τους τώρα…γελούν δυνατά,
σε λίγο του τσίρκου τα φώτα θα σβήσουν.

Και τότε κλόουν, σ΄αφήνω να κλάψεις,
καθώς εκείνοι θα φεύγουν γεμάτοι χαρά,
τότε, μονάχος μπορείς να ξεθάψεις,
το δάκρυ που κρύβεται μες την καρδιά.

Και τότε κλόουν, μπορείς να ουρλιάξεις,
πετώντας μακριά αυτή τη στολή.
Μες τον καθρέφτη μπορείς να κοιτάξεις
και να τρομάξεις απ΄την θολή σου μορφή.

Και ο καθρέφτης κομμάτια θα σπάσει,
όπως το γέλιο σου σπάει την καρδιά,
και το καπέλο την λάμψη θα χάσει,
μέχρι ν’ ανοίξουν τα φώτα ξανά.

Αιώνια κλόουν στου τσίρκου τα φώτα,
να κάνεις τους άλλους πολύ να γελούν.
Να εύχεσαι να’ σουν ξανά όπως πρώτα,
μα να γνωρίζεις πως μόνο οι «κλόουν» μπορούν να επιζούν.

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012


Επειδή όποιος ανασαίνει, δεν σημαίνει
πως ζει κιόλας...

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Ο τρελός του χωριού

«Παράφρων δεν είναι αυτός που έχει χάσει τα λογικά του.
Παράφρων είναι αυτός που τα έχει χάσει όλα και διατηρεί τα λογικά του».
Salvador Dali
«Με ρωτάς το πως γίνηκα τρελός. Να πως: Μια μέρα, καιρό, καιρό πριν γεννηθούν πολλοί θεοί, ξύπνησα από έναν βαθύ ύπνο κι ανακάλυψα πως όλες μου οι μάσκες είχαν κλαπεί.
Τότες έτρεξα αμασκοφόρετος μες από τους ανθρωπόβριθους δρόμους κραυγάζοντας:
"Κλέφτες, κλέφτες τρισκατάρατοι κλέφτες".
Άντρες, γυναίκες, με περιγέλασαν και κάποιοι τρέξανε στα σπίτια τους σκιαγμένοι από μένα.
Κι όταν έφτασα στην αγορά, ένας νιος σκαρφαλωμένος σε μια στέγη φώναξε: "Είναι τρελός, είναι τρελός!"
Σήκωσα τα μάτια να τον αντικρύσω κι ο ήλιος φίλησε το γυμνό μου πρόσωπο για πρώτη φορά. Για πρώτη φορά… ο ήλιος φίλησε το γυμνό μου πρόσωπο και η ψυχή μου φλογίστηκε από αγάπη για τον ήλιο και δεν ήθελα τις μάσκες μου πια τώρα.
Και μέσα σε έκσταση φώναξα:
"Ευλογημένοι οι κλέφτες που έκλεψαν τις μάσκες μου".
Έτσι γίνηκα τρελός. Και βρήκα και τα δυό τους μέσα στην τρέλα μου: λευτεριά και σιγουριά. Τη λευτεριά της Μοναξιάς και τη σιγουριά της ακαταληψίας, γιατί όποιοι μας καταλαβαίνουν σκλαβώνουν κάτι μέσα μας".
Χαλίλ Γκιμπράν

Τρίτη 30 Αυγούστου 2011


«Εγώ τα είχα βρει μια χαρά με τη ζωή.Γίναμε κολλητάρια και τα περνούσαμε περίφημα.
Πήγαινα ως εκεί που μ' έπαιρνε.

Για να χαίρομαι.
Κι αν είχα κέφι, προχωρούσα ως εκεί που δε μ' έπαιρνε.

Για να μαθαίνω!»

Αλκυόνη Παπαδάκη - Βαρκάρισσα της χίμαιρας.

Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

Πιέζομαι να βρω κάτι να περιμένω. Αν δεν το βρω πουθενά θα το πλάσω εγώ. Θα το κάνω αποψινή μου φαντασίωση… τι κακό βρίσκεις στις φαντασιώσεις; Τίποτα. Μόνο φαντάσματα μη γίνουν.
Αφήνω τα δευτερόλεπτα να γλιστρούν αθόρυβα.
Το χρόνο μια μόνο φορά να σταματήσω θέλησα και μου την έσκασε. Σκοτάδι!
Τι όμορφο που θα ’ταν να τρύπωνε μια στάλα φως, μόνο για σήμερα... Κι εσύ που νομίζεις ότι με ξέρεις, τίποτα δεν έχεις καταλάβει.
Φταις κι εσύ αλλά τίποτα άλλο δεν θα πω. Όχι άλλα λόγια. Τους δώσαμε θάρρος, κατάλαβες; Κουράστηκα, κατάλαβες;
Κι άσε με να βγω έξω αξύριστος, με το σκισμένο τζιν. Πάω να περπατήσω στις γραμμές.
Πάντα μ' άρεσε ν’ ακολουθώ τα τρένα…
Ξέρεις !!!
Θα γυρίσω… Δε θ’ αργήσω।

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

Μια ζωγραφιά!

Μου χτυπάει το παράθυρο ο ύπνος κι εγώ επίμονα τον διώχνω.
Απλά απόψε θέλω να χορτάσω τη νύχτα.
Ολομόναχος…
Βυθισμένος σε μια αυγουστιάτικη εικόνα-ζωγραφιά, φοράω ένα αόριστο χαμόγελο στα χείλη, υπόνοια

Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

Οπισθόφυλλο

Αν στέρηση είναι να μην έχεις αυτό που επιθυμείς, ανικανοποίητο είναι να έχεις μεν αυτό που επιθυμείς, αλλά να μη σου προσφέρει τη γεύση που περιμένεις να σου προσφέρει. Η απόκτησή του να αποδεικνύεται απογοητευτική. Ο άνθρωπος σήμερα μαραίνεται μέσα στην εποχή του ανικανοποίητου. Και αν, όταν στερείσαι, μπορείς να ονειρεύεσαι και να προσδοκάς, μέσα στην ανικανοποίητη καθημερινότητα και τις απανωτές απογοητεύσεις - όχι από αυτά που δεν έχεις, αλλά από αυτά που έχεις - δεν ξέρεις πια τι ακριβώς να επιθυμήσεις.
Από παντού ακούς χείλη πικρά να συμπεραίνουν πως δεν υπάρχει συναίσθημα, δεν υπάρχει φιλία, δεν υπάρχει εμπιστοσύνη, αξίες, φιλότιμο. Οι άνθρωποι παραπονιούνται πως δεν τους αγαπούν. Είναι εξάρτηση να περιμένεις από τους άλλους να


Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

Η αλληγορία των βατράχων

Κάποτε έγινε ένας αγώνας βατράχων!
Στόχος να ανέβουν στην ψηλότερη κορυφή ενός πύργου.
Πολλοί άνθρωποι μαζεύτηκαν να τους υποστηρίξουν.
Ο αγώνας άρχισε!
Στην πραγματικότητα οι άνθρωποι δεν πίστευαν ότι ήταν εφικτό να ανέβουν οι βάτραχοι στην κορυφή του πύργου και το μόνο που άκουγες ήταν: «Τι κόπος! Ποτέ δεν θα τα καταφέρουν!»
Οι βάτραχοι άρχισαν να

Κυριακή 21 Αυγούστου 2011

Σήκω και χόρεψε

Περπάτα...
Πήγαινε εκεί που δεν πήγες ποτέ, εκεί που δεν πήγε κανείς.
Κάνε αυτά που οι άλλοι ονειρεύονται κι εσύ μπορείς να τα πραγματοποιήσεις.
Και μη σταματάς.
Μην αφήσεις τίποτα να σε σταματήσει.
Προχώρα στη συννεφιά, στην καταιγίδα, στο χαλάζι και στο χιόνι.
Μη σε πτοεί ο αέρας, τα φύλλα που πέφτουν στα μαλλιά σου, η σκόνη που πέφτει στο πρόσωπο σου και το νερό που μουσκεύει το σώμα σου.
Μην αφήσεις κανέναν περαστικό να καθοδηγήσει το δρόμο σου.
Αγάπησε ότι βρεις στο δρόμο σου: τα δέντρα, τα πουλιά, τη φύση, το περιβάλλον.
Αγάπα ακόμα και αυτά που σε δυσκολεύουν όπως είναι η βροχή.

Όλοι αυτοί οι άλλοι

Είναι όλοι αυτοί οι άλλοι που σε κυκλώνουν, αυτοί που συμπαθείς, αυτοί που αντιπαθείς. Κι όταν χαθούν, μένεις μόνη μ’ έναν μόνο άνθρωπο, είτε τον συμπαθείς, είτε τον αντιπαθείς. Και μπορεί να θες να χαθείς στην αγκαλιά του σαν να ήταν ο καλύτερός σου φίλος ή να τον μισείς και να τον φοβάσαι όπως ένα μικρό παιδί φοβάται το σκοτάδι.
Αυτός ο άνθρωπος είναι ο εαυτός σου.


Είναι όλοι αυτοί οι άλλοι που σε κυκλώνουν και σε κάνουν να νομίζεις ότι είσαι κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είσαι.
Κι όταν χαθούν, τότε θα είσαι ή σε μια ζεστή αγκαλιά ή στο σκοτάδι.

Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

Η κουρτίνα

Φεύγεις καμιά φορά και χάνεσαι... πίσω από κουρτίνες χειροποίητες που τις υφαίνεις στο χέρι μέρα με τη μέρα. Να μη δουν οι άλλοι, να μη νιώσουν, να μην αγγίξουν, να μη σπάσουν τίποτα.
Και μια μέρα η κουρτίνα ανοίγει και κάποιος σε βλέπει εκεί γυμνή.
Και δεν έχεις άλλη επιλογή παρά να παραδοθείς ολόγυμνη. Γιατί κατά βάθος


Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

Χαμογέλα λίγο...

«Χαμογέλα λίγο, μωρέ Αγγέλα. Ένα παιχνίδι είναι η ζωή, αν δεν το παίξεις, πως θα τη διασκεδάσεις;»
«Μάλλον έχασα στον πρώτο γύρο και δε με παίζουν πια, κυρία Ρούλα».
«Θα σε παίξουν άλλοι. Κάνε δυο δρασκελιές παρακάτω και θα δεις για πότε θα τους βρεις».
«Μπα, νομίζω πως μεγάλωσα απότομα. Δεν είμαι για παιχνίδια πια...»
«Δε σταματάει το παιχνίδι επειδή μεγαλώσαμε Αγγέλα.
Μεγαλώνουμε επειδή σταματάμε να παίζουμε…»

από το βιβλίο της Μικαέλα Σφηνιά ''Παίξε μαζί μου'' εκδόσεις Καστανιώτη

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

Η καρδιά σμίγει ό,τι ο νους χωρίζει

-Παππού αγαπημένε, είπα, δώσε μου μια προσταγή.
-Φτάσε όπου μπορείς παιδί μου...
-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσε μου μια πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
-Φτάσε όπου ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ παιδί μου !

Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου!
Να σπας τα σύνορα! Ν΄αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου!
Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!

Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα.

(Αποσπάσματα: Ν. Καζαντζάκης)

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Με φράουλα

I held a moment in my hand
brilliant as a star
fragile as a flower.
A tiny sliver of one hour.
I dropped it carelessly…
Ah, I didn't know
I held opportunity.
Hazel Lee

Κοιτάζω πίσω μου και βλέπω τις μικρές πολύτιμες στιγμές μου να με ακολουθούν.
Στιγμές σαν φωτογραφίες στο άλμπουμ της ψυχής... στιγμιότυπα απ’ όλα όσα αξιώνουν τη ζωή.
Θυμάσαι; θυμάσαι; θυμάσαι; μου ψιθυρίζουν....
Φυσικά και θυμάμαι, τους χαμογελώ...
«Στιγμές» που άνοιξαν τον βηματισμό τους και με προσπέρασαν, άλλες που ξέμειναν πίσω κι άλλες που ακόμα περπατούν πλάι μου.
Κανείς δεν χάνεται όταν ακολουθεί τον δρόμο της καρδιάς του…

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Η αίσθηση ότι δεν είσαι μόνος

Ο πραγματικός χρόνος

Μια μέρα, ένας ερευνητής διαισθάνθηκε ότι έπρεπε να πάει προς την πόλη του Καμίρ. Είχε μάθει να δίνει μεγάλη σημασία στα προαισθήματά του, που πήγαζαν από ένα μέρος δικό του μεν, άγνωστο δε.
Μετά από δύο μέρες πορείας στους σκονισμένους δρόμους , διέκρινε από μακριά το Καμίρ. Λίγο πριν φτάσει στο χωριό, του τράβηξε την προσοχή ένας λόφος, δεξιά από το μονοπάτι.
Μια μπρούτζινη πορτούλα τον προσκαλούσε να μπει. Ο ερευνητής πέρασε στην είσοδο κι άρχιζε να βαδίζει αργά δίπλα στις λευκές πέτρες που ήταν τοποθετημένες ανάκατα ανάμεσα στα δέντρα. Άφησε το βλέμμα του να ξαποστάσει σαν την πεταλούδα , σε κάθε λεπτομέρεια του πολύχρωμου αυτού παραδείσου.
Τα μάτια του, όμως, ήταν μάτια ερευνητή, κι ίσως γι' αυτό ανακάλυψε εκείνη την επιγραφή πάνω σε μια από τις πέτρες:

Τα γυαλιά μου!!!

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Ποτέ δεν έχεις δει τον κόσμο όπως είναι .
Πάντα τον βλέπεις όπως είσαι .
Κι όταν όλα σού φαίνονται παρόμοια και η ψυχή σου παύει να διακρίνει αποχρώσεις, δεν είναι ο κόσμος που ξεθώριασε, ούτε πως ξέχασαν τα μάτια σου τα χρώματα.


Απλά δεν αποτιμούνται εύκολα τα όνειρα, οι ζωγραφιές, τα ηλιοβασιλέματα και οι αγάπες.


Την ώρα που τεντώνεις τη χορδή γεννιέται και πεθαίνει ο στόχος.

Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

Μεγάλη Παρασκευή

Κι εσύ εκεί με το κερί στο χέρι.
Να περιμένεις να φωτίσει ο κόσμος σου με των ματιών σου τη φλόγα.
Απλός θεατής της ζωής σου βλέπεις το φιτίλι να φωτίζει.
Λιώνει και το κερί και σου καίει το κορμί.
Στάζει κι αυτό στο παλτό της ζωής σου.
Λερώνει.
Δεν βγαίνει.
Και είναι και το καλό σου παλτό.
Σαν αυτό που πήγαινες από μικρός στην εκκλησιά.
Ατσαλάκωτος, αλέκιαστος, καθαρός.

Μην φοβάσαι τον λεκέ.
Εκεί είναι η αξία κολλητέ!!!
Όχι να κρύβεις τον λεκέ.
Να εκτιμάς το κερί.
Και το χέρι σου, που καίγεται κρατώντας το...

Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Fugit inreparabile tempus

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.
Κωνσταντίνος Καβάφης (από το "Απ' τες εννιά")

Η ζωή τρέχει, ο κόσμος τρέχει, ο χρόνος τρέχει... όλα τρέχουν!
Πριν προλάβεις να σκάσεις ένα χαμόγελο, ρίχνεις ένα δάκρυ. Πριν προλάβεις να σκουπίσεις το δάκρυ, πέφτεις. Κι εκεί που προσπαθείς να σηκωθείς, ένας άνθρωπος σου δίνει το χέρι του. Ίσως και την καρδιά του. Εκεί που χαίρεσαι που σηκώνεσαι, ξαναπέφτεις.
Αυτό είναι η ζωή: σκαμπανεβάσματα, και κυρίως ψυχικά.
Αξίζει να χαίρεσαι όταν ξέρεις ότι σε λίγο θα λυπηθείς;
Αξίζει να λυπάσαι όταν ξέρεις ότι σε λίγο θα χαρείς;
Τι αξίζει τελικά;
ΟΛΑ αξίζουν.
ΖΗΣΕ! και μην κυνηγάς τον χρόνο. Είσαι σαν

Επιτύμβιον

Πέθανες- κι έγινες και συ:
ο καλός, ο λαμπρός άνθρωπος,
ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Tριάντα έξη στέφανα σε συνοδέψανε,
τρεις λόγοι αντιπροέδρων,
Eφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες
υπηρεσίες που προσέφερες.

A, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο τόξερα τί κάθαρμα ήσουν,τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.
Kοιμού εν ειρήνη, δεν θα ‘ρθώ την ησυχία σου να ταράξω.
(Eγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω. Πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο.)
Kοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
O λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

Δε θά ‘σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.
Μ. Αναγνωστακης

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις, να 'ρχονται οι Άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις, να 'ρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια του κήπου με χρωματιστά φορέματα, και συ να λείπεις, οι νέοι να κολυμπάνε το μεσημέρι, και συ να λείπεις, ένα ανθισμένο δέντρο να σκύβει στο νερό, πολλές σημαίες ν' ανεμίζουν στα μπαλκόνια, και συ να λείπεις, κι ύστερα ένα κλειδί να στρίβει η κάμαρα να 'ναι σκοτεινή, δυο στόματα να φιλιούνται στον ίσκιο, και συ να λείπεις, σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται, και σένανε να σου λείπουν τα χέρια, δυο κορμιά να παίρνονται, και συ να κοιμάσαι κάτου απ' το χώμα, και τα κουμπιά του σακακιού σου ν' αντέχουν πιότερο από σένα κάτου απ' το χώμα κι η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου να μη λιώνει, όταν η καρδιά σου, που τόσο αγάπησε τον κόσμο, θα 'χει λιώσει. Να λείπεις- δεν είναι τίποτα να λείπεις. Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει, θα 'σαι για πάντα μέσα σ' όλα εκείνα που γι' αυτά έχεις λείψει, θα 'σαι για πάντα μέσα σ' όλο τον κόσμο (μου). Γιάννης Ρίτσος

Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Μεγάλος, όπως Χατζιδάκις...(4)
Δεν θέλω τις μεγάλες αλήθειες
να μου τις τυλίγεις δώρο και να μου τις προσφέρεις.
Δεν θέλω ειλικρίνεια
γιατί τάχα μεγάλωσα και την αντέχω.
Δεν θέλω να μου πεις την πραγματικότητα
επειδή μπορεί να αντέχω τα χτυπήματα.

Θέλω να μου πεις παραμύθια.
Λόγια που λες και δεν έχεις ξαναπεί.
Θέλω να μην έχει δράκο πουθενά
παρά μονάχα όμορφα λιβάδια και σπιτάκι με αυλή
Θέλω παραμύθι να μου πεις.
Άσε την αλήθεια για λίγο στην άκρη,
πες πως παιδί παρέμεινα
και τις αλήθειες του κόσμου σου εγώ δεν τις αντέχω

Μην μου πεις λόγια που μοιράστηκες
με τα κορμιά που κοιμήθηκες μαζί τους.
Πες μου πως η ψυχή σου
ένα αποτύπωμα έγινε
να ταιριάξει με τη δική μου.

Natalia

Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Επειδή σήμερα είναι η μέρα της γυναίκας... ένα ερωτικό και πονεσιάρικο τραγουδάκι:
Έμεινα εδώ - Στέλιος Ρόκκος

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι να ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μένει η σκέψη σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνηση το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβαλείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι να ναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωινά να είναι
που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένες πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά…
Οι εργάτες φωνάζουν για ψωμί
οι έμποροι φωνάζουν γι’ αγορές,
οι άνεργοι πεινούσαν
τώρα πεινάνε κι όσοι εργάζονται.
Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι
κηρύχνουν τη λιτότητα,
αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσίματα
ζητάνε θυσίες.
Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους
για τις μεγάλες εποχές που θα’ρθουν.
Αυτοί που τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο
λεν πως είναι τέχνη να κυβερνάς το λαό.
Είναι πολύ δύσκολη για τους ανθρώπους του λαού!

Στίχοι: Bertolt Brecht
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Γ. Κούτρας & Θ. Μικρούτσικος

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Άνοιξη!Τι κι αν ο καιρός είναι χειμωνιάτικος, ημερολογιακά μπήκε η άνοιξη!
Ίσως η καλύτερη εποχή του χρόνου.

Δεν μπορείς στο μυαλό μου να μπειςνα διαβάσεις την κάθε μου σκέψη,
μα μπορείς μια κουβέντα να πεις
και να πάρει η ζωή άλλη γεύση.

Δεν μπορείς την ψυχή μου να δεις
δεν το νιώθεις εκείνο που νιώθει
μα για λίγο μπορείς να βρεθείς
στη δική μου απέναντι όχθη.

Ήρθες τον ήλιο να βρεις
κι είμαι παιδί της βροχής...

Σαν μικρή προσευχή, το όνομά σου στα χείλη μου πιάνω
έχω εμπιστευθεί, την καρδιά μου στα χέρια σου πάνω
ένα φως ανοιχτό, βρήκα μέσα στη νύχτα του κόσμου
μην μου κάνεις κακό,την αγάπη σου δώσ' μου...

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Ξύπνησα με έμπνευση.
Κάνεις λάθος, αν νομίζεις ότι δεν θα επιμείνω.
Θα γράψω για τα λάθη.
Λάθη ορθογραφικά, γλωσσικά, συντακτικά, φραστικά, λάθη ηθικά, επιπόλαια, μοιραία, βασικά, επικίνδυνα, μεγάλα, ασυγχώρητα.
Λάθη στην εξωτερική πολιτική, την οικονομική, λάθη τακτικής, λάθος επιλογές,
λάθος άνθρωποι σε λάθος θέσεις.
Λάθος οι προηγούμενοι, λάθος οι νυν, λάθος και οι επόμενοι.
Όλα τα λάθη εδώ πληρώνονται.
Κανένα λάθος δεν αναγνωρίζεται μετά την απομάκρυνση από το ταμείο.
Λάθη είμαστε κι ανθρώπους κάνουμε.
…κι η φωτογραφία πάνω κατά λάθος!

κι ένα σωρό τραγούδια για λάθη μικρά και λάθη μεγάλα:
είσαι το λάθος της ζωής μου το μεγάλο
ασυγχώρητό μου παραστράτημα, λάθος μου μοιραίο και μεγάλο
ιστορία μου, αμαρτία μου, λάθος μου μεγάλο
λάθος δρόμο πήραμε καρδιά…

Όσο μεγαλώνω κι ωριμάζω, αγαπώ περισσότερο τα λάθη μου!
Τόσα χρόνια μου τα λέγανε ανάποδα:
το σωστό είναι λάθος και το λάθος σωστό.
Δεν κάνω λάθος.

Κυριακή πρωί στο χωριό.
Οι άριες του Παπα-Θανάση από τα μεγάφωνα της εκκλησίας στη διαπασών κι εγώ προσπαθώ να γράψω.
Άραγε δικό μου ή δικό τους το λάθος;


Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Κάποτε σ’ έναν ιερέα είχαν οργανώσει δείπνο αποχαιρετισμού για να εορτάσουν τα 25 χρόνια ιεροσύνης του στην εκκλησία της συνοικίας.
Ήταν καλεσμένος κι ένας βουλευτής για να εκφωνήσει λόγο προς τιμή του αλλά επειδή καθυστερούσε, ο ιερέας αποφάσισε να πει λίγες κουβέντες ώστε να καλύψει τον κενό χρόνο της καθυστέρησης.
- Η πρώτη μου εντύπωση για το εκκλησιαστικό κοινό υπήρξε ιδιαίτερα αρνητική. Όλα συνέβησαν μόλις στην πρώτη εξομολόγηση που έτυχε να ακούσω. Μόλις τελείωσε η εξομολόγηση σκέφτηκα ότι με είχε στείλει ο Επίσκοπος σε ένα χώρο φοβερό, μιας και το πρώτο πρόσωπο που μου εξομολογήθηκε, μου είπε ότι είχε ληστέψει μία γριούλα, ότι είχε ληστέψει τους γονείς του, ότι είχε ληστέψει επίσης την επιχείρηση όπου εργαζόταν και επιπλέον ότι είχε σεξουαλικές σχέσεις με την γυναίκα του εργοδότη του. Ήταν αδίστακτος. Πολλές φορές έκανε λαθρεμπόριο και εμπόριο ναρκωτικών. Και το σημαντικότερο τελειώνοντας, εξομολογήθηκε ότι είχε μεταδώσει μία σεξουαλική ασθένεια στην αδελφή του.
Έμεινα κατάπληκτος και φοβήθηκα. Αλλά, με το πέρασμα του χρόνου, γνώρισα περισσότερα πράγματα για τον κόσμο της ενορίας και διαπίστωσα ότι δεν ήσαν όλοι ίδιοι. Είδα μία συνοικία γεμάτη με υπεύθυνο κόσμο, με ηθικές αξίες, και γεμάτο πίστη στον Θεό. Και έτσι έχω ζήσει 25 χρόνια εδώ, τα πιο θαυμάσια της ιεροσύνης μου.
Ακριβώς την στιγμή που τελείωσε το λόγο του έφθασε ο βουλευτής, προς τον οποίο και έδωσε το βήμα για την ομιλία.. Φυσικά και ζήτησε συγνώμη ο βουλευτής επειδή καθυστέρησε και άρχισε να ομιλεί, λέγοντας:

«Ποτέ δεν θα λησμονήσω την πρώτη ημέρα που έφθασε ο αγιότατος πατέρας στην εκκλησιαστική συνοικία μας, κι αυτό διότι έτυχα της τιμής να εξομολογηθώ πρώτος σ’ αυτόν...»

Λεκές

Έχει μείνει καφές στο φλιτζάνι
και στο τζάμι σταγόνες βροχής...


Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011


Στην ζωή μου είμαι κάποιος απ' όλους εσάς.
Εδώ είμαι ένας ανοιχτός μπλε ορίζοντας.

Μια γραμμή που ποτέ δεν τη φτάνεις.
Κι αν δεις την ψυχή μου με ματωμένα γόνατα μην τρομάξεις!
Από το παιχνίδι είναι...
Όλα τα απογεύματα της ζωής τα πέρασα παίζοντας με τα όνειρά μου…

Μια στάση εδώ.
Για μένα. Άλλη μία!
Την άνοιξη πάλι.


Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς που αρρώστησε βαριά. Τόσο βαριά που έταξε το μισό του βασίλειο σε όποιον θα τον γιάτρευε.
Όσο όμως κι αν προσπάθησαν οι γιατροί, οι σοφοί και οι μάγοι, κανείς δεν κατάφερε να τον γιατρέψει.
Μια μέρα ένας γέρος σοφός είπε πως ο βασιλιάς θα γίνει καλά αν φορέσει το πουκάμισο του πιο ευτυχισμένου ανθρώπου που ζούσε στο βασίλειο.
Ξαμολήθηκαν στρατιώτες, αυλικοί και ο γιος του ο μονάκριβος να βρουν τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο του βασιλείου.

Όσο όμως κι αν έψαξαν πουθενά δεν τον απάντησαν. Ο ένας ήταν γερός αλλά φτωχός. Ο άλλος ήταν πλούσιος αλλά άρρωστος. Ο τρίτος ήταν και γερός και πλούσιος αλλά είχε κακιά γυναίκα. Ο τέταρτος ήταν και γερός και πλούσιος και καλή γυναίκα είχε αλλά είχε κακά παιδιά και πάει λέγοντας. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην έχει ένα τουλάχιστον παράπονο από τη ζωή του.


Μια μέρα όμως το βασιλόπουλο περνώντας με τους στρατιώτες του μέσα από ένα δάσος άκουσε από το ανοιχτό παραθύρι μιας καλύβας μια φωνή να λέει:

"Δόξα τω Θεώ, σήμερα δούλεψα, κουράστηκα, έφαγα, ας κοιμηθώ τώρα".

Χάρηκε το βασιλόπουλο που επιτέλους βρήκε έναν ευτυχισμένο άνθρωπο και διέταξε αμέσως τους στρατιώτες του να μπουν στο καλύβι και δίνοντας στον άνθρωπο όσα φλουριά επιθυμούσε να πάρουν το πουκάμισό του.

Μπήκαν οι στρατιώτες στο καλύβι, αλλά ο άνθρωπος ήταν τόσο φτωχός που... δεν είχε ούτε πουκάμισο...

Λέον Τολστόι

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΤΑΓΗ
Προς απάσας τας αρχάς που διοικούν το χωρίον Ματαράγκα Καρδίτσης:

Δήμαρχο, ιερέα του χωριού, Δάσκαλο και απαντάς τους προύχοντας του χωριού.

Ήλθα εις Ματαράγκαν κατόπιν διαταγής του Διοικητού μου μετά ενός χωροφύλακος προς επιβολήν της τάξεως από άκρου εις άκρον του χωρίου ευ χρονοτριβής και άμεσα.

Πάραφτα να εφαρμόσετε απάσας τας εξίς διαταγάς μου:
1) Αν ξανασιμβή τιάφτη πράξης εν τω χωρίο να γνορίζετε ότι -θα σας συλλάβω και άνεφ χρονοτριβής άμεσος θα σας κλείσο στη φυλακή. Όταν πέζουν τα κλαρίνα και τα μουσικά όργανα στο σιργιάνη στο πανιγίρη και στο γάμο πρέπη να χορέβουν μπροστά άπαντες που επιθιμούν να χορέψουν και όχι μόνο ο ίδιος άνθροπος.
Αφτό είνε γαηδουριά.
2) Μου αναφέρθικε ότι ο γάηδαρος του χαντζόπουλου τον Σεπτεμρίο μπίκε στο καλαμπόκ του Βάιου( ας μην αναγράψο το επίθετο )και ο Βάιος εκνεβρίστικε και καρφοσε τον γάηδαρο με τιν αξάλη στο ένα καπούλη. Καταλαβένετε ότι ο γάηδαρος δεν είναι ο όνος αλά ο Βάιος. Άνεφ πολόν σκέψεον καταλαβενη κάνης ότι το κεφάλη δεν εχη μιαλό αλά κολοκιθόσπορο. Απαγορεύετε να ζαναγίνη εκ νεου τετιο απαράδεκτο η παρόμιο πράγμα,
3) Πίγα στο μαγαζη για καφε και από εξο βρομούσε κατρουλιό. Απαγερευετε να κατουράτε έξω στον τιχο του μαγαζιού.
4) Απαγορεύετε το βρισίδιν το φονασκίν και εντός του καφενίου το ανεμίζιν διότι είναι χιμόνας και εσθάνετε τις αποφορά από τι βρόμα. Όστις επιθιμη να ανεμιστη να εξερχετε εξοθεν του καφενίου.
5) Ίδα πολες γυνεκες να πιάνουν τη σιγγουνα μετά του υποκαμίσου να το τραβούν προ τα έμπροσθεν να ανίγουν τα πόδια και να ουρούν ορθίος. Το τιούτον είναι απαράδεκτο και πρεπη άνεφ χρονοτριβίς να τις βρακόσετε άπαξ και διαπαντός.
6) Όταν λίαν προίαν πάτε τα γελάδια στο γελαδάρη και γιρίζοντας πρεπη ανιπερθετοί να μαζεβετε τις βονιες των ζώον από το δρόμο, το ίδιο να κάνετε και το βράδη διότι δεν εχη που να πατίση όστις βαδίζη εις τας οδούς του χωρίου. Και εκτός του τιουτο σας χριάζοντε αι βονιες να ζεστενεστε στο μπουχαρί το χιμόνα με τα κρια.
7) Σε καθε πανιγίρι αποκριές πάσχα και γάμους που βαδίζη καλοντιμένος ο κόσμος κ πάι στην Εκλισία και μετά χορεβη στο σιργιάνια και στους γάμους πρεπη άπαντα τα σκυλιά να είναι δεμένα δια χονδρόν αλισίδεον και σχινίον προς αποφιγίν ατιχιμάτων εκ τον σκιλοδακομάτων.
8) Να μίν πίνετε πολί ινοπνευματόδη ποτά τσίπουρα και ίνους και μετά ξερνοβολατε και κάνετε χαζαμάρες.
9) Να τιρίσετε άνεφ αντιρίσεος και χρονοτριβης την άνοθεν τάφτην διαταγην μου άνθροπη σκυλη και γινεκες διότι όπιος συληφθη παραβάτις θα τον σιλάβο και (….) αλίμονο του θα τον ταραξο και θα τον μαβρίσο στο ξιλο.
Να με σινχοριτε αν έκανα κάπιο σιντακτικό λάθος καθότι τελίοσα και εγώ την τρίτη τάξη του Δημοτικού σχολίου διότι δεν με έστιλε ο πατέρας μου από το χωρίον στιν Λάρισαν για να μάθο περισσότερα. Σαν καραγκούνις που είμε και εγό λαβένετε άπαντες τας γραφάς μου τας οπίας θέλετε δεν θέλετε θα τας τιρίσετε ερθέτος.

Εν Ματαράγκα τη 8η Δεκεμβρίου 1907
Ο Διοικητής του Χωρίου
Νικόλαος Παπακωνσταντίνου
Υπονωματάρχης



Σε τι συρτάρι να κλείσεις τον άνεμο που να ακούγεται και το βουητό του;
Το τιτίβισμα του πουλιού πως ζωγραφίζεται;
Και το βότσαλο που βγάζω από το γιαλό, πόσο είναι το ίδιο βότσαλο που κοίταζα στον βυθό να λαμπυρίζει;
Κακέκτυπα της ζωής είναι τα έργα μας, και τα πιο επιτυχημένα.
Και η χειρότερη στιγμή που ζούμε είναι αξιότερη απ’ την καλύτερη στιγμή που περιγράφουμε.

Μ. Βαμβουνάκη – Η μοναξιά είναι από χώμα

Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Παραλίγο να το ξεχάσω ότι σήμερα είναι του Αγίου Βαλεντίνου!
«Άκου να σου πω» είπε ο χρόνος στην απουσία …
«σε βλέπω πάντα λυπημένη και στενοχωριέμαι. Αποφάσισα να σε λέω ανάμνηση και θα σε κάνω πιο όμορφη κι από την παρουσία».
«Δεν θέλω να με κάνεις πιο όμορφη … κάνε με πιο χαρούμενη, αν μπορείς… »

Άντε κι ένας Αντύπας στη διαπασών για να "σπάσει" λίγο η πολλή κουλτούρα...


Ο Olivier Clerc, συγγραφέας και φιλόσοφος, με αυτή τη μικρή ιστοριούλα, μέσω της αλληγορίας, εμφανίζει τα καταστροφικά αποτελέσματα της μη συνειδητοποιήσεως των αλλαγών, που επηρεάζουν δυσμενώς, την υγεία μας, τις μεταξύ μας σχέσεις, την κοινωνική εξέλιξη και το περιβάλλον.

Φανταστείτε μια κατσαρόλα γεμάτη κρύο νερό που μέσα της κολυμπά ανέμελα ένα βατραχάκι. Κάτω από την κατσαρόλα, ανάβουμε μια μικρή φωτιά έτσι ώστε το νερό να αρχίσει να ζεσταίνεται πολύ-πολύ σιγά.

Το νερό αρχίζει, σιγά-σιγά να γίνεται χλιαρό και το βατραχάκι βρίσκοντάς το μάλλον ευχάριστο, συνεχίζει να κολυμπά, ανέμελο και χαρούμενο. Η θερμοκρασία του νερού, συνεχίζει να ανεβαίνει αργά αλλά σταθερά. Τώρα το νερό είναι πιο ζεστό από ότι το βατραχάκι θεωρούσε ευχάριστο, αισθάνεται κουρασμένο, αλλά παρόλα αυτά δεν αισθάνεται ακόμα φόβο.
Μετά από λίγο, το νερό είναι πραγματικά ζεστό, και το βατραχάκι αρχίζει να αισθάνεται δυσάρεστα, αλλά είναι εξουθενωμένο. Γι' αυτό τον λόγο υπομένει και δεν αντιδρά. Η θερμοκρασία συνεχίζει να ανεβαίνει, έως ότου το βατραχάκι καταλήξει να βράσει και ως εκ τούτου να πεθάνει.
Εάν ρίχναμε το ίδιο βατραχάκι κατευθείαν σε νερό θερμοκρασίας 50 βαθμών, με μια εκτίναξη των ποδιών του, θα είχε πηδήξει αμέσως έξω από την κατσαρόλα.

Αυτό, αποδεικνύει, ότι όταν μια αλλαγή γίνει με τρόπο επαρκώς αργό, διαφεύγει της συνειδήσεως και στην πλειονότητα των περιπτώσεων, δεν προκαλεί καμία αντίδραση, καμία αντίσταση, καμία επανάσταση.

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε να ζει αιώνια. Είχε όλα τα καλά. Ήταν νέος, γερός, αγαπούσε την οικογένειά του και χαιρόταν τη ζωή.
Πάει μια μέρα πιο πέρα απ’ το χωριό, στον σοφό γέρο του δάσους και του λέει:
Ξέρεις ποιο είναι το μυστικό για να ζήσω αιώνια;
"Εγώ", του λέει αυτός, "θα ζήσω μέχρι να πέσουν όλα τα δέντρα του δάσους".
"Α, όχι, αυτό δεν μου κάνει. Κάποτε θα πέσουν τα δέντρα. Δεν είναι αυτό που ζητώ". "Ε, τότε, πήγαινε να βρεις το γέρο της λίμνης, αυτός είναι πιο γέρος κι από μένα, μπορεί να ξέρει το μυστικό".
Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει φτάνει κάποτε στο γέρο της λίμνης που τον βρίσκει να πίνει το νερό της λίμνης πεσμένος μπρούμυτα.
"Ξέρεις πώς θα μπορέσω να ζήσω αιώνια;", τον ρωτά.
"Εγώ", του λέει αυτός, "θα ζήσω μέχρι να στερέψει ετούτη η λίμνη".
"Α, όχι, δε θέλω", λέει στενάχωρος ο χωρικός. "Σίγουρα θα έρθει μια μέρα που το νερό της λίμνης θα στερέψει και τότε κι εσύ κι εγώ θα πεθάνουμε".
"Πήγαινε τότε να βρεις τον γέρο του βουνού", του απαντά ο γέρος της λίμνης, "αυτός είναι πιο γέρος κι από μένα, κάτι παραπάνω θα ξέρει".

Παίρνει το δισάκι του στον ώμο ο χωρικός, περνά ραχούλες, βουνά και κάμπους, φτάνει μια μέρα στον γέρο του βουνού που ήταν στ' αλήθεια πάρα πολύ γέρος.
"Ξέρω γιατί ήρθες" του λέει, "ψάχνεις να βρεις πώς θα μπορέσεις να ζήσεις αιώνια. Εγώ θα ζήσω μέχρι να πέσει ετούτο το βουνό", του λέει.
"Αυτό μάλιστα! Θα μείνω μαζί σου!" απάντησε κι έμεινε μαζί του.
Πέρασαν αιώνες μαζί κι έγιναν αχώριστοι φίλοι.

Κάποτε όμως, καθισμένος καθώς ήτανε πάνω στην κορφή του βουνού, ο χωρικός ένιωσε μια βαθιά νοσταλγία για το χωριό του.
"Μη πας", του είπε ο γέρος του βουνού, "το χωριό σου άλλαξε πολύ, οι δικοί σου έχουν πεθάνει όλοι εδώ και πάρα πολλούς αιώνες, καμιά δουλειά δεν έχεις πια εκεί". Το σαράκι όμως τον έτρωγε και ο γέρος κατάλαβε πως το 'χε πια πάρει απόφαση και πως τίποτα δεν θα τον σταματούσε.
"Πάρε το άλογό μου", του είπε μια μέρα. "Είναι γρήγορο σαν τον άνεμο, σε μια μέρα θα σε πάει και θα σε φέρει. Μόνο ένα πράγμα πρόσεξε: μη κατέβεις ούτε μια στιγμή από τη σέλα του γιατί θα πάθεις μεγάλο κακό. Για κανέναν λόγο δεν θα κατέβεις, εντάξει;"

Συμφώνησε ο χωρικός, καβαλίκεψε το άτι και πριν προλάβει να πει κίμινο έφτασε έξω απ' το χωριό του. Ίδιο το ποτάμι, ίδιος ο κάμπος που το περιτριγύριζε, μπαίνει μέσα και τι να δει; Δεν αναγνώριζε τίποτα. Μεγάλοι δρόμοι, μεγάλα σπίτια, σήματα κόκκινα και πράσινα, όλοι άγνωστοι. Σεργιάνισε από δω, σεργιάνισε από κει, το βράδυ πήρε λυπημένος το δρόμο για το βουνό.

Στο δρόμο ξαφνικά συναντά στη μέση του πουθενά ένα χαλασμένο κάρο που η μια του ρόδα είχε φύγει και γύρω στοίβες παπούτσια τρύπια. Ένα γεράκος καθόταν κι έκλαιγε τη μοίρα του.
"Βοήθα με παλικάρι μου να φτιάξω το κάρο μου, σε παρακαλώ", του λέει.
"Θα σε βοηθούσα" του απαντά, "αλλά δεν πρέπει με τίποτα να κατέβω από το άλογό μου, λυπάμαι...".
Έπεσε σε απελπισία ο γέρος, τον λυπήθηκε το καλό το παλικάρι, κατέβηκε απ' το άλογο και έβαλε τον τροχό στη θέση του. Πάνω που πήγε να βάλει το πόδι στη σέλα, ένα σύννεφο σκέπασε τη σελήνη και μια ανατριχίλα διέτρεξε το κορμί του απ΄ το απαλό χέρι του γέρου που ακούμπησε το δικό του.
"Ποιος είσαι;" τον ρωτά, "και τι είναι όλα αυτά τα τρύπια παπούτσια;"
"Είμαι ο Θάνατος και όλα αυτά που βλέπεις είναι τα παπούτσια που χάλασα για χάρη σου κυνηγώντας σε τόσα χρόνια..."
Άντε ν’ ανοίξεις την πόρτα.
Μπορεί να είναι έξω ένα δέντρο, ή ένα δάσος, ένας κήπος ή μια μαγική πόλη.
Πήγαινε ν’ ανοίξεις την πόρτα.
Μπορεί να ψάχνει ένα σκυλί.
Μπορεί να δεις ένα πρόσωπο η ένα μάτι,
ή την εικόνα μιας εικόνας.
Πήγαινε ν’ ανοίξεις την πόρτα.
Αν έχει ομίχλη θα φύγει.

Πήγαινε ν’ ανοίξεις την πόρτα.
Ακόμα κι αν είναι μόνο το σκοτάδι που χτυπά,
ακόμα κι αν είναι μόνο ο απατηλός άνεμος,
ακόμη κι αν τίποτε δεν είναι.
πήγαινε ν’ ανοίξεις την πόρτα.
Τουλάχιστον θα σχηματιστεί ρεύμα.

Miroslav Holub

Φώναζε ο φτωχός πραματευτής:
- Περάστε κόσμε! Πουλώ ένα δάκρυ πολύτιμο!
Περάστε κόσμε ένα γέλιο μονάκριβο πουλώ!
Ε... κόσμε... πουλώ το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον...

Κανείς δεν αγόραζε. Όλοι προτιμούσαν άλλους πάγκους στο παζάρι. Περιουσίες ολόκληρες ξόδευαν αγοράζοντας ψέματα και αυταπάτες.
Όλοι προσπέρασαν τον φτωχό πραματευτή που έβγαλε τη αλήθεια στο σφυρί για να ζήσει.
Τη νύχτα τα άφησε όλα πάνω στον πάγκο του και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Ελεύθερος από λύπη, ελεύθερος από χαρά, από παρελθόν, παρόν και μέλλον, έφτασε στο σπίτι του και πέθανε ήσυχος...

Τα χρόνια πέρασαν. Κάποτε στη θέση του πάγκου του, εκεί καταμεσής στο πολύβουο παζάρι, φύτρωσε μια μηλιά που δεν ήταν κανενός. Μεγάλωσε κι έκανε μήλα. Οι κουρασμένοι περαστικοί αφού αγόραζαν ψέματα και αυταπάτες απ' τους άλλους πάγκους σταματούσαν μπροστά της. Κάτω απ' τον ίσκιο της ξεκουράζονταν. Από τα μήλα της χόρταιναν και ξεδιψούσαν.

Κι έτσι άρχισαν στη ρίζα της να κλαίνε και να γελούν, να αναθυμούνται τη ζωή τους, να ζουν το παρόν τους. Πρώτη φορά να ονειρεύονται το μέλλον τους.
Κι ο φτωχός πραματευτής από ψηλά διασκέδαζε...
Εγώ ρωτώ
Εσύ ρωτάς
Αυτός ρωτά


Εγώ δεν ξέρω
Εσύ δεν ξέρεις
Αυτός δεν ξέρει

Εγώ σιωπώ
Εσύ σιωπάς
Αυτός σιωπά

Όλοι θα κοιμηθούμε
Πολλοί θα ονειρευτούμε
Κάποιοι θα ξυπνήσουμε

Καληνύχτα άνθρωποι
του χτες, του σήμερα, του αύριο
Καλημέρα άγγελοι
του νυν και αεί.

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

??????????????????????


Κανείς δε μπορεί να φτάσει στην αυγή αν δεν περάσει το μονπάτι της νύχτας.


Οι αδύνατοι δεν αγωνίζονται, οι δυνατοί αγωνίζονται ίσως μια ώρα, οι δυνατότεροι πολλά χρόνια, οι πάρα πολύ δυνατοί αγωνίζονται για όλη τους τη ζωή.

Αυτοί είναι απαραίτητοι.


Στη ζωή δεν έχει σημασία πόσες ανάσες παίρνεις αλλά πόσες είναι οι στιγμές που σου κόβουν την ανάσα.





Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011


Μπορείς λοιπόν να κοιτάζεις αδίστακτα απ' αυτό το παράθυρο ή και να βγεις στο δρόμο.

Μια σιωπηλή αγιότητα μένει κάτω απ' τις πράξεις των ανθρώπων.
Μια σκιά μενεξεδένια σωπαίνει στον αριστερό ώμο μιας γυναίκας κουρασμένης απ' τον έρωτα
που γύρισε απ' τ' άλλο της πλευρό κι αποκοιμήθηκε μονάχη.
Μπορείς να κοιτάζεις τα χοντρά σώβρακα στη διπλανή αυλή λεκιασμένα από ονειρώξεις ή τις ξεδιπλωμένες καπότες κάτω απ' τα παγκάκια του πάρκου ή τα κουμπιά απ' τους στηθόδεσμους των γυναικών που έπεσαν στο χορτάρι
σα μικρά, φιλντισένια λουλούδια, λιγάκι πικραμένα που τίποτ' άλλο δεν έχουν πια να δώσουν — άρωμα, γύρη, σπόρο. Τίποτα.

Γι' αυτό κιόλας κρατώ μ' ευγνωμοσύνη αυτό το παράθυρο.

Δε μ' εμποδίζει διόλου να βλέπω και να είμαι, - το αντίθετο μάλιστα.
Όσο για κείνο πού σου 'λεγα : «πιεσμένος ανάμεσα στον τοίχο και στο τζάμι»,
ήταν μια υπερβολή τής άνοιξης, μια υπερβολή
απ' τη σαρκική αφθονία των πράσινων φύλλων.
Το παράθυρο είναι μια εξυπηρετική, τετράγωνη γαλήνη και διαύγεια.

Όταν οι τοίχοι θαμπώνουν το απόβραδο,
αυτό το παράθυρο φέγγει ακόμη σαν από μόνο του∙
διατηρεί κ' επεκτείνει την τελευταία ανταύγεια του ηλιογέρματος,
ρίχνει την αντανάκλασή του στον ισκιωμένο δρόμο,
φωτίζει τα πρόσωπα των περαστικών σα να τα συλλαμβάνει επ' αυτοφώρω
στην πιο ανυπόκριτη στιγμή τους, φωτίζει τους τροχούς των ποδηλάτων
ή τη χρυσή αλυσίδα που βυθίζεται στο στήθος μιας γυναίκας
ή το περίεργο όνομα ενός καραβιού που αράζει στο λιμάνι.

Γ. Ρίτσος – Το παράθυρο (απόσπασμα)
Μια φορά ήταν ένας φτωχός ψαράς, κι όλη νύχτα αγωνιζόταν να πιάσει ψάρι και δεν έπιανε. - Ω, Θεέ μου, δυστυχία! σήμερα θα πεθάνουν τα παιδιά μου απ’ την πείνα, σκέφτηκε.
Του φάνηκε τότε πως τσίμπησε ψάρι και τράβηξε τ’ αγκίστρι. Τι να δει! Ένα ψαράκι χρυσό! Έκανε να το βγάλει απ’ τ’ αγκίστρι κι άκουσε μια φωνή να του λέει:
- Ρίξε το ψαράκι το χρυσό στο γιαλό, και θα δεις καλό.
- Ε, λέει με το νου του, να το ρίξω! Έτσι κι έτσι δεν θα μου κάμει τίποτε ένα ψαράκι.
Και το ‘ριξε στη θάλασσα.
Πάλι ακούει την ίδια φωνή να του λέει:
- Τι καλό θέλεις να σου κάμω;
- Ε, λέει, να πάω στο σπίτι μου και να βρω ψωμιά και φαγητά.
Σαν πήγε στο σπίτι του, τα βρήκε όλα όπως του είπε η φωνή. Είπε την ιστορία όλη στη γυναίκα του.
- Αχ, καλέ, του λέει αυτή, αντί να ζητήσεις, τίποτε καλό, ζήτησες ψωμιά και φαγητά;
- Ε, καλά, της λέει αυτός. Αν το ξαναπιάσω, τι θέλεις να του ζητήσω;
Η γυναίκα τού είπε να ζητήσει παλάτια!
Πήγε ο καημένος ο ψαράς, έριξε το δίχτυ κι έπιασε πάλι το χρυσόψαρο. Έκανε να το βγάλει πάλι απ’ τ’ αγκίστρι και άκουσε τη φωνή:
- Ρίξε το ψαράκι το χρυσό στο γιαλό, και θα δεις καλό.
Το έριξε, κι άκουσε πάλι τη φωνή:
- Τι καλό θέλεις να σου κάμω;
Κι αυτός ζήτησε παλάτια. Πάει στο σπίτι του και τι να δει; Παλάτια ωραιότατα!
- Αχ, του λέει η γυναίκα του, να πας να το ξαναπιάσεις και να του ζητήσεις εσύ να γίνεις βασιλιάς κι εγώ βασίλισσα.
Πήγε πάλι κι έκανε όπως έκανε και τις άλλες φορές, άκουσε τη φωνή και ζήτησε ό,τι του είπε η γυναίκα του.
Σαν πήγε στο σπίτι του, τι να δει;
Μια καλύβα όπως πρώτα, και τα παιδιά του πεινασμένα.
Ανέκδοτο - Σύντομοι διάλογοι

- Πατέρα, πότε επιτέλους θα γεμίσει η πισίνα;
- Σκάσε και φτύνε!!
- Πατέρα, δεν μου αρέσει η γιαγιά.
- Καλά, φάε μόνο τις πατάτες...
- Μαμά Μαμά βαρέθηκα να παίζω με την γιαγιά.
- Καλά Νικολάκη μάζεψε τα κόκαλα και βάλτα πάλι στην ντουλάπα!
- Τι παθαίνουν οι νάνοι όταν βρέχει;
- Το μαθαίνουν τελευταίοι.

-Ποιο είναι το πιο δύσκολο μουσικό όργανο;
- Η φλογέρα, γιατί πρέπει να προσέχεις και τα πρόβατα

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

...θυμάσαι που δανείστηκα το καινούργιο σου αυτοκίνητο και το τράκαρα;
Νόμιζα θα με σκότωνες, μα δεν το έκανες.
Και θυμάσαι τη φορά που επέμενα να πάμε στη θάλασσα κι εσύ μου έλεγες ότι θα βρέξει και έβρεξε;
Νόμισα θα μου έλεγες "Στο'χα πει" μ
α δεν το έκανες.
Θυμάσαι τη φορά που φλέρταρα για να σε κάνω να ζηλέψεις και εσύ ζήλεψες;
Νόμιζα πως θα με παρατούσες, μα δε το έκανες.
Θυμάσαι τη φορά που λέρωσα την ταπετσαρία του αυτοκινήτου σου με κρέμα φράουλα;
Νόμιζα πως θα με χτυπούσες, μα δεν το έκανες.
Και θυμάσαι τη φορά που ξέχασα να σου πω πως ο χορός είναι επίσημος κι ήρθες με μπλουτζίν;
Νόμιζα πως θα έφευγες, αλλά δεν το 'κανες.
Ναι, υπάρχουν χιλιάδες πράγματα που δεν τα έκανες. Αλλά με δέχτηκες και μ' αγάπησες και με προστάτεψες.
Υπάρχουν χιλιάδες πράγματα που θα ήθελα να σου ανταπωδώσω όταν θα γύριζες...
Αλλά δε γύρισες...
Λέο Μπουσκάλια - " Να ζεις, να αγαπάς και να μαθαίνεις"
Η αργία εγέννησε την πενίαν.
Η πενία έτεκεν την πείναν.
Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν.
Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν.
Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν.
Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν.
Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου"
Αλ. Παπαδιαμάντης "Οι έμποροι των εθνών"
Κάποτε, ένας άνθρωπος ταξίδευε και μπήκε τυχαία στον παράδεισο.
Σύμφωνα με την ινδική αντίληψη του παραδείσου, υπάρχουν δέντρα που εκπληρώνουν ευχές.
Εσύ το μόνο που κάνεις είναι να καθίσεις κάτω από ένα τέτοιο δέντρο και να επιθυμίσεις κάτι. Κι αυτό αμέσως γίνεται.
Ο άνθρωπος ήταν κουρασμένος και αποκοιμήθηκε κάτω από το δέντρο των ευχών. Όταν ξύπνησε ένιωσε πολύ πεινασμένος και είπε: "Πώς πεινάω! Αχ, και να έβρισκα λίγο φαγητό!" Και αμέσως από το πουθενά ,το φαγητό φάνηκε να πετάει στον αέρα. Πεινούσε τόσο πολύ που δεν έδωσε σημασία από που ερχόταν το φαγητό. Οταν πεινάς δεν το φιλοσοφείς.
Άρχισε αμέσως να τρώει, και το φαγητό ήταν τόσο νόστιμο... Τώρα ένιωθε ικανοποιημένος.
Μια άλλη σκέψη γεννήθηκε μέσα του: "Ας είχα κάτι να πιώ...." Αμέσως εμφανίστηκε ένα θαυμάσιο κρασί. Πίνοντας ήρεμα το κρασί (?) στη σκιά του δέντρου, άρχισε να αναρωτιέται: "Μα τι γίνεται; Τι συμβαίνει; Ονειρεύομαι ή μήπως υπάρχουν φαντάσματα γύρω μου, που μου παίζουν παιχνίδια;"
Και τότε εμφανίστηκαν τα φαντάσματα... Άρχισε να τρέμει και του γεννήθηκε η σκέψη: "Τώρα σίγουρα θα με σκοτώσουν..."
Και τον σκότωσαν!!!

Το δέντρο που πραγματοποιεί τις ευχές είναι ο νους. Από το μυαλό προέρχονται οι χαρές, οι απολαύσεις, το γέλιο, η λύπη και η μελαγχολία. Κοίταξε βαθειά μέσα σου και... σκέψου το.
-Ποιος είναι ο δυνατός; ρώτησε ξαφνικά το δένδρο.
-Αυτός που περπατά μέσα στη νύχτα μόνος του.
Κι όμως, φοβάται τόσο το σκοτάδι....
Αυτός που περιμένει στην πλαγιά τους λύκους.
Κι ας τρέμει σαν το λαγό ακούγοντας τα ουρλιαχτά τους....
Αυτός που γλιστράει, που γονατίζει, που γεμίζει λάσπες....
Που χώνεται στο θολό ποτάμι, ως το λαιμό.....
Και για μια στιγμή μέσα σε αυτό το χαλασμό, απλώνει τα παγωμένα χέρια του, κόβει κίτρινες μαργαρίτες και στολίζει τα μαλλιά του.

(Εννοείται)
Ήταν κάποτε δύο άγγελοι που ταξίδευαν και σταμάτησαν για να περάσουν τη νύχτα τους στο σπίτι μιας πλούσιας οικογένειας. Η οικογένεια ήταν αγενής και δεν ήθελαν να τους φιλοξενήσουν σε κάποιο από τα δωμάτια του αρχοντικού τους. Αντίθετα, οι άγγελοι έμειναν σε ένα μικρό χώρο στο υπόγειο του σπιτιού.

Καθώς έστρωναν για να κοιμηθούν πάνω στο κρύο πάτωμα, ο γηραιότερος άγγελος είδε μια τρύπα στον τοίχο και την επισκεύασε, καλύπτοντάς την. Όταν ο νεαρότερος άγγελος τον ρώτησε γιατί το έκανε αυτό, ο άλλος του απάντησε ότι «Τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι όπως δείχνουν».

Την επόμενη νύχτα, οι δύο άγγελοι θέλησαν να ξεκουραστούν στο σπίτι μιας πολύ φτωχής, αλλά φιλόξενης οικογένειας αγροτών. Αφού μοιράστηκαν με την οικογένεια το φτωχικό φαγητό τους, το ζευγάρι των αγροτών τους παραχώρησε το κρεβάτι τους για να ξαπλώσουν και να ξεκουραστούν. Μόλις βγήκε ο ήλιος το άλλο πρωί, οι άγγελοι είδαν τον αγρότη και τη γυναίκα του να κλαίνε γιατί η μοναδική τους αγελάδα είχε ψοφήσει κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Ο νεαρός άγγελος θύμωσε πολύ και ρώτησε το γηραιότερο γιατί να συμβαίνει αυτή η αδικία στους καλούς και φτωχούς αυτούς ανθρώπους. «Η πρώτη οικογένεια είχε τα πάντα και τη βοήθησες», τον κατηγόρησε. «Η δεύτερη οικογένεια είχε τόσα λίγα και ήταν τόσο πρόθυμη να τα μοιραστεί και εσύ άφησες την αγελάδα τους να ψοφήσει». «Τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι όπως δείχνουν», του απάντησε ο γηραιότερος άγγελος.

«Όταν μείναμε στο υπόγειο του πλούσιου αρχοντικού, παρατήρησα ότι υπήρχε χρυσάφι μέσα σ΄εκείνη την τρύπα που είχε ανοίξει στον τοίχο. Επειδή όμως, ο ιδιοκτήτης ήταν τόσο φιλάργυρος, άπληστος και δεν ήθελε να μοιραστεί την καλοτυχία του με άλλους, εγώ σφράγισα τον τοίχο για να μη μπορεί να ανακαλύψει το χρυσάφι. Τη χτεσινή νύχτα που κοιμηθήκαμε στο κρεβάτι των φτωχών αγροτών, ήρθε ο άγγελος του θανάτου για να πάρει τη γυναίκα. Εγώ του έδωσα την αγελάδα για αντάλλαγμα. Τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι όπως δείχνουν».
(Από το βιβλίο "Ιστορίες που δυναμώνουν την ψυχή)


Υπάρχουν φορές που βγάζουμε πρόωρα συμπεράσματα, επειδή έχουμε παρασυρθεί από αυτό που φαίνεται και όχι από αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Αυτός είναι ένας λάθος τρόπος για να προγραμματίζουμε τη ζωή μας και τις αντιδράσεις μας.


Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Στη χαρά κι αν περπατάς, εκείνο πιάστηκε στη άκρη στο παπούτσι.
Κουβάρι που το μάζεψες και το 'κρυψες για να συλλαβίσεις ξανά τη γαλήνη σου.
Μα η χαρά δεν κρατά πολύ, δεν το 'ξερες;
Ποιος είσαι εσύ που θα τη φυλακίσεις παραπάνω από μια στιγμή;
Ένοχος ακόμα που το σκέφτηκες.

Σε τσάκωσε όμως, εκεί στην άκρη στο παπούτσι σου.
Μα δεν πήρες τίποτα χαμπάρι.
Η χαρά ψάχνει μόνο την καρδιά, δε χωράει τις αισθήσεις.

Κι όσο περπατάς εσύ για τη χαρά,
εκείνο ξεδιπλώνεται.
Φίδια το σώμα του, εκείνα που μάζευες ένα ένα να εξαφανίσεις
σκορπάνε και σε κοροιδεύουν.

Πονάνε ρε , μου το χουν πει.
Μα, το ξέρω κιόλας.
Θα σε κεντρίσουν και...πανάθεμά τα!
Κάθε φορά. Κάθε μία ξεχωριστή φορά.
Δεν συνηθίζεται ο πόνος.

Άντε να μαζέψεις εκείνο το κουβάρι. Ξανά.
Δεν έχει ανάσες μέχρι τότε.
Δεν έχει τίποτα.
Κάτσε στο καβούκι σου όπως τη βρίσκεις πάντα.
Και μην κάνεις τη μαλακία σε όποιον χτυπήσει να απαντήσεις "Εμπρός!"

Κάνε τον ψόφιο. Σαν το κουβάρι από τα φίδια που πιάστηκε στο παπούτσι σου
και ξεδιπλώθηκε μπαμπέσικα όσο βάδιζες για τη χαρά.
Συνέχιζε να βρίζεις όσους δεν σου έμαθαν να τα πατάς.
Συνέχιζε να ανησυχείς μήπως στο πέρασμά σου πλήγωσες άθελά σου κανένα.

Έχεις μάθει να πληρώνεις.
Που θα πάει ρε; Θα ξεχρεώσεις άλλη μία...


Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Δίψα

Είναι ένας δρόμος που δε βγάζει πουθενά
είναι μια θάλασσα που δε θα την περάσω
είναι μια τύψη που γυρνάει στα σκοτεινά
ένα παιχνίδι που το ξέρω θα το χάσω.

Είναι μια δίψα που μου σκάβει το μυαλό
είναι μια δίψα που δε μπόρεσα να σβήσω
ένα ποτάμι που με σκέπασε θολό
μια νύχτα ατέλειωτη που πρέπει να διασχίσω.

Είναι που έσβησα στο πλάι μου το φως
είναι που έχουν οι σκιές δικούς τους νόμους
είναι ο έρωτας που έμεινε μισός
και η ανάγκη που μου λύγισε τους ώμους.

Είναι μια δίψα που με σέρνει στο βυθό
ένας λυγμός που δε μ’ αφήνει να ησυχάσω
είναι μια δίψα που μου σκάβει το μυαλό
ένα παιχνίδι που το ξέρω θα το χάσω.

(Σωτήρης Τριβιζάς)