Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μακρινό βασίλειο της Άπω Ανατολής, ζούσε ένας πλούσιος πρίγκιπας που είχε ότι λαχταρούσε η ψυχή του. Έμενε σε ένα παλάτι με υπέροχους κήπους, όπου φιλοξενούσε πολλά ζώα και ακόμα πιο πολλά πουλιά.
Μια μέρα ένας γυρολόγος πέρασε από το παλάτι του και προσπάθησε να πουλήσει στον πρίγκιπα λίγη από την πραμάτεια του για να κερδίσει κάποια χρήματα.
Αυτό που τράβηξε την προσοχή του Πρίγκιπα ήταν μια καρδερίνα που ήταν σε ένα μεγάλο ξύλινο κλουβί μαζί με ένα αηδόνι. Η καρδερίνα ήταν πανέμορφη με πολύ έντονα χρώματα.
(Ο μύθος λέει ότι όταν ο Θεός έφτιαχνε τα πουλιά, άφησε τελευταία την καρδερίνα. Του είχαν τελειώσει όμως όλα τα χρώματα. Πώς λοιπόν να χρωματίσει την καρδερίνα; Σφούγγισε καλά όλες τις μπογιές που είχαν απομείνει και έβαψε με το περίσσευμα αυτό την καρδερίνα. Έτσι η καρδερίνα έχει στο σώμα της απ’ όλα τα χρώματα.)
Ο πρίγκιπας ρώτησε τον γυρολόγο γιατί η καρδερίνα ήταν στο ίδιο κλουβί με το αηδόνι.
- Παλιά ιστορία, είπε ο γυρολόγος. Η καρδερίνα και το αηδόνι έχουν μεγαλώσει μαζί και κελαηδούν υπέροχα μαζί. Όμως όταν τα χωρίσω δεν κελαηδά κανένα.
Και πραγματικά έβγαλε το πανί που σκέπαζε το κλουβί και αμέσως η καρδερίνα και το αηδόνι άρχισαν το μελωδικό τραγούδι τους και ο πρίγκιπας αλλά και όσοι ήταν μπροστά μαγεύτηκαν.
- Άκου έμπορε, την αγοράζω αυτή την καρδερίνα.
- Εντάξει αφέντη μου, θα σου ετοιμάσω τα πουλιά για να τα πάρεις, αποκρίθηκε ο γυρολόγος.
- Δεν κατάλαβες, μόνο την καρδερίνα θέλω. Αυτή είναι πραγματικά σπάνια και όμορφη. Τι να το κάνω το αηδόνι; Δεν βλέπεις πόσα σπάνια πουλιά έχω εδώ; Νομίζεις ότι θα ήθελα ένα ασήμαντο αηδονάκι; βρυχήθηκε ο πρίγκιπας.
- Μα άρχοντά μου, αν τα χωρίσεις, θα μαραζώσουν. Δεν κελαηδάνε όταν δεν είναι μαζί.
- Ανοησίες, σκέφτηκε ο πρίγκιπας. Άκου αν τα χωρίσεις δεν κελαηδάνε…
Και αμέσως έδωσε στο γυρολόγο ένα πουγκί με χρυσές λίρες για να αγοράσει την καρδερίνα.
Ο γυρολόγος δεν ήθελε να χωρίσει τα πουλιά, όμως είχε ανάγκη από τα χρήματα αυτά και τελικά έδωσε την καρδερίνα μόνη, αφού μάταια προσπάθησε να πείσει τον πρίγκιπα να πάρει και το αηδόνι.
Πήρε λοιπόν ο πρίγκιπας την καρδερίνα και την έβαλε στο πιο όμορφο κλουβί. Ήταν χρυσό και στολισμένο με ρουμπίνια, ζαφείρια και πολύτιμα πετράδια.
Μάταια όλοι στο παλάτι περίμεναν ν' ακούσουν το μαγικό κελάηδισμα της καρδερίνας που άκουσαν την πρώτη μέρα. Αυτή δεν έβγαζε άχνα, είχε χάσει λίγο το χρώμα της, αφού δεν έτρωγε καλά και γενικά δεν είχε καμιά διάθεση για τίποτε.
Έτσι μια μέρα ο πρίγκιπας αποφάσισε να βρει τον γυρολόγο. Έστειλε τον έμπιστο γραμματέα του να του τον φέρει μπροστά του. Και όταν έφτασε του ζήτησε θυμωμένος εξηγήσεις.
- Γυρολόγε με κορόιδεψες. Η καρδερίνα δεν αξίζει τίποτε. Δεν κελαηδάει, έχασε το χρώμα της, δεν πετάει.
- Άρχοντά μου σε είχα προειδοποιήσει, αλλά δε με άκουσες. Δεν έπρεπε να τη χωρίσεις ποτέ από το αηδόνι. Δεν ξέρεις ότι χωρίς αγάπη σ’ αυτόν τον κόσμο δεν γίνεται τίποτε;
Ο πρίγκιπας ντράπηκε για την χαζομάρα του και αμέσως ζήτησε από τον γυρολόγο να βάλει το αηδόνι στο κλουβί μαζί με την καρδερίνα.
Έπρεπε να είστε από μια μεριά να δείτε. Τα πουλιά έκαναν σαν τους ανθρώπους, χοροπηδούσαν χαρούμενα, ακουμπούσαν τα φτερά τους, κυνηγούσαν το ένα το άλλο.
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα, επιβεβαιώνοντας για μια ακόμη φορά ότι η πραγματική αγάπη δε σβήνει, δε χάνεται και βρίσκει πάντα το δρόμο της.