Δευτέρα 8 Ιουνίου 2009

Ο παππούς και τα κουλουράκια

Το δωμάτιο σκοτεινό...
Οι σκιές τρεμοπαίζουν καθώς το λιγοστό φως που μπαίνει απο το παράθυρο προσπαθεί να διαπεράσει τις κουρτίνες...
Ο παππούς περιμένει καρτερικά το αναπόφευκτο...Δεν φοβάται...
Θα πάρει μαζί του τις καλύτερές του αναμνήσεις: το πρώτο του xαρτζιλίκι, το πρώτο του φιλί, τους φίλους του, τη θύμηση της νέας γυναίκας του, τα δίδυμα...
Και τη γεύση απο τα κουλουράκια κανέλας. Ω, πόσο του άρεσαν τα κουλουράκια κανέλας. Τα λάτρευε. Ό,τι και αν του στερούσαν απο τη ζωή, δεν θα άντεχε δίχως αυτά.
Μέσα απο τις κακουχίες της μέχρι τώρα διαδρομής, είχε φροντίσει πάντα να έχει διαθέσιμα κάποια απο αυτά.
Τα τελευταία 8 χρόνια, όμως, με την αρρώστια, ήταν δύσκολα. Και ο γιατρός του τα είχε απαγορέψει και αυτά...
Νιώθοντας την ώρα να πλησιάζει, τα βλέφαρά του να βαραίνουν και την ανάσα του να καθυστερεί, πάνω που το φως στην άκρη του τούνελ έχει αρχίσει να διαφαίνεται, τα ρουθούνια του χαϊδέυει μια μοναδική μυρωδιά. Αναμνήσεις απο λουλούδια και λειβάδια ξυπνούν στο μυαλό του, και η μυρωδιά απο τα κουλουράκια κανέλας είναι πια ολοφάνερη.
Ω, μα πως μπορεί! Πως γίνεται κάτι τέτοιο!
Με πολύ προσπάθεια καταφέρνει να τραβήξει τα σκεπάσματα και να κατεβάσει το ένα του πόδι στο πάτωμα. Αρχίζει αργά, αργά, καρτερικά να στρέφει το σώμα του και τελικά πέφτει στο έδαφος. Με πόνο αρχίζει να μπουσουλά, να σέρνεται προς την πόρτα. Φτάνοντας εκεί, πιέζει τον εαυτό του να αντισταθεί στην αδυναμία και τραβάει με όση δύναμη μπορεί το χέρι της σκάλας.
Βήμα - βήμα, σκαλί - σκαλί, κατεβαίνει προς την κουζίνα του σπιτιού του. Η μυρωδιά γίνεται ολοένα και εντονότερη!
Ω, μα πως! Πως είναι δυνατόν! Μήπως τον γελάνε οι αισθήσεις του; Μήπως έχει πεθάνει και βρίσκεται στον παράδεισο; Ή μήπως, η υπέροχη γυναίκα του, αυτή που τόσο αγαπά, του ετοίμασε όντως μια δόση κουλουράκια κανέλας σαν το ύστατο χαίρε πριν φύγει απο το μάταιο τούτο κόσμο;
Μετά απο αρκετή ώρα έχει καταφέρει να φτάσει στην πόρτα της κουζίνας.
Επάνω στο τραπέζι βρίσκεται μια λαμαρίνα με φρεσκοψημένα κουλουράκια κανέλας. Δάκρυα αναβλύζουν στα μάτια του, το στομάχι του δένεται κόμπος και λυγμοί αρχίζουν να ταρακουνούν το κουρασμένο του κουφάρι.
Χρησιμοποιόντας το τελευταίο του απόθεμα ζωής, πέφτει προς τα κουλουράκια σε στάση προσευχής. Σηκώνει με εμφανή ταλαιπωρία το χέρι του προς το ταψί, ενώ τα νιώθει ήδη να λυώνουν στο στόμα του...
Πρέπει να τα γευτεί...
Έστω μια δαγκωνιά...
Το χέρι του πλησιάζει, αγγίζει την άκρη του ταψιού, φτάνει σε ένα κουλουράκι...
Το δάχτυλό του χαϊδεύει την πορώδη επιφάνεια του κουλουριού όταν η σπάτουλα του κοπανά το χέρι.
"Αστα κάτω βρε αθεόφοβε, είναι για την κηδεία!!!"