Δευτέρα 8 Ιουνίου 2009

Το μπουφάν (Η ζωή που φεύγει)

Σάββατο μεσημέρι...
ΤΟ ΜΠΟΥΦΑΝ πεταμένο στην καρέκλα της κουζίνας. Όπου ΔΕΝ είναι η θέση του. Η θέση του είναι στην ντουλάπα. Κανονικά λοιπόν, έπρεπε να σηκωθεί. Να πάρει το μπουφάν. Να διασχίσει τον διάδρομο. Να πάει στο άλλο δωμάτιο. Να ανοίξει την ντουλάπα. Να κρεμάσει το μπουφάν.

Να πέσει κάτω το φούτερ το στριμωγμένο. Να μαζέψει το φούτερ. Να κρεμάσει το φούτερ. Να κρεμάσει και το μπουφάν. Να κλείσει την ντουλάπα. Να κλείσει την πόρτα για τα ρεύματα. Να επιστρέψει στην κουζίνα.


Σε ρεαλιστικό χρόνο, δυο λεπτών υπόθεση. Σε υπερρεαλιστικό χρόνο, ένας αιώνας. Την είχε κυριέψει το σύνδρομο «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης». Όσες φορές και να το κρέμαγε, αυτό πάντα μπαστακωμένο στην καρέκλα της κουζίνας. Εκεί ακριβώς όπου το πετούσε η κόρη της. Εκεί ακριβώς όπου θεωρούσε ότι είναι η φυσική του θέση. Πού βάζουμε μπουφάν, παντελόνια, μπλούζες, είδη προικός; Στην καρέκλα της κουζίνας.

Ματαιότης ματαιοτήτων...
Μια ζωή τακτοποιείς, μια ζωή τα ξαναβρίσκεις στη λάθος θέση. Τι διάολο, περπατάνε τη νύχτα;
Σάββατο μεσημέρι και ο άντρας της έχει πάει τα παιδιά στο λούνα παρκ. Τώρα που λείπουν όλοι από το σπίτι, λογικά θα ήταν καλή ευκαιρία να συγυρίσει λίγο. Λογικά πάντα, αλλά γιατί να μπει στη διαδικασία; Γιατί να της κοπεί η μέση μαζεύοντας κόκκινα τουβλάκια από τη μοκέτα και αδειάζοντας καλάθια αχρήστων με χρήσιμα πράγματα πεταμένα μέσα; Ποιος ο λόγος; Αφού πέντε θα γυρίσουν, πέντε και πέντε το σπίτι θα έχει ξαναγίνει ακριβώς όπως πριν. Η μέρα της μαρμότας. Αυτό είναι η ζωή της.

Πλησίασε το πρόσωπο στον καθρέφτη. Με αυτή τη ρυτίδα δεν θυμάται να συστήθηκαν. Της είναι παντελώς άγνωστη! Διαφημίζουν μια κρέμα στην τηλεόραση. Έχει ένα συστατικό... Να δεις πώς το λένε; Κάτι που τελειώνει σε «ine» και σε κάνει τσίτα. Η κυρία της διαφήμισης πριν από την κρέμα ήταν πλισέ και τώρα η μούρη σαν να την πέρασε με σίδερο ατμού. Να την αγόραζε; Μπα, δε βαριέσαι! Πήρε την άλλη, την ξέχασε στο ψυγείο και παραλίγο να την αλείψει στη φρυγανιά του παιδιού!

Τουλάχιστον το σπίτι έχει ησυχία τώρα που λείπουν όλοι. Πόσο της λείπει αυτή η μούγγα στη στρούγκα! Συνήθως γύρω της όλοι ουρλιάζουν, όλοι τσακώνονται, όλοι ζητούν, όλοι απαιτούν. Διεκδικούν κομμάτια του εαυτού της που δεν τα έχει πια. Που δεν υπάρχουν πια. Ό,τι είχε το έδωσε. Και το υστέρημα της ψυχής. Και το περίσσευμα καρδιάς. Πάρτε κόσμε, το αφεντικό τρελάθηκε και τα δίνει τζάμπα! Έγινε η ζωή της, «ό,τι πάρετε ένα τάλιρο»! Σαν τα μακό μπλουζάκια στα καλάθια των εκπτώσεων. Χιμάνε όλοι, αρπάζουν ό,τι βρουν μπροστά τους, μέχρι που το καλάθι αδειάζει. Και αυτοί ακόμα ζητάνε. Ακόμα ψάχνουν τις γωνίες, μην παράπεσε ένα ρετάλι από τη γυναίκα που ήταν κάποτε.

ΔΩΔΕΚΑ ΚΑΙ ΜΙΣΗ, πώς πέρασεν η ώρα...
Δώδεκα και μισή, πώς πέρασαν τα χρόνια...
Τον λάτρευε τον Καβάφη στην εφηβεία της. Ίσως γιατί δεν τον καταλάβαινε. Τώρα που τον καταλαβαίνει, τώρα που μιλάει κατευθείαν στην ψυχή της, ούτε που να τον ξαναδεί στα μάτια της.
Πώς πέρασεν η ώρα...
Πώς πέρασαν τα χρόνια...
Όπου να ΄ναι θα γυρίσουν. Σηκώθηκε αργά. Σήκωσε το μπουφάν. Είχε την αμυδρά επίμονη αίσθηση πως κάποιος, κάπου, κάποτε, της έταξε πως η ζωή της θα ήταν σαν διαφήμιση απορρυπαντικών. Της έφυγε η ζωή. Της έμεινε το απορρυπαντικό.
Προχώρησαν στον διάδρομο αγκαλιασμένοι. Η γυναίκα και το μπουφάν.

(Έλενα Ακρίτα – «Το μπουφάν» (αποσπάσματα))