Φώναζε ο φτωχός πραματευτής:
- Περάστε κόσμε! Πουλώ ένα δάκρυ πολύτιμο!
Περάστε κόσμε ένα γέλιο μονάκριβο πουλώ!
Ε... κόσμε... πουλώ το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον...
Κανείς δεν αγόραζε. Όλοι προτιμούσαν άλλους πάγκους στο παζάρι. Περιουσίες ολόκληρες ξόδευαν αγοράζοντας ψέματα και αυταπάτες.
Όλοι προσπέρασαν τον φτωχό πραματευτή που έβγαλε τη αλήθεια στο σφυρί για να ζήσει.
Τη νύχτα τα άφησε όλα πάνω στον πάγκο του και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Ελεύθερος από λύπη, ελεύθερος από χαρά, από παρελθόν, παρόν και μέλλον, έφτασε στο σπίτι του και πέθανε ήσυχος...
Τα χρόνια πέρασαν. Κάποτε στη θέση του πάγκου του, εκεί καταμεσής στο πολύβουο παζάρι, φύτρωσε μια μηλιά που δεν ήταν κανενός. Μεγάλωσε κι έκανε μήλα. Οι κουρασμένοι περαστικοί αφού αγόραζαν ψέματα και αυταπάτες απ' τους άλλους πάγκους σταματούσαν μπροστά της. Κάτω απ' τον ίσκιο της ξεκουράζονταν. Από τα μήλα της χόρταιναν και ξεδιψούσαν.
Κι έτσι άρχισαν στη ρίζα της να κλαίνε και να γελούν, να αναθυμούνται τη ζωή τους, να ζουν το παρόν τους. Πρώτη φορά να ονειρεύονται το μέλλον τους.
Κι ο φτωχός πραματευτής από ψηλά διασκέδαζε...