Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε να ζει αιώνια. Είχε όλα τα καλά. Ήταν νέος, γερός, αγαπούσε την οικογένειά του και χαιρόταν τη ζωή.
Πάει μια μέρα πιο πέρα απ’ το χωριό, στον σοφό γέρο του δάσους και του λέει:
Ξέρεις ποιο είναι το μυστικό για να ζήσω αιώνια;
"Εγώ", του λέει αυτός, "θα ζήσω μέχρι να πέσουν όλα τα δέντρα του δάσους".
"Α, όχι, αυτό δεν μου κάνει. Κάποτε θα πέσουν τα δέντρα. Δεν είναι αυτό που ζητώ". "Ε, τότε, πήγαινε να βρεις το γέρο της λίμνης, αυτός είναι πιο γέρος κι από μένα, μπορεί να ξέρει το μυστικό".
Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει φτάνει κάποτε στο γέρο της λίμνης που τον βρίσκει να πίνει το νερό της λίμνης πεσμένος μπρούμυτα.
"Ξέρεις πώς θα μπορέσω να ζήσω αιώνια;", τον ρωτά.
"Εγώ", του λέει αυτός, "θα ζήσω μέχρι να στερέψει ετούτη η λίμνη".
"Α, όχι, δε θέλω", λέει στενάχωρος ο χωρικός. "Σίγουρα θα έρθει μια μέρα που το νερό της λίμνης θα στερέψει και τότε κι εσύ κι εγώ θα πεθάνουμε".
"Πήγαινε τότε να βρεις τον γέρο του βουνού", του απαντά ο γέρος της λίμνης, "αυτός είναι πιο γέρος κι από μένα, κάτι παραπάνω θα ξέρει".
Παίρνει το δισάκι του στον ώμο ο χωρικός, περνά ραχούλες, βουνά και κάμπους, φτάνει μια μέρα στον γέρο του βουνού που ήταν στ' αλήθεια πάρα πολύ γέρος.
"Ξέρω γιατί ήρθες" του λέει, "ψάχνεις να βρεις πώς θα μπορέσεις να ζήσεις αιώνια. Εγώ θα ζήσω μέχρι να πέσει ετούτο το βουνό", του λέει.
"Αυτό μάλιστα! Θα μείνω μαζί σου!" απάντησε κι έμεινε μαζί του.
Πέρασαν αιώνες μαζί κι έγιναν αχώριστοι φίλοι.
Κάποτε όμως, καθισμένος καθώς ήτανε πάνω στην κορφή του βουνού, ο χωρικός ένιωσε μια βαθιά νοσταλγία για το χωριό του.
"Μη πας", του είπε ο γέρος του βουνού, "το χωριό σου άλλαξε πολύ, οι δικοί σου έχουν πεθάνει όλοι εδώ και πάρα πολλούς αιώνες, καμιά δουλειά δεν έχεις πια εκεί". Το σαράκι όμως τον έτρωγε και ο γέρος κατάλαβε πως το 'χε πια πάρει απόφαση και πως τίποτα δεν θα τον σταματούσε.
"Πάρε το άλογό μου", του είπε μια μέρα. "Είναι γρήγορο σαν τον άνεμο, σε μια μέρα θα σε πάει και θα σε φέρει. Μόνο ένα πράγμα πρόσεξε: μη κατέβεις ούτε μια στιγμή από τη σέλα του γιατί θα πάθεις μεγάλο κακό. Για κανέναν λόγο δεν θα κατέβεις, εντάξει;"
Συμφώνησε ο χωρικός, καβαλίκεψε το άτι και πριν προλάβει να πει κίμινο έφτασε έξω απ' το χωριό του. Ίδιο το ποτάμι, ίδιος ο κάμπος που το περιτριγύριζε, μπαίνει μέσα και τι να δει; Δεν αναγνώριζε τίποτα. Μεγάλοι δρόμοι, μεγάλα σπίτια, σήματα κόκκινα και πράσινα, όλοι άγνωστοι. Σεργιάνισε από δω, σεργιάνισε από κει, το βράδυ πήρε λυπημένος το δρόμο για το βουνό.
Στο δρόμο ξαφνικά συναντά στη μέση του πουθενά ένα χαλασμένο κάρο που η μια του ρόδα είχε φύγει και γύρω στοίβες παπούτσια τρύπια. Ένα γεράκος καθόταν κι έκλαιγε τη μοίρα του.
"Βοήθα με παλικάρι μου να φτιάξω το κάρο μου, σε παρακαλώ", του λέει.
"Θα σε βοηθούσα" του απαντά, "αλλά δεν πρέπει με τίποτα να κατέβω από το άλογό μου, λυπάμαι...".
Έπεσε σε απελπισία ο γέρος, τον λυπήθηκε το καλό το παλικάρι, κατέβηκε απ' το άλογο και έβαλε τον τροχό στη θέση του. Πάνω που πήγε να βάλει το πόδι στη σέλα, ένα σύννεφο σκέπασε τη σελήνη και μια ανατριχίλα διέτρεξε το κορμί του απ΄ το απαλό χέρι του γέρου που ακούμπησε το δικό του.
"Ποιος είσαι;" τον ρωτά, "και τι είναι όλα αυτά τα τρύπια παπούτσια;"
"Είμαι ο Θάνατος και όλα αυτά που βλέπεις είναι τα παπούτσια που χάλασα για χάρη σου κυνηγώντας σε τόσα χρόνια..."