…'Ωσπου μπήκε στη ζωή - από την πίσω πόρτα - κι άρχισε να κάνει αυτά που κάνουν όλοι. Δουλειά, σπίτι, παιδιά. Αλλά δεν έπαψε να ονειρεύεται. Και κάτι παραπάνω: Να ετοιμάζεται. Για τι πράγμα; Δεν ήξερε. 'Ηταν σίγουρος πως κάτι σημαντικό θα συνέβαινε ξαφνικά - και θα έπρεπε να ξεκινήσει. Να φύγει, να αλλάξει τόπο και ζωή. Παίρνοντας μαζί μόνο το αυτοκίνητό του.
Αυτό ήταν ο συνένοχος και ο σύντροφός του στα όνειρα. Γιατί, βέβαια, μόνος του δεν θα έφτανε μακριά. Ενώ με την βοήθεια του τετράτροχου φίλου, θα ταξίδευε σίγουρα τις μεγάλες αποστάσεις. Γι αυτό συνεχώς ετοίμαζε το αυτοκίνητό του.
Πρώτα το είχε πάντοτε γεμάτο με βενζίνα, ξέχειλο. "Σκέψου" μονολογούσε "να ξεκινάς και να μην βρίσκεις πρατήριο". Μόλις λοιπόν κατέβαινε ο δείκτης στα τρία τέταρτα, πήγαινε και το γέμιζε ως επάνω. Τον ήξεραν και στο βενζινάδικο: "φουλάρισμα - ένα χιλιάρικο!" φώναζε ο μικρός.
'Επειτα το συντηρούσε σχολαστικά. 'Αλλαζε λάδια κάθε χίλια χιλιόμετρα. ("Μπορεί να μη βρεις ΕΚΕΙ", σκεπτόταν, "και να πρέπει να κάνεις τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα με παλιό λάδι!" Που ήταν το ΕΚΕΙ, δεν ήξερε. 'Επρεπε όμως να λάβει υπ'όψη του όλα τα ενδεχόμενα.
Είχε μαζί του τα πάντα: Λάμπες για κάθε χρήση, ιμάντες, μπουζί, καπάκι ντιστριμπιτέρ, φίλτρα λαδιού και βενζίνας και πολλά άλλα ανταλλακτικά. Γέμιζαν το μισό πορτ-μπαγκαζ - όμως του έδιναν σιγουριά. ("Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σε βρεί η βλάβη. Και πού!")
Ακόμα και προμήθειες κουβάλαγε στο αυτοκίνητο - λίγες αλλά βασικές. "Μπορεί να πεινάσω στο δρόμο", σκεπτόταν και είχε αποθηκεύσει φρυγανιές, κράκερς, ένα παγουράκι νερό. Τα άλλαζε μάλιστα από καιρό σε καιρό, να μην μπαγιατεύουν.
Το βράδυ, πριν κοιμηθεί, έκλεινε τα μάτια, σκεπτόταν το αυτοκίνητο πανέτοιμο και εξοπλισμένο ως τα μπούνια - και ένιωθε όμορφα. "Μπορώ να ξεκινήσω ανά πάσα στιγμή!" σκεπτόταν. "Ετοιμος!" Είχε και άδεια διεθνή στο αμάξι και τρίπτυχο, που το ανανέωνε τακτικά. 'Εδινε πίσω το παλιό - αχρησιμοποίητο - και έπαιρνε το καινούργιο.
Τελικά, βέβαια, πήγαινε μόνο σπίτι-γραφείο, γραφείο-σπίτι. Καμιά φορά, το βράδυ, στα περίχωρα για φαΐ. Σπάνια, πολύ σπάνια, εκδρομές. Παλιά, όταν ήταν πιο νέος κυκλοφορούσε περισσότερο με το αυτοκίνητο. Είχε κάνει και δύο ταξίδια στο εξωτερικό. Ιταλία. Τώρα, είχε δουλειά ως και τα Σαββατοκύριακα. Και μετά υποχρεώσεις, παιδιά, συγγενείς. '
Οσο όμως λιγότερο ταξίδευε, τόσο περισσότερο φρόντιζε το αυτοκίνητό του. Το γυάλιζε, το καθάριζε, το πλούτιζε με χρήσιμα αξεσουάρ, το συντηρούσε, το ετοίμαζε. Κάθε τρεις μέρες μετρούσε τα λάδια, τις στάθμες των υγρών, τις πιέσεις των ελαστικών. "Δεν ξέρεις ποτέ ποια στιγμή θα χρειαστεί να ξεκινήσεις", συλλογιζόταν.
Να ξεκινήσει για πού; Αυτό δεν είχε σημασία.
Φανταζόταν τον εαυτό του να τρέχει σε ανοιχτούς δρόμους, με βροχές, χιόνια, ανέμους δυνατούς - και να κυνηγάει κάποιον προορισμό που έμενε πάντα μακρινός.
…
Ένιωθε έτοιμος. Αυτό ήταν το σημαντικό. Δεν ζούσε, αλλά περίμενε. Η αναμονή είχε αντικαταστήσει τη ζωή. Πάντοτε μέσα του αυτή η ένταση της ετοιμότητας, σαν την χορδή του τόξου. Πάντοτε μέσα του η άλλη πραγματικότητα - σαν υπόσχεση. Και το αυτοκίνητό του, προέκταση και σύντροφος, έτοιμο, ρυθμισμένο, ανυπόμονο.
Το ξεκίνημα το οραματιζόταν νύχτα. 'Εβλεπε τα ρείθρα του έρημου δρόμου να διαγράφονται άσπρα, υπερφωτισμένα, κάτω από τα μεγάλα φώτα ιωδίου. Στο βάθος, τα μάτια κάποιου ζώου να γυαλίζουν φευγαλέα στη δημοσιά. Ψύχραιμο, συστηματικό, γρήγορο οδήγημα - μπροστά του χιλιάδες χιλιόμετρα... Στροφές, ευθείες, άλλες στροφές. Η διαδοχή τους τον νανούριζε και τον κοίμιζε.
'Οσα χρόνια κι αν περνούσαν, το όνειρο ίσχυε πάντα. Η ετοιμότητα πλήρης, η αναμονή έντονη. 'Ισως εντονότερη με την πάροδο της ηλικίας. Τώρα το Ταξίδι έπαιρνε μυθικές διαστάσεις σαν τα παραμυθένια των γεωγράφων της αρχαιότητας, των χρονογράφων του Μεσαίωνα. Η Ατλαντίδα, οι Υπερβόρειοι, οι Κυνοκέφαλοι, τα νησιά των Μακάρων...
'Οταν, εντελώς ξαφνικά, έφυγε για την οριστική διαδρομή - (ελπίζω κι αυτή να είχε ωραίες στροφές κι ευθείες) βρήκανε το γέρικο αυτοκίνητο φορτωμένο ως επάνω εργαλεία, ανταλλακτικά, τρόφιμα.. "Τι τα κουβάλαγε όλα αυτά ο μακαρίτης;" αναρωτήθηκαν.
Το αμάξι πουλήθηκε σε ένα συνταξιούχο. Ούτε αυτό έκανε το Ταξίδι.
Ν. Δήμου
Αφιερωμένο σ' όσους δε θα κάνουν ποτέ τους το "ταξίδι".