Σε κάποιους που είχαν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, που πίστευαν ότι αυτοί μόνο είναι καλοί και ενάρετοι και περιφρονούσαν όλους τους άλλους, είπε ο Κύριος την παραβολή του «Τελώνου και του Φαρισαίου».
Οι δυο αυτοί άνθρωποι ανέβηκαν στο ναό του Σολομώντος να προσευχηθούν.
Οι τελώνες χαρακτηρίζονταν γενικά άνθρωποι άδικοι, ενώ οι Φαρισαίοι, ως διδάσκαλοι του Μωσαϊκού Νόμου, είχαν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και εκτίμηση από τους ανθρώπους.
Ο Φαρισαίος προχώρησε μπροστά, προς το θυσιαστήριο. Στάθηκε όρθιος, για να φαίνεται καλά, κι άρχισε να προσεύχεται υπερβολικά ευχαριστημένος:
— Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου, γιατί δεν είμαι εγώ σαν τους άλλους ανθρώπους, που είναι γεμάτοι κακία: κλέφτες, άδικοι, ανήθικοι…., ούτε σαν αυτόν τον τελώνη· και γύρισε με περιφρόνηση να τον δείξει. Όλοι είναι ένοχοι, άξιοι να καταδικαστούν. Εγώ ξεχωρίζω από όλους, είμαι γεμάτος από αρετές. Νηστεύω… κάνω προσφορές στο ναό παραπάνω από εκείνο που ορίζει ο Νόμος…
Και ο Τελώνης;
Ω! Αυτός δεν αισθανόταν τον εαυτό του άξιο να προχωρήσει. Έμεινε μακριά από το θυσιαστήριο. Με το κεφάλι σκυμμένο. Δεν τολμούσε ούτε τα χέρια του, αλλά ούτε και το βλέμμα του να υψώσει προς τον ουρανό. Μόνο χτυπούσε το στήθος του, γιατί αισθανόταν πόσο αμαρτωλή ήταν η καρδιά του απέναντι στο Θεό.
Μόνο τα χείλη του ψιθύριζαν συνέχεια τούτα τα λόγια: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», δηλαδή «Ω Κύριε και Θεέ, σπλαχνίσου με και συγχώρησέ με τον αμαρτωλό!»
Τούτο τον ταπεινωμένο τελώνη, που πίστευε πως ήταν άξιος να τιμωρηθεί, ο Θεός τον συγχώρησε, όχι όμως και τον Φαρισαίο.
Γιατί καθένας που υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί. Ενώ εκείνος που ταπεινώνει τον εαυτό του, θα υψωθεί και θα τιμηθεί από το Θεό.