Κάποτε κάποιος αγρότης έψαχνε για πολύ καιρό να βρει έναν νταβραντισμένο κόκορα για το κοτέτσι του, με τις 180 κότες. Όσους κι αν αγόραζε δεν τα κατάφερναν και αμέσως ψοφούσαν.
Κάποια στιγμή επιτέλους αγόρασε έναν που έμοιαζε αρχοντικός. Με το που μπήκε στο κοτέτσι και είδε τις κότες ο κόκορας, ξαφνικά γεμίζει αέρα, φουσκώνει, γουρλώνουν τα μάτια του, κάνει ΚΙΚΙΡΙΚΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥ και τρέχοντας πηδάει τη μια κότα μετά την άλλη, ώσπου κάνει το γύρο και των 180 .....δυο φορές!
Οι κότες είχανε μείνει στα άχυρα με ένα ηλίθιο χαμόγελο ευτυχίας.
Ανήσυχος ο αγρότης πάει να τον πιάσει, αλλά ο κόκορας του ξεφεύγει από το κοτέτσι.
Κυνηγώντας τον ο αγρότης, βλέπει σπαρμένο το δρόμο με ζωάκια που είχαν ένα ηλίθιο βλέμμα ευτυχίας: γουρούνια, σκύλους, γάτες, γαϊδούρια, άλογα, πάπιες, χήνες, σκίουρους, αλεπούδες, ακόμα και χελώνες και... σκαντζόχοιρους κι όλα τα ζωάκια του δάσους ανάσκελα!!!
Ώσπου μετά από λίγο, βλέπει τον κόκορα πεσμένο ανάσκελα, ημιθανή με τη γλώσσα έξω κι από πάνω του να φέρνουνε κύκλο καμιά 10αριά όρνια.
Πανικόβλητος που χάνει τέτοιο απίστευτο ζώο, τρέχει κοντά του και τον παρακαλεί:
- Μη μου ψοφήσεις αρχηγέ!!!
Κι ο κόκορας:
- Φύγε ρε ... θα μου διώξεις τα όρνια!